Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Το αόρατο προάστιο


Παρέμενε αόρατο για οποιονδήποτε εκτός. Η μόνη θέα ήταν η θέα από το εσωτερικό του. Το προάστιο αυτό υπήρξε υπόσχεση παλαιότερων δεκαετιών. Το προάστιο αυτό δεν κατοικείται από ανθρώπους, αλλά από προσδοκίες. Προσδοκίες ντυμένες σε σώματα. Από εδώ βλέπεις την πόλη από απόσταση. Τίποτα δεν φτάνει εδώ. Τουλάχιστον τίποτα ολόκληρο. Όλα εδώ υπάρχουν ως απόηχος. Ως άηχο συμβάν κάπου στον ορίζοντα. Το άηχο είναι και αυτό κάτοικος της πόλης. Τα σώματα των κατοίκων απαλλαγμένα από το στριμωξίδι υπάρχουν εδώ με αργές κινήσεις, με μια οικονομία της άνεσης.
Η ανωνυμία της πόλης εδώ χάνεται. Όχι επειδή το επώνυμό σου κραυγάζει. Αλλά επειδή ένα βλέμμα είναι αρκετό για να σε ορίσει ως ξένο. Όχι όπως στα κλειστά συστήματα, που προσδιορίζουν την ξενότητα καθεαυτή χωρίς συμπαραδηλώσεις. Εδώ η λειτουργία είναι διαφορετική. Μια και τα μέλη της κοινότητας δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, μόνο στέκονται μονωμένα, αλλά ορίζουν ταυτόχρονα τα διακριτικά αυτά που περιγράφουν την ξενότητα. Την όψη, το ντύσιμο, τη συμπεριφορά. Ο ξένος εδώ είναι παντοτινός, μέσα ή έξω από το σύστημα. Η διαρκής παρουσία του εντός του συστήματος τον αναβαθμίζει σε εισβολέα.

Όσοι έφυγαν κατά δω, δεν είναι αποστάτες της τάξης τους. Δεν είναι μετανάστες του τόπου. Πιο πολύ μετανάστευσαν σε ένα ξένο συναίσθημα. Ένα συναίσθημα που δεν θα ολοκληρώσουν ποτέ. Ίσως μόνο όταν αντιληφθούν πως νέοι μετανάστες πλησιάζουν προς το δικό τους –μονίμως νεόκοπο στην αντίληψη- συναίσθημα.
Οι εργαζόμενοι στα ακριβά μαγαζιά του αόρατου προαστίου έχουνε το δικό τους ενδιαφέρον. Κυρίως για το πώς φαίνεται πως τοποθετούν τους εαυτούς τους σε σχέση με τη συμπεριφορά τους. Μοιάζουν να ανήκουν, όχι στην εργασία τους, αλλά σε αυτό που η εργασία τους αντιπροσωπεύει. Στον οίκο ή τη φίρμα ως ένα –έστω ελάχιστο- γρανάζι της, μοιάζουν να αποχωρίζονται την τάξη τους τη στιγμή που φορούν τη στολή εργασίας τους , τη στολή αυτή που υπό άλλες συνθήκες θα περιέγραφε την τάξη από την οποία προέρχονται και την εκμετάλλευση την οποία υφίστανται. Υπερήφανοι, θα σε εξυπηρετήσουν. Σαν να συνεχίζουν μια αέναη συλλογική χειρονομία προσφοράς και συναλλαγής, γεννημένης ταυτόχρονα με το σύγχρονο κόσμο.
Η ταξική ρευστότητα και η ευκινησία που οι παλαιότερες δεκαετίες υπόσχονταν, τώρα μοιάζουν να εκκρεμούν αναπάντητες. Η υπόσχεση που δόθηκε και μαζικά απορρίφτηκε, μοιάζει να μεταμορφώνεται σε ένα συνολικό αίτημα για αναμόρφωση. Όταν αυτό το αίτημα απορριφθεί με τη σειρά του, θα μετακινηθούμε σε έναν άνευ όρων ανταγωνισμό, με ελάχιστες προσδοκίες και για το λόγο αυτό με συγκρούσεις οξυμένες μέχρι την εξαφάνιση.

