Ακολούθησε έναν τυχαίο δρόμο. Πιάσε τον από την αρχή και περπάτησέ τον μέχρι το τέλος του. Εναν οποιοδήποτε δρόμο. Τον δρόμο που μένεις, τον δρόμο που μεγάλωσες, έναν δρόμο που περπατάς πρώτη φορά. Ζήσε στο βήμα σου την απόκρημνη γεωγραφία της πόλης, την ταπεινότητα της δυσμορφίας των δρόμων, το απροσδόκητο της διαδρομής τους. Νιώσε στο βήμα σου το μέγεθος του αριθμού των βημάτων που έχουνε προηγηθεί. Τι βιώματα κουβαλούν αυτοί οι τοίχοι που εγκλωβίζουν τους δρόμους στο έξω; Και ο δρόμος, σκηνικό ποιων περιστατικών, σοδειά ποιων διαλόγων, διάδρομος ποιας οικειότητας; Εστω και στους πιο ασήμαντους δρόμους διακλαδώνεται εκείνο το τυχαίο περιστατικό που ονομάζουμε ζωή. Και ύστερα κοιτάς το όνομα του δρόμου μπας και συλλέξεις λίγες πληροφορίες για την ιστορία που κουβαλά. Στη σαρωτική γειτνίαση του ασήμαντου με το ιστορικά πομπώδες, της γεωγραφίας με την ιστορία, της αρχαιότητας με το τώρα μας, εκεί διασταυρώνονται οι δρόμοι μας και εκεί συναντιόμαστε όλοι.
Ποιος νονός μεθυσμένος μάς καταδίκασε σε αυτό το κακόγουστο αστείο των αναφορών, σε όλη αυτή την ανωνυμία των ονομάτων, την ακατανόητη σημειολογία των οδωνυμίων; Πάρε το σώμα σου και πήγαινέ το ολόκληρο στην οδό Ασωμάτων και ύστερα πάμε μαζί να μαζέψουμε αγίους και βουνά, τραγωδούς και δημάρχους, γαλάζιες ταμπέλες και λίμνες μπας και καταφέρουμε να ονομάσουμε το βίωμά μας.
Στην Αλεξάνδρας διασχίζω την απόσταση από την πλατεία Αργεντινής στην πλατεία Αιγύπτου και νιώθω κραταιός σαν υπερωκεάνιο (ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέμαι τι σόι δρομολόγιο είναι αυτό). Καμία ελπίδα στην Ευελπίδων, καμία γιατρειά στην Ιπποκράτους (πόσο μάλλον στην Ασκληπιού) και στη Χαριλάου Τρικούπη χρεοκόπησα. Η πλατεία Μαβίλη κατάπιε τα σονέτα της μαζί με ψωμάκια βρώμικου και άγαρμπα κρεμμύδια, η μόνη έξοδος στη Μεσολογγίου είναι βραδινή και γεμάτη μπύρα. Ηττημένοι στην οδό Νίκης και ξέπνοοι στην Αιόλου, βουλιάξαμε στη Βουλιαγμένης και δεν κλείσαμε μάτι στην Αναπαύσεως. Στη Σοφοκλέους συνάντησες όλη την τραγικότητα του Νομίσματος (αυτό παλιά), η Πειραιώς δεν σε έμαθε τίποτα για τον Πειραιά και η Αραχόβης απεχθάνεται το χιόνι. Αν είσαι στη Γαλατσίου, παρατηρήσαμε, τότε σίγουρα βρίσκεσαι στο Γαλάτσι (τι φαντασία ω θεοί!).
Αυτή η πόλη στοιχειωμένη από ξεχασμένους δημάρχους. Και τα ονόματα, με τη μηχανική τους χρήση μας υπενθυμίζουνε να ξεχάσουμε. Κοτζιά, Σπύρου Μερκούρη, Σπύρου Πάτση, Εμμανουήλ Μπενάκη, Καλλιφρονά. Σε ποια οδό κατοικούνε τώρα οι πεθαμένοι μας δήμαρχοι;
Μα ας κάνουμε ησυχία. Λίγο πιο κάτω τρεις οδοί συνωμοτούν. Είναι η Χέυδεν, η Κοδριγκτώνος και η Δεριγνύ. Για λόγους που μοναχά εκείνες ξέρουν ψάχνουνε τη Ναυαρίνου (ποιος έξυπνος την τοποθέτησε τόσο μακριά;). Μάταιος κόπος. Εξοργισμένες φτάνουνε στην πλατεία Βικτωρίας. Την εκθρονίζουν και βομβαρδίζουν τον σταθμό του ηλεκτρικού (μιας και βρήκα λίγο χώρο. Η οδός Τζωρτζ είναι ό,τι πιο γελοίο έχει κατοικηθεί στην Αθήνα). Συνεχίζεις τη Ναυαρίνου και βρίσκεσαι στη Σκουφά (δρόμος ιδιαίτερα ακριβός για έναν Φιλικό). Στρίβεις αριστερά στην ανηφόρα της Σίνα (ύπουλη ανηφόρα, σαν να ανεβαίνεις βουνό). Ανεβαίνεις και σκέφτεσαι:
«Το χειρότερο σε αυτά τα ονόματα είναι αυτή η γενική που σημαίνει ιδιοκτησία. Σαν οι δρόμοι να ανήκουν με τρόπο απόλυτο στα τυχαία αυτά ονόματά. Τι επιπτώσεις να έχει αυτός ο τυχαίος και απόλυτος εναγκαλισμός; Οι δρόμοι πρέπει να αλλάζουν συνεχώς όνομα σύμφωνα με τα βιώματα που κουβαλούν. Να μας θυμίζουν το πρόσφατο παρελθόν, που είναι και αυτό παρόν μας, ακόμη και αν δεν καταφέρουμε ποτέ να δώσουμε ραντεβού».
Ξέπνοος αρχίζεις να τρέχεις τους δρόμους τυχαία, κυνηγημένος από ονόματα και αναφορές, αναζητώντας λίγο νόημα σε κάτι απ΄ όλα αυτά. Ωρες μετά, λίγο κάτω από τον σταθμό Αττικής, θα βρεθείς στην οδό Πρεβέζης. Εκεί θα συναντήσεις μια απρόσμενη φιγούρα:
-Το ήξερα πως θα σε συναντήσω εδώ, Κώστα Καρυωτάκη. Είχες δίκιο όταν έγραφες «Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι/με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους»
-Εντάξει υπερέβαλα λίγο. Ποιητής βλέπεις. Να σε κεράσω έναν καφέ; Εχω δουλειά μετά.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου