Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Ο όρθιος θρήνος








Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
[...]
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.


Κώστα Βάρναλη, «Η Μάνα του Χριστού» (απόσπασμα)


Η εικόνα της μάνας που θρηνεί το πρόωρα χαμένο παιδί είναι μια εικόνα σπαρακτική. Αποτυπώνει τη χειρότερη εμπειρία που μπορεί να περάσει ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ολη την απώλεια, τη συντριβή, ως ενδεχόμενα για τον καθένα από εμάς.

Μέσα από την εικόνα αυτή ο θάνατος και η ζωή, οι αξίες και το μέτρο, αλλάζουν υπόσταση. Παύουν να είναι κάτι που στέκει μακριά, θολό και θεωρητικό, εξόριστο σε κάποια ενδεχόμενα.
Η εικόνα της μάνας που θρηνεί κάνει ό,τι αξίζει σε αυτή τη ζωή επείγον.

Η επέτειος των πέντε χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν αποτέλεσε μόνο την υπενθύμιση ενός εγκλήματος. Δεν αποτέλεσε επίσης μόνο μία προειδοποίηση για το γεγονός πως οι δολοφόνοι κυκλοφορούν έξω ελεύθεροι, πως αυτοί που τους ψήφισαν και αυτοί που θα τους ξαναψηφίσουν μένουν στα διπλανά μας σπίτια, περπατούν τους ίδιους δρόμους με εμάς, καταναλώνουν κομμάτια της κοινής ζωής μας.
Στη φετινή επέτειο κυριάρχησε η εικόνα της μάνας του δολοφονημένου. Γιατί μπορεί η Μάγδα Φύσσα να δίνει έναν αγώνα καθημερινά στα δικαστήρια, να έχει γίνει σύμβολο για μια ολόκληρη κοινωνία, αλλά η εικόνα της να φιλάει το άγαλμα του γιου της στο σημείο της δολοφονίας του και στη συνέχεια η εικόνα της με όρθιο ανάστημα στην κεφαλή της πορείας είναι εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες στην ιστορία αυτού του τόπου.

Ακόμα περισσότερο είναι εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες στη συνείδησή του. Γιατί μέσα από τις εικόνες αυτές ό,τι είναι ανθρώπινο σε μια κοινωνία στέκει απέναντι στον ναζισμό. Ο,τι μας κάνει να ανατριχιάζουμε στην εικόνα μιας μάνας που έχασε το παιδί της, ό,τι μας κάνει να συμπονούμε και να σφίγγουμε τα χέρια, ό,τι μας κάνει να χαμογελούμε και να δακρύζουμε, στέκει απέναντι. Και στέκει όρθιο.
Δείχνει τους δολοφόνους, χωρίς να φοβάται, χωρίς να λυγίζει, και αποδεικνύει το υλικό τους. Θρηνεί, μα δεν σκύβει.
Η εικόνα της Πιετά, η πιο αρχετυπική εικόνα και ενσάρκωση του θρήνου, θέλει τη μάνα καθιστή με τα χέρια ανοιχτά, το σώμα να περιγράφει την εξάντληση από τον πόνο, τη λύπη μαζί με την παραίτηση σε μια στιγμή που κάθε τι μοιάζει μάταιο.
Η στάση του σώματος υποδεικνύει πως όλα χάθηκαν, πως μετά τον θάνατο του παιδιού τίποτα δεν έχει σημασία.
Στην ανοιχτή αγκαλιά της κρατάει το σώμα του παιδιού, αλλά από τα χέρια της γλιστράει ολόκληρος ο κόσμος.
Και όμως, εδώ είμαστε μπροστά σε μια αλλιώτικη Πιετά, σε έναν θρήνο διαφορετικό. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια μάνα όρθια, που δεν ξεχνάει τον θρήνο της.
Αλλά μαζί τον μετατρέπει σε οργή και αίτημα δικαιοσύνης. Σε ένα αίτημα που ξεπερνάει και την ίδια και τον θρήνο και συνομιλεί με τον πυρήνα της κοινωνίας.
Γιατί η Μάγδα Φύσσα όρθια στον δρόμο είναι η δικαιοσύνη. Είναι η αλληλεγγύη. Είναι ό,τι ανθρώπινο έχει μείνει σε έναν κόσμο που νοσεί.
Ενας όρθιος θρήνος που κρατάει όρθια μια μολυσμένη κοινωνία.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια



[το θεατρικό αυτό έργο  ξεκίνησε αρχικά ως άρθρο. Στη συνέχεια κατέληξε να αποκτήσει μορφή θεατρικού κειμένου. Εξετάζοντας θέματα γύρω από τη μνήμη, την απώλειά της, την ύπαρξή της στην εποχή της απόλυτης καταγραφής, τη σημασία της στη δημιουργία και την αλλοίωση της ταυτότητας, την πολιτική και τη χρήση της, τα τραύματα που κρύβει και αναδεικνύει.
Ανέβηκε σε μορφή αναλογίου στο Maison de la poesie στο Παρίσι σε μετάφραση της Κλειούς Μαυροειδάκου και σκηνοθεσία Laurence Campet. Το ερχόμενο Σάββατο (22/9) το έργο θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μορφή αναλογίου στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν-Φρυνίχου στις 20:30 στο πλαίσιο του Analogio Festival 2018]

Απόσπασμα:
(εικόνες μιλιταριστικού παρελθόντος. Παρελάσεις. Στρατιωτικά αντικείμενα και στρατιωτικές ενδυμασίες του παρελθόντος. Λεπτομέρειες, πλήθος. Παλιές φωτογραφίες. Φθαρμένος πόλεμος, ξεθυμασμένες κατακτήσεις.)
Η γυναίκα:
Το δέρμα του. Το χρώμα του. Το φύλο της επιθυμίας του.
Και εκείνος είπε: Τα αντικείμενα θυμούνται. Όλα τα αντικείμενα θυμούνται. Τα αντικείμενα μας πολεμούν.
Και εκείνος είπε: και μεις οφείλουμε να θυμόμαστε κάθε τι που μας πολέμησε.
Και εκείνος είπε: θυμόμαστε θα πει συνεχίζουμε. Και συγκροτούμε αυτό που μας συγκροτεί. Συναντούμε στο μέλλον το σημείο εκκίνησης μας.
Και εκείνος είπε: Η μνήμη είναι δύναμη και η δύναμη ένας τρόπος να κάνεις τους άλλους να θυμούνται. Να επιβάλλεσαι στην καταγωγή των γεγονότων ώστε να χειρίζεσαι τα γεγονότα. Να επιβάλλεσαι στις μορφές που προηγήθηκαν μέχρι να φτάσεις στην τώρα μορφή. Να επιβάλλεσαι στην κάθε διαδρομή ώστε να ελέγξεις το σημείο τερματισμού.
Και κείνος είπε: το νόημα είναι το νόημα αυτών που θυμάμαι. Το χρώμα αυτό που συναντώ μέσα στο δικό μου χρώμα. Αυτή η σημασία είναι ο πυρήνας μας.
Και κείνος είπε: Η φυλή μας είναι η μνήμη μας και η δύναμη μόνιμος απόγονός μας. Και μεις οφείλουμε να δίνουμε σε κάθε τι που έπεται το σχήμα αυτού που προηγείται. Η κίνηση απλώς επιβεβαιώνει τη σταθερότητά μας.
Και κείνος είπε: ορίζω τη μνήμη του σήμερα πάει να πει δίνω σχήμα στη μνήμη του αύριο. Κυριολεκτώ μονίμως πέρα από τα νοήματα. Γιατί τα νοήματα μου ανήκουν.
Και κείνος είπε: οφείλουμε διαρκώς να καταγράφουμε. Διαρκώς να συντηρούμε. Διαρκώς να ασκούμε τη δύναμη αυτή που μας επιτρέπει να μην εξαρτόμαστε από λέξεις ή από ανθρώπους. Οι λέξεις μας εμποδίζουνε να θυμηθούμε και οι άνθρωποι διαμορφώνουν τα γεγονότα μόνο αφού τα βιώσουν. Εμείς, οφείλουμε διαρκώς να καταγράφουμε ώστε να εξασφαλίσουμε πως μια μέρα τίποτα δεν θα είναι δυνατόν να ξεχαστεί.
Και κείνος είπε: όποιος ελέγχει τις πηγές ελέγχει και τα ποτάμια. Εμείς θα ορίσουμε τις ροές. Γιατί μόνο εμείς θυμόμαστε από πού ξεκίνησαν όλα.
Και εκείνος είπε: το να διοικούμε είναι το μόνο που γνωρίζουμε, το μόνο που θυμόμαστε. Και όσο θυμόμαστε θα συνεχίζουμε. Και όσο θυμόμαστε θα διοικούμε.
Και κείνος είπε
Με τη λευκή φωνή και το λευκό του δέρμα
Και κείνος είπε
Με μια μνήμη αντρική. Με την μνήμη να έχει το χρώμα, το φύλο, την όψη του
Και κείνος είπε
Με φωνή που κατέκτησε και με φωνή που επέβαλε.
Και κείνος είπε
Με τη φωνή του ρίζα όλων των πραγμάτων που ακούγονται
Είπε.
Είπε.
Εκείνος είπε.



Συντελεστές
Συγγραφέας : Θωμάς Τσαλαπάτης
Σκηνοθέτης : Νικόλ Δημητρακοπούλου
Ερμηνεία : Αμαλία Καβάλη, Κίττυ Παϊταζόγλου, Λουκία Πιστιόλα
Σκηνοθεσία Εικόνας: Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος
Φωτιστικός Σχεδιασμός : Νίκος Βλασσόπουλος
Μουσική – Ηχητικός Σχεδιασμός: Μανόλης Μανουσάκης
Βοηθός Σκηνοθέτη : Άλκηστης Νικολαΐδη
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Αντιγόνη χωρίς τάφο


Τη ζωή της πέρασε μέσα στην ορθοστασία της αναμονής. Ευθυτενής, μονίμως περιμένοντας τη στιγμή εκείνη να έρθει. Ακαμπτη, σαν άνθρωπος που δεν θέλει να ξοδέψει δυνάμεις σε πράξεις περιττές.
Χτίζοντας από την αρχή έναν σκοπό για μια γυναίκα, έναν στόχο για μια ζωή. Γυμνάζοντας το σώμα και το πνεύμα της με βάση όσα της επέβαλε ο προορισμός. Το χρέος. Κουρδισμένη από την επιλογή ενός Πρέπει. Ετοιμη να πράξει το καθήκον, κουβαλώντας τη δική μας δειλία, το δικό μας λίγο, την αδυναμία μας. Που ενώ ξέραμε τι είναι ορθό δεν θα μπορούσαμε να το σηκώσουμε.
Αυτή όμως καθηλωμένη στην αρετή της, ανάπηρη μέσα στην περηφάνια της, στη μελλοντική δόξα από τις πράξεις που τελικά δεν ήρθαν. Μια ηρωίδα πριν πράξει κάτι το ηρωικό. Αλαζονική μες στη λιτότητά της. Αθάνατη πριν απ' τον θάνατο. Ετοιμάζοντας την αυτοθυσία στο δικό μας όνομα σε μέλλοντες που δεν συντελέστηκαν.
Και ο σκοπός δεν έφτασε ποτέ. Οι μάχες έληξαν πριν δοθούν. Χωρίς σύγκρουση, χωρίς νεκρούς, χωρίς ηρωισμούς.
Με γραπτές διαπραγματεύσεις και συναντήσεις σε γραφεία. Κανένας στρατός δεν άπλωσε μπροστά στα τείχη των Θηβών. Η Ιστορία θυροκολλήθηκε.
Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Μια σύγκρουση που έμεινε να εκκρεμεί. Να γυρίζει τους δρόμους της πόλης. Σαν καχυποψία, σαν αδερφική αντιπάθεια. Λόγια κρυφά σε οικογενειακό τραπέζι. Χωρίς εξάρσεις. Χωρίς τάφους. Χωρίς ευκαιρίες για θυσίες και ηρωισμούς.
Ο Κρέοντας αποδείχθηκε ένας γραφειοκράτης. Ενας ακόμα που απλώς ήθελε να κάνει τη δουλειά του. Να είναι αποτελεσματικός χωρίς πολλές συγκρούσεις, διεκπεραιωτής της ερμηνείας του συμφέροντος. Δικό του. Δικό μας. Λίγο ασχοληθήκαμε. Θα φύγει και αυτός όπως οι προηγούμενοι και οι επόμενοι.
Και ο Αίμονας. Ενας ευνοημένος. Ενας υποστηρικτής της κανονικότητας του περάσματος του χρόνου. Ολα να πλέουν απάνεμα μέχρι τα γερατειά. Μια όρθια ενόχληση, να μουρμουρίζει και να παραπονιέται όπως κάποιος που ποτέ του δεν στερήθηκε. Και τελικά το μόνο που εκείνη κατάφερε ήταν αυτό. Μια απόρριψη εκείνου που όλοι αποδέχονταν, σαν να 'χε κληρονομικό δικαίωμα στην κατάφαση.
Και τώρα είναι σιωπή. Μονίμως ξαφνική σιωπή. Κοιτά απ' το παράθυρό της. Την πόλη να συνεχίζει την τυχαία πορεία της στον χρόνο. Μια τυχαία Θήβα στους αιώνες.
Την πόλη αυτή που αγνοεί τη θυσία που αυτή θα μπορούσε να της προσφέρει. Τη δύναμη που θα απελευθέρωνε όταν θα την καλούσε να πράξει το σωστό. Τον μύθο αυτόν που θα μάθαινε στις επόμενες γενιές το κουράγιο, την ηθική και την ακεραιότητα, την αγάπη. Γεννήθηκα για ν’ αγαπώ και ν' αγαπιέμαι...
Μια Θήβα τυχαία που από άγνοια την καταδίκασε θνητή, μονίμως γερασμένη να γερνά. Αποχαιρετώντας ένα ένα τα πρόσωπα που φεύγαν. Χωρίς προδοσίες, με το καθήκον τους σιδερωμένο ώς το κολάρο σε πράξεις μικρές, υποχρεώσεις των ανθρώπων, αναμονή σε πρωινή ουρά μπροστά στο γκισέ. Περνούν και τώρα. Αποχαιρετισμοί από αρρώστια κακή ή γηρατειά. Τίποτα αιχμηρό. Καμία απόφαση. Περιβάλλον από βαμβάκι.
Η Ισμήνη, ο Αίμονας, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Σε μνήματα μέσα στην πόλη των Θηβών. Κάτω από λουλούδια σαπισμένα και καντήλια. Να γερνούν τώρα μέσα στη μνήμη. Ο Κρέοντας τελευταίος απ' όλους. Σαν να 'δινε μαζί της έναν αγώνα χρόνου. Εναν αγώνα σιωπηλό που κανείς δεν ομολογούσε. Κανείς δεν ενδιαφερόταν.
Τώρα όλο το ανθρώπινο τη συναντά. Και κάθε τι καθημερινό γίνεται αβάσταχτο. Οι μικροί συμβιβασμοί για να τελειώσει η μέρα, οι συνήθειες, οι τελετουργίες της ρουτίνας. Οι μικρές αδυναμίες, κυρίως αυτές. Και το σώμα, η μεγαλύτερη ανάμεσά τους. Το σώμα, μια υπόσχεση που δεν δόθηκε, αλλά κρατήθηκε.
Ολο το σώμα που πέρασε μέσα απ' τα δάχτυλά της και δεν το άγγιξε. Και ο σκοπός, ατόφιος να την απορρίπτει ακόμη. Να γελά μαζί της για τη γερασμένη της ηλικία, τις υποσχέσεις της που δεν συνάντησαν την εκπλήρωσή τους. Ο σκοπός να στέκει τώρα ευθυτενής μπροστά στην κυρτή της όψη.
Πώς πέρασαν όλα. Πώς πέρασαν όλα ανεξέταστα.
Και είναι το ανθρώπινο αυτό, η πιο μεγάλη καταδίκη.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Ένας ποιητής, ένα ποίημα: μνήμη Γιάννη Κοντού