Ο ανεκτικός ατομισμός πέρασε στη συλλογικότητα (θέλοντας να εξυπηρετήσει τον εαυτό του καταρχήν, αλλά αναπότρεπτα συναντώντας και τους γύρω) και τώρα επιστρέφει στην αναδίπλωση οργισμένος, σαν πληγωμένο αγρίμι που γύρεψε τις ανοιχτές πεδιάδες και τώρα γυρνά στην τσακισμένη φωλιά του. Εκεί θα κατοικεί, μαζί με τους λόγους που το έδιωξαν, αλλά ταυτόχρονα μαζί και με αυτούς που τον έκαναν να επιστρέψει. Εκεί περιμένει την επόμενη στροφή της μοναχικής ιστορίας, η οποία για λίγο μας γέλασε πως θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο και όμως ήταν αυτή ξανά από την αρχή, πιο πολύ ο εαυτός της από κάθε άλλη φορά. Θριαμβεύτρια, ακονισμένη και χυδαία εντός της κυνικής μοναχικότητας του διαρκώς νικητή.
Ω ναι, ο χρόνος περνάει ήρεμα στο αόρατο προάστιο. Κανείς εδώ δεν μιλάει, παρά μόνο άμα χρειάζεται και οι μεγάλες μάντρες υπόσχονται μυστικά να κατοικούν εντός τους, μυστικά που ποτέ δεν θα μάθεις και που ποτέ δεν θα μπορούσες να καταλάβεις. Αυτή είναι η πραγματική περιουσία τους. Αυτό το ποτέ.
Όλα εδώ στιβαρά ζητούν να σε αντιμετωπίσουν. Στο αόρατο προάστιο, το μόνο νόμισμα που περνά είναι ένα εχθές που αποτράπηκε. Και η βεβαιότητα που χτίζεται από αυτή την αποτροπή για το γεγονός πως το δικό σου αύριο δεν θα έρθει ποτέ.
Εδώ η απουσία σου είναι το πραγματικό όνομα όλων των οδών.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Η απόλυση ως μία εκ των καλών τεχνών


Ο κυβερνητικός αξιωματούχος Απόστολος Δοξιάδης ζήτησε μέσα από δημόσια επιστολή του την απόλυση του δημοσιογράφου των «Νέων» Δημήτρη Ν. Μανιάτη. Ο λόγος ήταν πως ο δημοσιογράφος άσκησε κριτική στην Ειρήνη Αγαπηδάκη μέσω του facebook. Να διευκρινίσουμε εδώ πως η Ειρήνη Αγαπηδάκη όπως και ο κυβερνητικός αξιωματούχος Απόστολος Δοξιάδης διορίστηκαν από την κυβέρνηση ως υπεύθυνοι για το σχέδιο «Κανένα παιδί μόνο», ένα πρόγραμμα για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα.
Στην ανοιχτή επιστολή λοιπόν, ο κυβερνητικός αξιωματούχος Δοξιάδης αναφέρεται σε «κάποιο υποκείμενο» που γράφει στα «Νέα» και τον κάνει να αηδιάζει με την πολιτική του τοποθέτηση (ο Μανιάτης είναι αριστερός) και περιγράφει ως εξής: «Δεν ξέρω αν το υποκείμενο αυτό έχει πρόβλημα σεξουαλικό, ψυχοπαθολογικό, κοινωνικό κόμπλεξ ή πάσχει από εντελώς αναίτιο ναρκισσισμό ή μεγαλομανία - και τα δύο αντικειμενικά αδικαιολόγητα σε ένα άτομο με κανένα ουσιαστικό επίτευγμα στη ζωή του, πέραν του εξυπνακισμού και της χυδαιολογίας. Δεν με αφορούν όμως τα κίνητρα, ο ψυχισμός ή τα πρόβλήματά του».
Στη συνέχεια μας λέει πως ο λόγος που γράφει την επιστολή είναι πως «ο σταλινόμορφος δημοσιογραφίσκος των Νέων» τόλμησε να κρίνει μια άξια Ελληνίδα, χρυσό παιδί, συνοδοιπόρο του, αγαπημένη φίλη που θαυμάζει, κατάλληλη γι' αυτή τη θέση κτλ. Και στη συνέχεια, αφού μας ενημερώνει πως δεν θα ξαναστείλει άρθρο στην εφημερίδα, ζητά την απόλυση του δημοσιογράφου.
