Πέντε συνθέσεις («Ένα το Χελιδόνι», «Με το λύχνο του άστρου», «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Της αγάπης αίματα» και «Ανοίγω το στόμα μου») από το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, θα ερμηνεύσει ο Σάκης Ρουβάς στη συναυλία «90 χρόνια Μίκης Θεοδωράκης», που θα πραγματοποιηθεί στις 2 Μαΐου στη Νέα Σμύρνη.
Σε πολλούς από εμάς τους νεότερους (ας πούμε λίγο μεγαλύτερους ή λίγο μικρότερους από τα 30), η εικόνα του Μίκη Θεοδωράκη μας παραδόθηκε από την αρχή θολωμένη. Από τη μία, η απόλυτη ταύτιση των παλαιοτέρων γενιών (που μπορεί να ήταν γονείς, συγγενείς, φίλοι γονιών, παλαιότεροι σύντροφοι ή οτιδήποτε) με το έργο και την πολιτική διαδρομή του συνθέτη, η μόνιμη συνοδεία της μουσικής του σε γεγονότα προσωπικά και πολιτικά, η αυτοτέλεια του θαυμασμού για τα έργα του. Και από την άλλη, η πρώτη απογοήτευση πολλών (για άλλους η απογοήτευση είχε έρθει πιο νωρίς) για την απόφασή του να εκλεγεί με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας το 1990 και να διατελέσει υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Επικρατείας. Αυτόν το θαυμασμό και αυτή την απογοήτευση τα κληρονομήσαμε ταυτόχρονα και στη συνέχεια τα εμπλουτίσαμε με δικά μας βιώματα και απόψεις. Ανακαλύπτοντας από την αρχή το έργο του ταυτιζόμενοι και εμείς, αλλά νοιώθοντας παράλληλα απόσταση σε κάποιες δηλώσεις ή πολιτικές θέσεις (φτάνοντας μέχρι τη Σπίθα), ή παλαιότερες συνεργασίες (Πάριος, Ρέμος κ.ά.).
Μυθοποίηση και απομυθοποίηση
Έχω την αίσθηση πως σε σχέση με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε μια διπλή κίνηση απονεύρωσης. Η ταυτόχρονη μυθοποίηση και απομυθοποίησή του. Από τη μία, τα αφιερώματα, οι διαφημίσεις, οι προσφορές στις εφημερίδες και μια σειρά άλλων τρόπων που περιέγραφαν τον συνθέτη ως μέτρο απόλυτο, ανέγγιχτο, ως κάτι το υψηλό, άνευ όρων, μουσειοποιημένο και μακριά από εκείνη την οικειότητα, την οικειότητα αυτή που στάθηκε δομικό κομμάτι της ζωής και του έργου του. Από την άλλη, η αντίστροφη πορεία, αυτή που περιελάμβανε τη μουσική του Θεοδωράκη σε θεάματα τύπου «Στην υγειά μας ρε παιδιά», που τον ενέτασσε με ποπ όρους στην πιο πρόχειρη καθημερινότητα, που αντέστρεφε την οικειότητα που περιγράψαμε πιο πάνω σε γειτνίαση με στοιχεία καθόλα ξένα. Στο διπλό, λοιπόν, αυτό πλαίσιο έρχεται να προστεθεί και η εκτέλεση του συνθέτη από τον Σάκη Ρουβά.
Το θέμα με τον Ρουβά δεν είναι αν ο ίδιος είναι καλός τραγουδιστής ή περφόρμερ (για μένα προσωπικά τίποτα από τα δύο δεν είναι, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης), το θέμα είναι πως ο Ρουβάς είναι το πασιφανές, φλύαρο και απαστράπτον σύμβολο ενός κόσμου. Ενός κόσμου πλαστικής ευημερίας και ελαφρότητας, άκρατης διασκέδασης και χαμηλών κριτηρίων, πολύχρωμης επιφάνειας και αχρωματοψίας περιεχομένου. Αν μας ξενίζει ή μας θλίβει η συγκεκριμένη συνεργασία, προκύπτει από αυτή τη γειτνίαση δύο κόσμων τελείως διαφορετικών (και για πολλούς από εμάς αντικρουόμενους).
Ο λαϊκός πολιτισμός
Ένα από τα μεγάλα κατορθώματα του Μ. Θεοδωράκη είναι πως κατάφερε να εξαφανίσει τα όρια ανάμεσα στην υψηλή και τη λαϊκή κουλτούρα, να φέρει την ελληνική ποίηση στα χείλη των ανθρώπων χωρίς να θέτει προϋποθέσεις. Μια ξεθυμασμένη εκδοχή της συγκεκριμένης κίνησης μοιάζει και η επιλογή του Ρουβά. Παρατηρούμε, όμως, μια σύγχυση πεδίων και όρων. Γιατί είναι άλλο ο λαϊκός πολιτισμός και άλλο η ποπ κουλτούρα, ακόμα και αν στη βιασύνη του λόγου ταυτίζονται. Και αυτό γιατί η ταυτότητά του λαϊκού πολιτισμού έχει σχέση με τη διάδοσή του, τα χαρακτηριστικά του όμως τα παίρνει από το βάθος της καταγωγής του. Ενώ αντίθετα η ποπ κουλτούρα, δεν αποτελεί απλώς υπερθετικό βαθμό αυτής της διάδοσης, αλλά ταυτόχρονα παίρνει τα χαρακτηριστικά της από αυτή την ίδια τη διάδοση (έτσι ώστε να την εξασφαλίσει αποκλείοντας ταυτόχρονα οποιοδήποτε άλλο κριτήριο).
Η απονεύρωση της συνέχειας
Όλη η σύγχυση, η έκπληξη και η αμηχανία για το συγκεκριμένο γεγονός έρχονται να στηθούν πάνω σε μια προϋπάρχουσα και πολλαπλά προβληματική κατάσταση. Από τη μία, η μυθοποίηση του παρελθόντος χωρίς όρους και εργαλεία, άκριτα και στο σύνολό της, που απονευρώνει τη συνέχεια, μικραίνει το παρόν και μας κάνει να αισθανόμαστε πως περπατάμε τα βήματα γιγάντων ανάξιοι για όποια αναμέτρηση, διαφωνία και δημιουργία με ίσους όρους. Από την άλλη, η ταύτιση της ποπ κουλτούρας με το ευτελές. Θέματα που αξίζει κανείς να αφιερώσει αυτοτελώς χώρο για αντιπαράθεση, κουβέντα και διαφωνία.
Το κακόηχο, λοιπόν, της συγκεκριμένης συνεργασίας, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από συμπύκνωση και καθρέφτισμα μιας συνολικής προβληματικής κατάστασης, με πολλές παρανοήσεις, συγχύσεις, εκπτώσεις και αλλοιώσεις. Το ευτυχές είναι πώς η συνεργασία αυτή, όσο και η προβληματική κατάσταση στο σύνολό της, δεν είναι ικανές να αλλάξουν ούτε την ομορφιά των τραγουδιών και των συνθέσεων του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά ούτε και την πολλαπλή μετριότητα του Σάκη Ρουβά.
(στην εφημερίδα Εποχή)