Μιλάει ο δράκος στον Άγιο Γεώργιο

Όλες οι αγιογραφίες δείχνουν ότι θα με σκοτώσεις. Είναι απόγευμα, τα λέπια μου λάμπουν. Τρώω μόνο χορτάρι του φεγγαριού. Αίμα δεν είδα ποτέ. Ζεσταίνω τα αυγά της πολιτείας, βλέπουν οι κάτοικοι μερικούς εφιάλτες. Αυτά είναι όλα που κάνω –τα άλλα είναι ψέματα. Όσο για την κοπέλα και τα νερά που έχω φυλακισμένα, δες και μόνος σου: εδώ είναι κήπος με κοντές μηλιές και φράουλες που δεν δοκίμασα. Τώρα μόνοι και αντικριστά. Είναι Παρασκευή, οι πορσελάνες των προσώπων μας νυχτώνουν απότομα. Βλέπω τη σκέψη σου αγκάθι στον ουρανό. Βλέπω ακόμα τη μαύρη μπέρτα σου να ανοίγει και να με σκεπάζει, όπως σηκώνεις το χέρι με το κοντάρι. Αν ήτανε διαφορετικά τα πράγματα, μπορεί να ήμουνα σκύλος στην αυλή σου. Στις ζωγραφιές έχω φτερά με πράσινες μεμβράνες. Δεν πέταξα ποτέ. Σέρνομαι με πρησμένη την κοιλιά στο χώμα μετατοπίζοντας τη θάλασσα προς το βουνό. Εκείνη τη στιγμή έσπασε στο τζάμι της φωνής σου μπήγοντας το κοντάρι στα πλεμόνια μου, φτάνοντας μέχρι την καρδιά. Πηχτό αίμα τινάχτηκε, έβαψε τα ασημένια παπούτσια των αγγέλων που στέκονταν πίσω από σένα σε δυο σειρές και γέλαγαν. Έβγαλα το τελευταίο σφύριγμα –σύρμα νίκελ του τρόμου. Ωρίμασαν τα μήλα του κήπου και έπεσαν στα πόδια σου. Σήκωσες τα μάτια στον ουρανό και έγινες άγιος. Τα νύχια μου γαντζωμένα στο χώμα αναδίδουν μουσική και μύρο. Έκλεισα τα μάτια και είδα.
Γιάννης Κοντός, «Ανωνύμου μοναχού», 1985


Στέκουν όλα εκεί τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Γιάννη Κοντού και τα ποιήματά του, ο Γιάννης που δεν θέλει ούτε λιοντάρια ούτε ανθρώπους και το κλουβί των λιονταριών που συναντάς τυχαία ενώ πήγαινες στην τουαλέτα. Εδώ τα νύχια, η πόλη, οι δολοφόνοι, το αίμα και το χρώμα. Η επιθυμία για πτήση ακόμα και αν σέρνεσαι με την κοιλιά στο χώμα. Η ήπια προφορικότητα ακόμα και αν ειπώνεται από το στόμα ενός δράκου. Εδώ ο Γιάννης Κοντός και εδώ η ποίηση που γέννησε την ποίησή του.
Η παραμυθιακή διάσταση και η θυμοσοφία –χαρακτηριστικά τόσο κοινά σε τόσα ποιήματά του- θα δανειστούν την οικεία εικόνα του Αγίου Γεωργίου που σκοτώνει το δράκο. Η αντίθεση του Κοντού στην κυρίαρχη τάξη και αντίληψη θα πάρει τη μορφή της βεβαιότητας όλων των αγιογραφιών. Θα μπορούσαν να είναι κρατικά έγγραφα, δικτατορικές επιταγές και δημοκρατικές προστακτικές όλων των διευθυντών (που ο ποιητής έχει παιδικό όνειρο να εκτελέσει). Ο Άγιος Γεώργιος έχει στο ποίημα το μεγαλείο ενός φτερωτού δημοσίου υπαλλήλου που σκορπάει τον θάνατο. Ο μελαγχολικός σαρκασμός του ποιητή ενσαρκώνεται (για άλλη μια φορά σε πρώτο ενικό πρόσωπο) στην αποκατάσταση της αλήθειας από τον ίδιο το δράκο ενώ πεθαίνει. Η εξωστρέφεια των μορφών πίσω από την οποία κρύβεται ο ποιητής και οτιδήποτε προσωπικό, εδώ έχει τη μορφή ενός παρεξηγημένου τέρατος.
Ο ανθρωπομορφισμός του προφορικού δράκου θα μιλήσει για τα δικά μας σώματα. Τα λέπια μας που λάμπουν, την πρησμένη μας κοιλιά, τα άχρηστα φτερά μας. Το δικό μας σώμα απειλεί ο άγιος με τις βεβαιότητες του. Και μαζί το χορτάρι του φεγγαριού, τα αυγά της πολιτείας, το σούρσιμο που μετατοπίζει τη θάλασσα προς το βουνό. Την ίδια την ποίηση, ενώ τα μήλα πέφτουν στα πόδια του, ενώ εκείνος στρέφει τα μάτια προς τον ουρανό.
Ο ποιητής σκηνοθετεί με τρόπο εικαστικό. Δημιουργεί αποστάσεις ανάμεσα στα σώματα για να τις εκμηδενίσει την κατάλληλη στιγμή, στύβει χρώμα μέσα από τις λέξεις βάφοντας τα ασημένια παπούτσια των αγγέλων. Και ορίζει την αρχιτεκτονική του καταληκτικού στίχου που κάνει το ποίημα να αρχίζει και πάλι από την αρχή αυτή τη φορά με την ένταση του ερωτήματος: τι είδε ο δράκος μόλις έκλεισε τα μάτια; Αυτή θα μπορούσε να είναι μια ερώτηση και για ολόκληρη την ποίηση του Γιάννη Κοντού.
Μια ποίηση που μίλησε για το παράλογο και το άδικο, μέσα από μια ατελείωτη ευρηματικότητα και ένα σφιχτό στίχο, μέσα από απροσδόκητα τινάγματα και μια αστείρευτη εικονοποιία εξωτερικών μορφών και εσωτερικών χώρων. Για το βίωμα και τα γεγονότα, τον άνθρωπο και την εποχή. Για την ανθρώπινη οδύνη που τελικά απορρίπτει τον άγιο και εξυψώνει το δράκο μέχρι την αγιοσύνη.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Μαύρο φως


