Οι διαφημίσεις με την υπογραφή «Αφήστε με να ζήσω»
απομακρύνθηκαν τελικά από τις προθήκες στους διαδρόμους και τις
αποβάθρες του Μετρό. Επειτα από αντιδράσεις φορέων, συλλογικοτήτων και
πολιτών το υπουργείο Μεταφορών αναγκάστηκε να παρέμβει ώστε οι αφίσες να
κατέβουν. Το γεγονός καταγράφηκε ως μια νίκη του αυτονόητου μπροστά σε
μια γενικευμένη και καλπάζουσα ερημοποίηση των δικαιωμάτων. Το θέμα όμως
είναι τι σημαίνει η αφίσα και τι η χρονική συγκυρία εντός της οποίας
αυτή αναρτήθηκε.
Το κρούσμα ως γνωστόν δεν
έρχεται από το πουθενά. Είχε προηγηθεί εξώφυλλο αθλητικής εφημερίδας με
το ίδιο περιεχόμενο και τα συγχαρητήρια απέναντι στην εφημερίδα από τον
αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Αδωνι Γεωργιάδη. Τη συγκεκριμένη αφίσα ήρθαν
να αγκαλιάσουν στελέχη και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, πριν και μετά
το κατέβασμά της.
Στο βάθος όμως της ιστορίας
δεν βρίσκονται ούτε οι παραθρησκευτικές οργανώσεις και σύλλογοι
πολυτέκνων που τη δημιούργησαν ούτε καν οι αμβλώσεις. Η αντίθεση στις
αμβλώσεις είναι απλώς η συμπύκνωση μιας ιδεολογίας σε μια πολύ
συγκεκριμένη πράξη. Η όλη κίνηση περιγράφει έναν τρόπο επιβολής που
ξεκινά από τον σκοταδισμό και καταλήγει στην απόλυτη υποταγή. Δεν έχει
να κάνει με το θρησκευτικό συναίσθημα ή την ανθρώπινη ζωή όσο με την
έμπρακτη νοσταλγία προς μια πατριαρχική ιεράρχηση των αξιών χωρίς
αντίλογο. Το μόνο που σημαίνει είναι έλεγχος σωμάτων. Και μέσω των
σωμάτων έλεγχος της ίδιας της ζωής και της κοινωνίας.
Περιγράφει
το γυναικείο σώμα -και κατ' επέκταση την ίδια τη γυναικεία υπόσταση- ως
απόλυτα εξαρτώμενη και υποβαθμισμένη ιδιοκτησία, ως ένα πεδίο μάχης στο
οποίο ο καθένας μπορεί να έχει λόγο, ως μια ευθύνη που ξεπερνά την ίδια
τη γυναίκα και είναι ικανή να της επιβάλει αποφάσεις ανεξάρτητα από τη
δική της βούληση. Οι διάφοροι φορείς που καταφέρνουν να βγάζουν αφίσες
δεν νομοθετούν. Αλλά στιγματίζουν. Καταφέρνουν να δημιουργούν κλίμα. Και
μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα εντός της οποίας αναζητούν την ενοχή, την
ντροπή, τη διαπόμπευση. Την επιστροφή σε μια ηθική παρθενίας και
βιασμών, ενδοοικογενειακής βίας και ιδιοκτησιακού καθεστώτος της
γυναίκας. Και κατ' επέκταση μια ποινικοποίηση του έρωτα και του σεξ, των
σωμάτων και των συναντήσεών τους. Η αντίθεση στις αμβλώσεις δεν γεννά
παιδιά, γεννά τέρατα.
Και ακόμα και αν η
κυβέρνηση δεν είναι αυτή που ανάρτησε τις αφίσες, ακόμα και αν είναι
αυτή που τις κατέβασε, είναι ταυτόχρονα απολύτως υπεύθυνη για την ηθική
αυτή παλινδρόμηση. Οχι μόνο για τους εναγκαλισμούς με το συγκεκριμένο
περιεχόμενο και τη συγκεκριμένη ιδεολογία από διάφορα στελέχη, αλλά
κυρίως για το κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που αυτή δημιούργησε.
Με την καθημερινή ρατσιστική ρητορεία και τους αποκλεισμούς, με την
εμμονική καταστολή και τις διαπομπεύσεις, με την κατήχηση και την
πατριδοκαπηλία της.
Είχα την τύχη να βρεθώ
πρόσφατα στο θέατρο «Σταθμός» και να δω το ανέβασμα του «Γάμου» του
Μάριου Ποντίκα. Ενός έργου σκληρού, ειπωμένου σε μια σκληρή παράσταση.
Μια σκληρότητα σε αφοπλιστική αρμονία με το ίδιο το θέμα που
διαπραγματεύεται. Για μια κοπέλα που βιάζεται και για μια οικογένεια που
την οδηγεί μέχρι την αυτοπυρπόλησή της. Για πολλούς μικρούς
καταναγκασμούς και βιασμούς που συγκροτούν τη βίαιη ρουτίνα μιας
κουλτούρας της αγριότητας. Το έργο γράφτηκε πριν από 40 χρόνια. Και
παραδόξως αυτή η χρονική απόσταση ίσως να είναι ένα από τα πιο σκληρά
στοιχεία της. Γιατί διαπιστώνουμε πως τα διλήμματα, η τοξικότητα των
ανθρώπινων σχέσεων σε μια πατριαρχικά οριοθετημένη κοινωνία, ακόμα και η
ρητορική και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι πρωταγωνιστές δεν
έχουν μετατοπιστεί στο ελάχιστο.
Και εκεί
σκέφτεσαι τι σημαίνει εξέλιξη μιας κοινωνίας. Είναι οι κατακτήσεις
–ακόμα και οι νομοθετημένες– σταθερές και εμπεδωμένες σε τέτοιο βαθμό
ώστε να μας καθησυχάζουν; Είναι η κυρίαρχη ιδεολογία αυτή που νομίζουμε ή
αυτή που ελπίζουμε; Υπάρχει κάτι που να μας διαβεβαιώνει πως η
οπισθοδρόμηση έχει αποτραπεί;
Η εξέλιξη μιας
κοινωνίας (ειδικά μιας κοινωνίας σαν την ελληνική) οφείλει να είναι
καθημερινή μάχη. Ενάντια σε αφίσες και χριστιανοπολύτεκνους, ενάντια σε
υπουργοκανίβαλους που παραληρούν από χαρά ενώ άνθρωποι πνίγονται,
ενάντια σε όλους αυτούς που ενσαρκώνουν ένα παρελθόν που δεν δέχεται την
εξέλιξη ούτε καν ως έννοια.
Ενάντια στην
υποκρισία ενός μισάνθρωπου ανθρωπισμού που θέλει να σώσει τα αγέννητα
παιδιά ενώ αδιαφορεί για τον πνιγμό των γεννημένων.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)