Το ζήτημα δεν είναι το παραλήρημα ενός μέτριου Αρίστου (ένα από τα πολλά στα οποία επιδίδεται εδώ και δεκαετίες, βλ. υπόθεση Φρίντα Λιάπα), το ζήτημα είναι η δημόσια απαίτηση ενός αξιωματούχου κατά της ελευθεροτυπίας. Το θράσος ενός διορισμένου με θητεία μόλις τριών ημερών που απαιτεί να πεταχτούν άνθρωποι από τη δουλειά τους επειδή αυτός δεν συμφωνεί με τις απόψεις τους και τόλμησαν να ασκήσουν κριτική (γιατί επί της ουσίας γι' αυτό πρόκειται).
Και έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς μια σειρά από σημεία της συγκεκριμένης κίνησης. Το γεγονός πως ένας νεοφιλελεύθερος αντικρατιστής βρίσκεται για άλλη μια φορά να δουλεύει για τον κρατικό μηχανισμό (σε παλαιότερη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήταν στο υπουργείο Πολιτισμού ως σύμβουλος) και έχοντας ως δεδομένη την ισχύ που του δίνει αυτή η θέση να προσπαθεί να παρέμβει σε μια ιδιωτική επιχείρηση απαιτώντας.
Το γεγονός πως η απαίτηση αυτή διατυπώθηκε δημόσια απενοχοποιώντας στην πραγματικότητα την απόλυση ως πρακτική, επιδεικνύοντας ωμή ισχύ με τον κυνισμό του μεγαλομανούς που προτάσσει τη δύναμή του αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε κόστος ή την ηθική της απαίτησής του. Το γεγονός πως όλη η συζήτηση γίνεται τρεις βδομάδες μετά το πρόσφατο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για το άσυλο, σύμφωνα με το οποίο τα ασυνόδευτα παιδιά άνω των 15 ετών (δηλαδή το 93% των ασυνόδευτων) εξαιρούνται από τις ευάλωτες κατηγορίες και η εξέταση των αιτήσεων ασύλου τους θα γίνεται με ταχύρρυθμες διαδικασίες.
Οι δύο κυβερνητικοί αξιωματούχοι τοποθετήθηκαν στην πραγματικότητα ως διαχειριστές της πρωθυπουργικής υποκρισίας που κάνει λόγο για «το σύνθημα της ανθρωπιάς» και τονίζει πως κανένα παιδί δεν θα μείνει μόνο, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τις συνθήκες ώστε τα παιδιά αυτά να απελαθούν σε χώρες όπου κινδυνεύουν ή διώκονται χωρίς να υπάρξει ουσιαστική εξέταση των αιτήσεών τους.
Και το γεγονός πως η πράξη αυτή ενσαρκώνει με τον πιο απόλυτο τρόπο την πεμπτουσία της πολιτικής της κυβέρνησης. Τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις εργασιακές σχέσεις, τα δικαιώματα των εργαζομένων, τις απολύσεις και το δικαίωμα στην εργασία, την έννοια της κριτικής, την ελευθερία του λόγου. Και μαζί τη διαπλοκή δημοσιογραφίας και εξουσίας, τις απευθείας αναθέσεις αποστολών σε εκδοτικά συγκροτήματα, την αλαζονεία και την υποκρισία των κυβερνώντων.
Είναι αυτονόητο πως κάθε πολίτης με στοιχειώδεις δημοκρατικές ευαισθησίες βρίσκεται στο πλευρό του δημοσιογράφου. Οπως και το γεγονός πως το μπούλινγκ του μέτριου κυβερνητικού αξιωματούχου δεν πρέπει να περάσει. Εκτός αν όντως συνορεύουμε με εποχές στις οποίες όσοι τολμούν να διαφωνούν ή να ασκούν κριτική στο facebook θα στέλνονται -μαζί με το 93% των ασυνόδευτων προσφυγόπουλων- στα ξερονήσια που σχεδιάζει η κυβέρνηση την οποία ο κυβερνητικός αξιωματούχος υπηρετεί.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)