Μέρες μετά βλέπεις όσα μένουν πίσω. Η φωτιά φτάνει στο λόφο λίγα μέτρα πάνω απ’ το λιμάνι της Ραφήνας σαν δίψα που τρέχει προς τη θάλασσα να σβήσει τον εαυτό της. Η μυρωδιά είναι βαριά, η στάχτη ακόμα γυρίζει στην ατμόσφαιρα, αποκαΐδια, κομμάτι από κάτι πέρα μακριά, ελικόπτερα περνούν ίσα πάνω από το έδαφος. Εδώ ο ορίζοντας είναι χαμηλός σαν το τοπίο να τον κουβαλά στους ώμους του και τα πόδια του να λυγίζουν. Στο πλοίο κοιτάς τη ρημαγμένη γη, τη ρημαγμένη θάλασσα. Προσπαθείς να καταλάβεις όσα έγιναν λίγες μόνο μέρες πριν. Ξέρεις πως ποτέ δεν θα ξανακοιτάξεις τα μέρη αυτά με τον ίδιο τρόπο. Και ακόμα περισσότερο ξέρεις πως και αυτά δεν θα σε κοιτάξουν με τον ίδιο τρόπο. Ο αέρας, μαζί με τη στάχτη κουβαλά και την ενοχή. Πέρα από τη λογική, πέρα από το αίτιο και το αιτιατό. Κάτι πλήγωσες και κάτι σε πληγώνει.
Καθώς απομακρύνεσαι βλέπεις το μαύρο να απλώνει κατά μήκος, να συνθέτει τη δική του φονική γεωγραφία. Το μαύρο ορειβατεί στην εκπνοή του βράχου. Εκείνο το μαύρο, μαύρο τα αχινού σε κοπάδι. Λίγο πιο δίπλα ένα εκκλησάκι, δυο τρία σπίτια σκόρπια βουτηγμένα στο λευκό σαν να προμηνύουν το πέλαγος, το ταξίδι, το φευγιό. Και λίγο πιο πέρα ένα τοπίο όμοιο με αυτό που καταστράφηκε, δέντρα πυκνά και χαμηλά λίγα σπίτια ανάμεσα, ξαφνικά περισσότερα, ξαφνικά πάλι δάσος. Τα πεύκα, το «καταραμένο δέντρο» για τους Ρωμαίους, οι οποίοι το απαγόρευαν στις κατοικημένες περιοχές. Εδώ πάλι, τη δεκαετία του ’60 υπήρξε συντονισμένη φύτευση πεύκων σε όλη τη χώρα. Στέκουν εκεί, μέσα στον εύφλεκτο ίσκιο τους, μελλοντικοί εμπρηστικοί μηχανισμοί καραδοκώντας. Λίγο πιο πέρα εκείνο το ξαφνικό τίποτα που ήρθε να ρυμοτομήσει.
Εδώ είναι σαν το φως να εγκαταστάθηκε. Είναι το φως αυτό στην πύκνωσή του, το φως που όταν το στύβεις βγάζει πυκνό σκοτάδι και όταν το αλέθεις σου χαρίζει στάχτη.
Το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να συμβεί σήμερα, τις μέρες που ακολουθούν τη μεγάλη καταστροφή και τη μεγάλη απώλεια, είναι να παραχωρηθεί η όλη συνθήκη στο παράλογο. Στον κακό καιρό, στην τύχη και στη μοίρα. Δεν υπάρχει τυχαίο στις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι ίδιες αποτελούν μια οργάνωση εξάλειψης του τυχαίου. Δεν υπάρχει συλλογική τύχη τόσων πολλών ανθρώπων. Τα γεγονότα αφορούν τους πολλούς. Μπορεί οι παράγοντες να είναι πολλοί και σύνθετοι, μπορεί τα αποτελέσματα να είναι δημιούργημα πολλών επιλογών σε διαφορετικούς χρόνους που συναντήθηκαν ξαφνικά προς μια πορεία καταστροφής. Οι ευθύνες είναι πολλές και ορατές. Ξεκινούν από το σήμερα και πηγαίνουν προς τα πίσω. Ξεκινούν από τη διαχείριση της στιγμής και φτάνουν μέχρι την πρόσφατη ιστορία. Και οι άμεσοι ή έμμεσοι ένοχοι είναι ορατοί. Αυτό που απαιτείται είναι μια έντιμη και ειλικρινής κουβέντα για όλα όσα συνέβησαν, για όλες τις ενδείξεις και τα στοιχεία. Για την πολιτική ευθύνη, για την ευθύνη του κράτους, για την ευθύνη της κοινωνίας. Κυρίως μια κουβέντα για το πώς θα εξαλειφθούν όλες αυτές οι καταστροφές στο μέλλον, ποιος θα είναι ο ριζικός σχεδιασμός που θα τις αποτρέψει. Μια κουβέντα που είμαστε όλοι σίγουροι πως δεν θα γίνει.
Υπάρχει κάτι που σκάβει τη μιλιά μέχρι την ανάσα σε τραγωδίες τέτοιας έκτασης. Ένα τράνταγμα στα θεμέλια, ένα μούδιασμα ακινησίας που σε ξεπερνούν και σε πετούν στη σιωπή. Αυτά στους ανθρώπους. Οι κοινωνίες όμως δεν σιωπούν, δεν παύουν. Η άμεση αλληλεγγύη και η αυταπάρνηση που επιδείχθηκε σε τέτοια κλίμακα τις επόμενες μέρες από πολίτες, είναι το μόνο πράγμα που σε κάνει να συνεχίζεις. Το μόνο πράγμα σε μια βαθιά άρρωστη κοινωνία με ένα ξεχαρβαλωμένο κράτος που σχεδόν πάντα στέκει κατώτερο των περιστάσεων. Το ζήτημα είναι πώς αυτή η αλληλεγγύη θα γίνει από ένστικτο και αντανακλαστικό πολιτική. Μια πολιτική που δεν θα περιορίζεται στην έκτακτη ανάγκη αλλά θα ταυτίζεται με τις ανάγκες των ίδιων των ανθρώπων. Όλα τα άλλα είναι σιωπή.
Το τοπίο απομακρύνεται μαζί με το πλοίο. Ο χώρος προχωρά. Ο χρόνος όμως παραμένει σταθερός στην ίδια ημερομηνία. Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Σιδερένιοι άνθρωποι, χάρτινοι ήρωες


Η ται­νία Avengers: Infinity War, που αυ­τή τη στι­γ­μή παί­ζε­ται στους κι­νη­μα­το­γρά­φους, α­πο­τε­λεί ή­δη μια α­πό τις ε­πι­τυ­χη­μέ­νες ται­νίες ό­λων των ε­πο­χών, κά­νο­ντας ρε­κόρ ει­σ­πρά­ξεων στο ά­νοι­γ­μά της. Η ται­νία συ­γκε­ντρώ­νει με­ρι­κές δε­κά­δες σού­περ ή­ρωες, που ε­μ­φα­νί­στη­καν στις προ­η­γού­με­νες 18 ται­νίες της σει­ράς που ε­ντά­σ­σε­ται στο Marvel Cinematic Universe. Η ται­νία συ­γκε­φα­λαιώ­νει ό­λες τις προ­η­γού­με­νες με πε­τυ­χη­μέ­νο τρό­πο (ό­πως πε­ρι­γρά­φουν ό­λοι οι κρι­τι­κοί) και δια­χει­ρί­ζε­ται σω­στά το α­τε­λείω­το πα­νη­γύ­ρι των υ­πε­ρά­ν­θρω­πων. Το francise των ται­νιών της Marvel α­πο­τε­λεί την πιο πε­τυ­χη­μέ­νη σει­ρά ται­νιών ό­λων των ε­πο­χών (με υ­πε­ρ­δι­πλά­σια κέ­ρ­δη α­πό το δεύ­τε­ρο της λί­στας, το Star Wars). Η ε­ρώ­τη­ση που προ­κύ­πτει εί­ναι: «Τι τους χρεια­ζό­μα­στε τό­σους υ­πε­ρή­ρωες;»
Το α­ρ­χέ­τυ­πο του υ­πε­ρά­ν­θρω­που πλη­σιά­ζει την η­λι­κία του ε­νός αιώ­να. Παί­ρ­νο­ντας τη σκυ­τά­λη α­πό τους ή­ρωες των πα­ρα­μυ­θιών, οι πρώ­τοι μα­ζι­κοί ή­ρωες υ­πή­ρ­ξαν κα­νο­νι­κοί ά­ν­θρω­ποι με ο­ξυ­μέ­νη κά­ποια ι­κα­νό­τη­τα. Μέ­σα στις πρώι­μες αυ­τές πι­να­κο­θή­κες ξε­χω­ρί­ζει ως μα­κράν πιο πε­τυ­χη­μέ­νος ο Σέ­ρ­λοκ Χο­λ­μς, με μό­νη του δύ­να­μη την ι­κα­νό­τη­τά του να λύ­νει γρί­φους και αι­νί­γ­μα­τα. Οι ή­ρωες με τις υ­πε­ρά­ν­θρω­πες δυ­νά­μεις δη­μιου­ρ­γή­θη­καν και κα­το­χυ­ρώ­θη­καν στη λε­γό­με­νη «χρυ­σή ε­πο­χή» των κό­μι­ξ, δη­λα­δή στα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ‘30 μέ­χρι και το 1950. Πο­λ­λοί α­πό του ή­ρωες που κυ­κλο­φο­ρούν στις ται­νίες των τε­λευ­ταίων ε­τών, ό­πως ο Superman, ο Bat­man, ο Captain Ame­ri­ca και η Wonder Wo­man, γε­ν­νή­θη­καν και με­σου­ρά­νη­σαν α­κρι­βώς ε­κεί­νη την πε­ρίο­δο. Κα­τά την «α­ρ­γυ­ρή πε­ρίο­δο» (μέ­χρι το 1970) των κό­μι­κς οι υ­πε­ρή­ρωες ά­ρ­χι­σαν ή­δη να πα­ρα­κ­μά­ζουν (πα­ρό­λο που πα­ρέ­μει­ναν κυ­ρία­ρ­χοι των κό­μι­κς), ε­νώ κα­τά την χά­λ­κι­νη πε­ρίο­δο (μέ­χρι το 1985) οι ή­ρωες αυ­τοί θα α­πο­κτή­σουν πιο α­ν­θρώ­πι­να και πιο σκλη­ρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, σε πλο­κές που θα πε­ρι­λά­βουν το ρα­τσι­σμό, τα να­ρ­κω­τι­κά, τον α­λ­κοο­λι­σμό, την οι­κο­λο­γι­κή κα­τα­στρο­φή κ.ά. Η ση­με­ρι­νή πε­ρίο­δος, η μο­ντέ­ρ­να ε­πο­χή των κό­μι­κς, εί­ναι σύ­ν­θε­τη και πο­λυε­πί­πε­δη με ε­πα­να­σχε­δια­σμό πα­λαιο­τέ­ρων η­ρώων, λο­γο­τε­χνι­κές α­ξιώ­σεις, τε­λείως α­πο­μα­κρυ­σμέ­νη α­πό τη μο­νο­κό­μ­μα­τη θε­τι­κό­τη­τα των πρώ­των χά­ρ­τι­νων η­ρώων. Προς τι, λοι­πόν, αυ­τή η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ε­πι­στρο­φή στην α­πλοϊκό­τη­τα μιας πε­ρα­σμέ­νης πε­ριό­δου;

Οι σού­περ ή­ρωες εί­ναι η δι­σ­διά­στα­τη ε­κ­δο­χή της πρα­γ­μα­τι­κό­τη­τάς μας. Η τρί­τη διά­στα­ση που πε­ρι­σ­σεύει στον κό­σμο τους, εί­ναι το δι­κό μας βλέ­μ­μα, η προ­σ­δο­κία και η α­πο­γοή­τευ­σή μας.
Ο υ­πε­ρά­ν­θρω­πος α­πο­τε­λεί την ε­πι­στρο­φή της α­πλό­τη­τας σε έ­να σύ­ν­θε­το κό­σμο, μια α­πό­λυ­τη κα­τά­στα­ση μέ­σα σε έ­να σύ­ν­θε­το σχε­τι­κι­σμό, που φέ­ρ­νει και πά­λι την ε­πι­λο­γή α­νά­με­σα στο κα­λό και στο κα­κό στο προ­σκή­νιο με η­θε­λη­μέ­να μα­νι­χαϊστι­κούς ό­ρους. Μια α­δρή γρα­μ­μή πά­νω σε έ­να ψη­φι­δω­τό χά­ος. Ο σού­περ ή­ρωας εί­ναι η προέ­κτα­σή μας, η προ­σ­δο­κία ως πρα­γ­μα­τι­κό­τη­τα, το α­πί­θα­νο ως πι­θα­νό, η ε­πι­θυ­μία ως συ­μ­βάν και ο φό­βος ως κά­τι που πά­ντο­τε μπο­ρεί να λυ­θεί. Άλλω­στε, δεν ταυ­τι­ζό­μα­στε πο­τέ με τον ή­ρωα, α­λ­λά με αυ­τόν που βρί­σκε­ται πί­σω α­πό αυ­τόν, με την α­ν­θρώ­πι­νη φι­γού­ρα που βρί­σκε­ται πί­σω α­πό κά­θε μπά­τμαν και σπάι­ντε­ρ­μαν (γι’ αυ­τό ο Σού­πε­ρ­μαν εί­ναι ά­κρως α­ντι­πα­θη­τι­κός). Τον α­τε­λή αυ­τόν χα­ρα­κτή­ρα με τα προ­βλή­μα­τα και τους φό­βους, έ­ναν ό­μοιο με ε­μάς. Ο ή­ρωας δεν α­πο­τε­λεί τί­πο­τα ά­λ­λο α­πό την ε­ν­σά­ρ­κω­ση της λύ­σης που δί­νει στα κοι­νά μας προ­βλή­μα­τα.
Δεν εί­ναι τυ­χαίο πως το εί­δος προέ­κυ­ψε α­νά­με­σα στο 1938 (με τη γέ­ν­νη­ση του Σού­πε­ρ­μαν) και το 1941. Σε μια πε­ρίο­δο ό­που ο πό­λε­μος ή­ταν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα και η έ­κτα­σή του εί­χε την έ­κτα­ση του πλα­νή­τη. Σε έ­ναν πό­λε­μο ό­που για πρώ­τη φο­ρά τα ό­πλα ξε­πε­ρ­νού­σαν την α­ν­θρώ­πι­νη κλί­μα­κα και μπο­ρού­σαν να ε­ξα­φα­νί­σουν ο­λό­κλη­ρες πό­λεις. Ο ί­διος ο ά­ν­θρω­πος ως φα­ντα­σια­κή κλί­μα­κα ξε­πε­ρά­στη­κε. Οι ε­ν­σα­ρ­κω­τές των πα­ρά­δο­ξων δυ­νά­μεων θα κου­βα­λή­σουν μέ­σα τους την κλί­μα­κα της ε­πο­χής τους. Τό­τε που μια α­πλή κί­νη­ση μπο­ρού­σε να σβή­σει τα πά­ντα.
Η κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή έ­κρη­ξη του υ­πε­ρη­ρωι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου εί­ναι ο­μο­λο­γία της ε­πο­χής μας. Των ο­ρίων, των φό­βων και α­διε­ξό­δων της. Μια με­τα­τρο­πή της α­βε­βαιό­τη­τας σε πε­ρι­πέ­τεια και θέ­α­μα, με σκο­πό να διε­ρευ­νη­θεί, να ο­μο­λο­γη­θεί και να ξο­ρ­κι­στεί. Όπως για αιώ­νες συ­νέ­βαι­νε στα πα­ρα­μύ­θια, οι σύ­μ­μα­χοι και οι ε­χθροί μας μάς ξε­πε­ρ­νούν με τις μπέ­ρ­τες και την ε­ν­σα­ρ­κω­μέ­νη υ­πε­ρ­βο­λή τους, με τις δυ­νά­μεις και τα σύ­μ­βο­λά τους, με τα τρω­τά ση­μεία και τη λου­στρα­ρι­σμέ­νη τε­λειό­τη­τα τους, ε­κ­προ­σω­πώ­ντας μας σε έ­να φα­ντα­σια­κό πό­λε­μο που έ­χει ή­δη κη­ρυ­χτεί.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Το νόμιμο και το ηθικό


Η πρόσφατη υπόθεση του επιδόματος της Ράνιας Αντωνοπούλου έφερε και πάλι τις δύο λέξεις του τίτλου μας στο προσκήνιο, ως δυο λέξεις με αμφίβολη σχέση μέσα στο νόημά τους. Η προβληματική διαχείριση της υπόθεσης από την κυβέρνηση σε επικοινωνιακό επίπεδο —και μάλιστα λίγες μέρες μετά την κουβέντα στη βουλή για το σκάνδαλο Novartis— και η ακολουθία των πολιτικών εξελίξεων που έφερε μέχρι το διορθωτικό ανασχηματισμό, ορίζουν τη σημασία των φορτίων του νόμιμου και του ηθικού στη δημόσια σφαίρα και την πολιτική ζωή. Γιατί, αν τελικά μια νόμιμη, αλλά καθόλου ηθική στάση από έναν υπουργό μπορεί να φέρει πολιτικές εξελίξεις τέτοιου μεγέθους, καλούμαστε εκ των πραγμάτων να επαναπροσδιορίσουμε όχι τόσο τη νοηματοδότηση των λέξεων όσο τους όρους με τους οποίους αυτές υπάρχουν στην πολιτική σφαίρα.
Όταν η φράση αυτή εκστομίστηκε από τον Γιώργο Βουλγαράκη, εν μέσω σκανδάλων βατοπεδινών, είχε ως στόχο να περιγράψει την αθωότητά του. Στην πραγματικότητα, στη δεδομένη συγκυρία η υπόγεια διατύπωση της φράσης ήταν πως «ξέρω πως όλα αυτά μπορεί να είναι ανήθικα, αλλά τουλάχιστον είναι νόμιμα». Η φράση στη δεδομένη συγκυρία που διατυπώθηκε ήταν τόσο άστοχη, ώστε τελικά να μείνει παροιμιώδης (κάπως σαν το «λεφτά υπάρχουν» και το «μαζί τα φάγαμε»)· είχε όμως μία ακόμη επίπτωση: την καταγραφή του διαζυγίου της νομιμότητας και της ηθικής στο δημόσιο λόγο. Γιατί, αν θυμάστε την περίοδο εκείνη της διακυβέρνησης, το κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε κερδίσει τις εκλογές με βασικό σύνθημα την κάθαρση μετά το εκσυγχρονιστικό πάρτι της περιόδου Σημίτη. Η δεδομένη περίοδος στην οποία εκστομίστηκε η φράση ουσιαστικά σήμαινε την είσοδο της καραμανλικής Νέας Δημοκρατίας στην πινακοθήκη των μεγάλων σκανδάλων και σήμανε την πτώση της.

Ο κοινός τόπος για τη μη ηθική ακεραιότητα των πολιτικών σε συνδυασμό με την απόγνωση των ετών της κρίσης, ενισχυμένη στη συνέχεια από την απογοήτευση της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, δημιούργησε μια αίσθηση απόλυτης αντίθεσης ανάμεσα στους όρους της πρότασης. Πια, η κοινή αίσθηση είναι πως η νομιμότητα είναι το αντίθετο της ηθικής. Η παρανομία καταγράφεται ως μια όχι ακριβώς επιλήψιμη στάση (σε μια περίοδο ακραίων μέτρων και όλο και μεγαλύτερης πίεσης των πολιτών) και πως η επίκληση της νομιμότητας δεν είναι τίποτα άλλο από ένα τέχνασμα ώστε να κουκουλωθεί η ανηθικότητα του βίου του πολιτικού και των συνεργατών του. Σε αυτό, προφανώς, παίζει ρόλο και η απόλυτη απαξίωση της δικαστικής εξουσίας (ίσως μεγαλύτερη και από την πολιτική), η οποία ορίζει τη νομιμότητα ως μια χρήσιμη ομπρέλα ανηθικότητας.
Μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα απογοήτευσης και συχνά απελπισίας, πολιτικού αμοραλισμού εκ μέρους των ισχυρών και λαϊκίστικης απαξίωσης το σύνολο των θεσμών ορίζεται ως μια εξουσιαστική δύναμη που κατοχυρώνει μια παράλληλη ηθική που παρακάμπτει την τρέχουσα ηθική. Η νομιμότητα παίρνει την μορφή πράξεως επιβολής, την λειτουργία μιαw δύναμης της αριστοκρατίας να επιβάλει την ισχύ της με υπερβατικά επιχειρήματα που γεννούν ηθική από μόνα τους.

Όλο αυτό το εν μέρει δίκαιο και εν μέρει άδικο συνονθύλευμα περιγράφει μια μεγάλη απαξίωση. Και η απαξίωση αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί με επικοινωνιακά φιάσκα ή με μια συζήτηση γύρω από το νόμιμο και το ηθικό σε φιλοσοφική βάση. Δεν γιατρεύεται με παραιτήσεις υπουργών (οι οποίες σωστά έγιναν), δεν την ενδιαφέρει σε καμία περίπτωση το παρωχημένο «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς». Η απαξίωση μπορεί να διορθωθεί μόνο με συγκεκριμένες πράξεις και ακόμα περισσότερο με συγκεκριμένους νόμους. Όπως η αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Όχι με κοινοβουλευτικούς ρητορικούς μαξιμαλισμούς, αλλά με καθημερινές πρακτικές και συγκεκριμένες αποφάσεις. Γιατί πια η απαξίωση δεν αφορά ποτέ ένα πολιτικό πρόσωπο ή ένα κόμμα, αλλά προστίθεται στην ίδια την απαξίωση του συνόλου του πολιτικού συστήματος. Και φαντάζομαι πως όλοι μπορούμε να φανταστούμε που οδηγεί αυτή η απαξίωση.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τί­πο­τα δεν εί­ναι α­λη­θι­νό, ό­λα ε­πι­τρέ­πο­νται


Η φρά­ση του τίτ­λου α­πο­δί­δε­ται συ­χνά στον Hassan-i Sabbah, ι­δρυ­τή των Α­σα­σί­νων, στρα­τιω­τι­κο-θρη­σκευ­τι­κού τάγ­μα­τος α­πό τον 11ο μέ­χρι τον 13ο αιώ­να μ.Χ. Το ό­νο­μα του τάγ­μα­τος προέρ­χε­ται α­πό το χα­σίς που κα­τα­νά­λω­ναν οι στρα­τιώ­τες του τάγ­μα­τος, το ο­ποίο τους δι­νό­ταν ως μια πρό­γευ­ση για τις α­πο­λαύ­σεις που θα γεύο­νταν στους ου­ρά­νιους κή­πους που πε­ρι­γρά­φει το Κο­ρά­νιο, με­τά την ε­κτέ­λε­ση της α­πο­στο­λής τους.
Ο α­πό­λυ­τος σχε­τι­κι­σμός που δια­τυ­πώ­νει η φρά­ση πε­ρι­γρά­φει τη σχέ­ση του α­λη­θι­νού και του η­θι­κού. Σε μια συν­θή­κη που τί­πο­τα δεν έ­χει πραγ­μα­τι­κή υ­πό­στα­ση, κά­θε πρά­ξη εί­ναι νό­μι­μη. Δεν υ­πάρ­χουν τρο­χο­νό­μοι στη χώ­ρα των σκιών. Α­κό­μα και η δο­λο­φο­νία εί­ναι μια πρά­ξη που μπο­ρεί να εί­ναι χρή­σι­μη, αλ­λά δεν μπο­ρεί να πε­ρι­γρα­φεί ως κα­λή ή ως κα­κή. Στο γε­γο­νός αυ­τό συ­νη­γο­ρεί και η ε­πι­με­λώς σχε­δια­σμέ­νη δο­λο­φο­νία των η­γε­τών των εχ­θρών των Α­σα­σί­νων.
Το τάγ­μα των Α­σα­σί­νων ε­ξα­φα­νί­στη­κε κά­που τον 13ο αιώ­να. Η φρά­ση ό­μως έ­μει­νε να πλα­νά­ται και να πε­ρι­γρά­φει τα ό­ρια της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και της φα­ντα­σίας, τους ό­ρους της η­θι­κής και της α­λή­θειας.
Σή­με­ρα, με­τα­φερ­μέ­νη σε άλ­λο πλαί­σιο, η φρά­ση πε­ρι­γρά­φει με ε­ξαι­ρε­τι­κό τρό­πο και την κα­τά­στα­ση στην ο­ποία έ­χει πε­ριέλ­θει η πο­λι­τι­κή και η δη­μο­σιο­γρα­φία με την ε­πέ­λα­ση των Fake News τα τε­λευ­ταία χρό­νια σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα.
Όταν κα­μία εί­δη­ση δεν εί­ναι υ­πο­χρεω­τι­κό να εί­ναι α­λη­θι­νή, ό­λα δη­μο­σιεύο­νται.
Α­πό τη σχε­τι­κο­ποίη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας προ­κύ­πτει την ί­δια στιγ­μή και μια σχε­τι­κο­ποίη­ση της η­θι­κής της εί­δη­σης.
Ση­μα­σία και ε­δώ δεν έ­χει η ί­δια η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά η χρή­ση της, η ερ­γα­λεια­κή της υ­πό­στα­ση. Ο ο­ντο­λο­γι­κός της, ό­μως, σχε­τι­κι­σμός φέρ­νει στην ε­πι­φά­νεια και το η­θι­κό έλ­λειμ­μα που δη­μιουρ­γεί­ται. Κά­θε εί­δη­ση μπο­ρεί να δη­μο­σιευ­τεί αρ­κεί να εί­ναι χρή­σι­μη. Το γε­γο­νός αυ­τό δεν μας κα­θι­στά α­πλώς έκ­θε­τους στο ψεύ­δος, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να με­τα­μορ­φώ­νει την κά­θε εί­δη­ση σε δυ­νά­μει ψεύ­δος.

Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια πρό­χει­ρη φρά­ση, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πώς θεω­ρη­τι­κά η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της εί­δη­σης θα έ­πρε­πε να εί­ναι αυ­το­σκο­πός των μέ­σων ε­νη­μέ­ρω­σης στην προ­σπά­θειά τους να ε­νη­με­ρώ­σουν. Σή­με­ρα η φρά­ση αυ­τή α­κού­γε­ται σαν παι­δι­κή α­φέ­λεια. Μέ­ρα με την η­μέ­ρα το «fake»ταυ­τί­ζε­ται με το «news» σε τέ­τοιο βαθ­μό που σύ­ντο­μα η πρώ­τη λέ­ξη θα εί­ναι ά­χρη­στη, α­φού θα α­πο­τε­λεί κυ­ρίαρ­χο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ί­διας της εί­δη­σης.
Μια πα­ρά­με­τρος που συ­χνά ξε­χνά­με, εί­ναι πώς συ­νή­θως τα fake news κα­τα­σκευά­ζο­νται χω­ρίς δό­λο ή προ­σπά­θεια πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­σης. Η υ­φή της εί­δη­σης παίρ­νει σχή­μα μέ­σα α­πό τις τε­χνι­κές ε­πι­βο­λές και τους ό­ρους του κυ­ρίαρ­χου μέ­σου. Ο α­ντα­γω­νι­σμός τα­χύ­τη­τας των δια­φό­ρων ει­δη­σε­ο­γρα­φι­κών σάιτ εί­ναι ευ­θέως α­ντί­στρο­φος της δια­σταύ­ρω­σης της εί­δη­σης. Σε τέ­τοιο βαθ­μό, μά­λι­στα, ώ­στε το έ­να μέ­σο να ε­ξα­πα­τά το άλ­λο δη­μιουρ­γώ­ντας μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κα­τά πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που προ­σπα­θούν να με­τα­δώ­σουν. Ταυ­τό­χρο­να τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύω­σηςδη­μιουρ­γούν μι­κρό­κο­σμους που ε­πε­κτεί­νουν τον ε­αυ­τό τους στο ά­πει­ρο ή μάλ­λον μέ­χρι το ση­μείο αυ­τό που ο μι­κρό­κο­σμος θα ταυ­τι­στεί τε­λι­κά με τον πραγ­μα­τι­κό κό­σμο. Ε­δώ η ά­πο­ψη και η ο­πτι­κή του υ­πο­κει­μέ­νου που δια­χει­ρί­ζε­ται έ­να λο­γα­ρια­σμό, που ε­πι­λέ­γει φί­λους και μέ­σα ε­νη­μέ­ρω­σης που θα πα­ρα­κο­λου­θεί (ου­σια­στι­κά δη­λα­δή α­πό­ψεις και ο­πτι­κές ό­μοιες με τη δι­κή του), βα­φτί­ζε­ται α­ντι­κει­με­νι­κή α­λή­θεια. Ε­ντός της α­λή­θειας αυ­τής, το ο­ποιο­δή­πο­τε ψέ­μα, υ­περ­βο­λή ή σχό­λιο του μι­κρό­κο­σμου που πα­ρα­κο­λου­θεί, βα­φτί­ζε­ται εί­δη­ση. Αρ­κεί να συ­νη­γο­ρεί υ­πέρ της ά­πο­ψης του χρή­στη. Δεν εί­ναι τυ­χαίο πως σε πρό­σφα­τες έ­ρευ­νες στις Η­ΠΑ το με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό των ε­ρω­τη­θέ­ντων δή­λω­σε πως ε­νη­με­ρώ­νε­ται μέ­σω του Facebook, μέ­σω δη­λα­δή ε­νός δια­δι­κτυα­κού κα­φε­νείου χρω­μα­τι­σμέ­νου α­πό τις ε­πι­λο­γές του χρή­στη.
Η συν­θή­κη αυ­τή κά­νει την κά­θε εί­δη­ση έκ­θε­τη στο ψέ­μα. Και μα­ζί της με­τα­τρέ­πει και τον ί­διο το σκο­πό, το νό­η­μα και την ύ­παρ­ξη της ε­νη­μέ­ρω­σης ως κοι­νω­νι­κής δια­δι­κα­σίας. Η ά­με­ση χρή­ση και εκ­με­τάλ­λευ­ση των στοι­χείων αυ­τών α­πό και­ρο­σκό­πους πο­λι­τι­κούς, ό­πως ο Τρα­μπ και το ε­πι­τε­λείο του, ή το α­χώ­ρι­στο δί­δυ­μο Άδω­νι και Πορ­το­σάλ­τε δεν μπο­ρεί να δη­μιουρ­γεί μό­νο έ­να ζή­τη­μα γύ­ρω α­πό φτη­νές πο­λι­τι­κές τα­κτι­κές. Κα­θι­στά την κρι­τι­κή σκέ­ψη ά­χρη­στη, κα­τα­βα­ρα­θρώ­νει το δη­μό­σιο λό­γο σε μια σκια­μα­χία υ­πο­θέ­σεων και δια­βρώ­νει κά­θε α­πό­πει­ρα δια­λό­γου. Μέ­χρι και σή­με­ρα τα fake newsδη­μιουρ­γούν πο­λι­τι­κές ε­πι­τυ­χίες και φαί­νο­νται ά­τρω­τα. Και δεν εί­ναι δύ­σκο­λο να κα­τα­λά­βου­με πως βρι­σκό­μα­στε α­πλώς στην αρ­χή του φαι­νο­μέ­νου.
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυ­τό που προ­κύ­πτει εί­ναι έ­να δο­μι­κό πρό­βλη­μα δη­μο­κρα­τίας.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κοινωνιολογία, χέβι μέταλ και σατανισμός


Η δήλωση του Άδωνι Γεωργιάδη πως η κοινωνιολογία κάνει τα παιδιά αριστερά πήρε τη θέση του ανεκδότου της εβδομάδας, γεννώντας μια σειρά από σχόλια σε κάθε είδους μέσο. Και είναι, άλλωστε, λογικό, αφού αν εξετάσει κανείς τη φράση, τα στοιχεία που συναντά σε αυτή μυρίζουν ναφθαλίνη μιας συντήρησης παλαιάς κοπής. Η ίδια η διατύπωση στην υπεραπλουστευτικότητά της, στον αυτοματισμό της μηχανικής που περιγράφει (αυτό κάνει αυτό), στην απολύτως λειτουργική αντίληψη για το κάθε γνωστικό αντικείμενο ή πράξη, θυμίζει τη δοξασία πως «ο αυνανισμός κάνει τα παιδιά τυφλά». Ταυτόχρονα, η αντίληψη πως ένα ολόκληρο γνωστικό πεδίο και μια επιστήμη οδηγεί κάποιον σε κάτι αναπόφευκτο δείχνει το σκοταδισμό του αντιπροέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την αντίληψή του για το τι μπορεί να σημαίνει γνώση και τους όρους με τους οποίους πιστεύει ότι λειτουργεί η εκπαίδευση. Περιγράφοντας ουσιαστικά το εκπαιδευτικό σύστημα ως ένα μηχανισμό προπαγάνδας και υποβολής μηνυμάτων και αληθειών σε παρθένα αυτιά. Το κακό, όπως προκύπτει από τα λεγόμενα του, είναι πως αυτός ο (αποδεκτός) μηχανισμός μετατρέπει τα παιδιά σε αριστερούς και όχι σε δεξιούς, εθνικιστές ή έστω αγοραστές νανοβιονικών γιλέκων. Όλα αυτά θα ήταν σίγουρα αστεία εάν δεν ήταν απολύτως επικίνδυνα.

Η αντίληψη πως μια επιστήμη ταυτίζεται σε απόλυτο βαθμό με μια ιδεολογία βγαίνει κατευθείαν από τη ναζιστική Γερμανία. Περιορίζοντας τη γνώση ή ακόμα περισσότερο τον λόγο σε ένα εργαλειακό σκοπό που γεννά αυτομάτως κοινωνικά αποτελέσματα. Κάθε πεδίο γίνεται αποδεκτό ή απαράδεκτο ανάλογα με την κυρίαρχη ιδεολογία. Σήμερα μάθαμε για μια αριστερή επιστήμη. Με έναν τρόπο αφαιρετικό και απόλυτο. Με έναν τρόπο που θυμίζει μια παρόμοια απόφανση του 1933, όταν η Γερμανική Φοιτητική Νεολαία (σπουδάζουσα του ναζιστικού κόμματος) χαρακτήρισε εβραϊκή επιστήμη την ψυχανάλυση και τη σεξολογία (φρόντισε μάλιστα να κάψει το Ινστιτούτο Σεξουαλικών Ερευνών του Βερολίνου), ως παρακμιακή τέχνη το σύνολο του μοντερνισμού καίγοντας πίνακες των Γερμανών εξπρεσιονιστών και μαζί πίνακες του Πικάσο, του Ματίς και του Σεζάν ως «προσβλητικούς προς το γερμανικό συναίσθημα». Η αντίληψη πως υπάρχει ένας «επικίνδυνος» τομέας της σκέψης (όπου ο κίνδυνος είναι η αριστερά, ο σατανισμός, οι Ιεχωβάδες, διαλέξτε ελεύθερα) δεν περιγράφει μόνο ένα όριο που τίθεται σε σχέση με τη γνώση, την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης. Περιγράφει ένα απόλυτο όριο της δημοκρατίας και του διαλόγου εκεί όπου ο φανατισμός και η δοξασία προηγούνται και παγιώνονται έναντι οποιουδήποτε επιχειρήματος. Στην πραγματικότητα, η ρήση του αντιπροέδρου απευθυνόταν σε αυτά ακριβώς τα αντανακλαστικά. Δεν ήταν μια φράση που εξέφραζε γνώση ή πίστη, αλλά μια φράση που καλεί σε πόλεμο. Σε έναν πόλεμο που όντως έλαβε χώρα σε κανάλια και μέσα δικτύωσης όλη την υπόλοιπη εβδομάδα.

Είναι άλλωστε ενδεικτικό του δημοσίου λόγου η κατασκευή του δίπολου ανάμεσα στα λατινικά και την κοινωνιολογία. Και ενώ η συζήτηση υποτίθεται πως γίνεται πάνω στη βάση δύο μαθημάτων, ο δημόσιος λόγος κατασκεύασε μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο ολόκληρους τομείς γνώσεις. Και ταυτόχρονα τους έβαλε σε αντιπαράθεση. Σαν να ήταν δυο πράγματα μετρήσιμα και όμοια ώστε να μπορούν να αναμετρηθούν. Προσπαθώντας να περιγράψει πιο είναι το πιο χρήσιμο ή το πιο αποδοτικό. Ξεχνώντας πως το μάθημα των λατινικών δεν ταυτίζεται με το σύνολο της λατινικής βιβλιογραφίας, αλλά με κάτι αυτοσχέδια χαζοκείμενα και τρεις νταμιτζάνες λέξεις που ξεχνάς το καλοκαίρι μετά το σχολείο. Ανακαλώντας στερεότυπες φράσεις για τους πυλώνες του σύγχρονου πολιτισμού, ρητά αρχαίων σοφών και στερεότυπες φράσεις.
Και τελικά αν όλη αυτή η κουβέντα έχει κάποιο νόημα είναι για να δούμε σε τι βάσεις γίνεται η αντιπαράθεση, τι καλλιεργείται από ένα σαθρό εκπαιδευτικό σύστημα και πόσο προβληματική είναι η κουλτούρα του διαλόγου σήμερα. Χωρίς ανταλλαγή, χωρίς προσανατολισμό και τελικά χωρίς νόημα.
* Για του λόγου το αληθές ο αντιπρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανασκεύασε λέγοντας πως κατά βάθος εννοούσε τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η κοινωνιολογία στην Ελλάδα και όχι την κοινωνιολογία συνολικά ως επιστήμη. Μάλλον κάποιος τον ενημέρωσε πως φοιτητής κοινωνιολογίας ήταν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κι ὁ θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δεν χάνεται




Μα είναι ώρες που οι λέξεις δεν σε χωράνε. Κάτι πας να πεις, κάτι να γράψεις, ξανακοιτάς το χαρτί και είναι σιωπή. Τότε έρχεται εκείνο το καβαφικό «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως/ που κάπως ξέρεις από φάρμακα/νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω» και σε κάνει να ψάχνεις λόγια σε βιβλία που εκείνη τη στιγμή είναι και δικά σου λόγια. Με τον Θοδωρή, αρκετά παλαιότερα πριν η εφημερίδα μετακομίσει στην Αθηνάς, πηγαίναμε μετά τη συντακτική στα βιβλιοπωλεία, ψάχναμε βιβλία, κουβεντιάζαμε. Την Κυριακή, μετά την είδηση του θανάτου του, με έπιασε κάτι να διαβάσω ένα βιβλίο που είχα πάρει σε μια από αυτές τις γρήγορες εξορμήσεις. Φθαρμένο, παλαιοπωλικό, σχεδόν εξαντλημένο από τα παλιότερα βλέμματα που πέρασαν από πάνω του. Το «όταν έρχεται ο ξένος» του Γιάννη Ρίτσου σε αυτοτελή έκδοση (υπάρχει και στην «Τέταρτη διάσταση»). Το μακροσκελές ποίημα είναι ένα από τα ομορφότερα ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα τους τελευταίους αιώνες. Όμως για μένα, ακόμα περισσότερο είναι τα λόγια που θα ήθελα να γράψω τη στιγμή αυτή, σε αυτή εδώ τη γωνιά της Εποχής, αντικριστά από την τρίτη σελίδα της Εποχής, που θα ανήκει πάντα στον Θοδωρή Μιχόπουλο:

Όταν έρχεται ο ξένος

Ὅλα δικά μας – εἶπε ὁ Ξένος – ὅλα τοῦ κόσμου τούτου ! / Καὶ τοὺς νεκρούς μας τοὺς κουβαλᾶμε μέσα μας, / χωρίς ὁ χῶρος νὰ στενεύῃ, χωρίς νὰ βαραίνουμε∙ / συνεχίζουμε τὴ ζωὴ τοὺς ἀπ’ τὶς βαθειές στοές καὶ τὶς ἔρημες ρίζες, / τὴ δική τους ζωή, τὴ δική μας ἀκέρια μὲς στὸν ἥλιο. Τότε ἀκριβῶς εἶναι ποὺ γίνεται / μιὰ μεγάλη ἡσυχία, μιὰ μεγάλη διαφάνεια∙ / διακρίνονται πέρα τὰ γαλανά νησιά καὶ τὰ νησίδια ποὺ ποτέ ὣς τότε δέ φάνηκαν, / κι ἀκούγεται εὐδιάκριτα ἡ χορωδία τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ἀπ’ τὴν ἀντίπερα ὄχθη / – τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ποὺ φύγανε νωρίς, ἀφήνοντας / μισοτελειωμένη τὴν πρώτη τους συνομιλία μὲ μιὰ μαργαρίτα…
Σᾶς ἔλεγα, λοιπόν, πὼς δέν ὑπάρχει ὁ θάνατος – τελείωσε ὁ Ξένος, / ἥμερα, ἁπλά, τόσο ποὺ ἐμεῖς χαμογελάσαμε χωρίς δισταγμό, / δέ φοβηθήκαμε τοὺς σκεπασμένους καθρέφτες. Ἕνας τρίγωνος ἥλιος στὸν ἀπέναντι τοῖχο / εἶχε ἐπιμηκυνθῆ, φωτιζόταν ὁλόκληρο τὸ βορεινό δωμάτιο / ἀπὸ μιὰ μόνιμη ἀντανάκλαση… Μᾶς πῆρε τὸ ἄρωμα / ἀπὸ βουνά καρπῶν ποὺ ξεφορτῶναν στὰ μανάβικα. / Ἀκούσαμε τοὺς χτύπους στὸ γειτονικό σιδεράδικο καὶ τὰ τρὰμ ποὺ ἔστριβαν δίπλα στὰ κρεοπωλεῖα… // Εἴχαμε τὴν ἰσόρροπη αἴσθηση μιᾶς ἀφάνταστης εἰρηνικῆς συγκομιδῆς, / ἀπὸ μεγάλες, τετράδιπλες, ζαχαρωμένες ντομάτες, τοποθετημένες / μὲ προσοχή καὶ τάξη σὲ ὀρθογώνια καφάσια, ποὺ μεταφέρονταν / ἀπ’ τὶς ἀγροτικές περιοχὲς ἴσα στὶς ἀγορές τῶν πόλεων καὶ στὰ πολύβουα λιμάνια..- / πελώρια αὐτοκίνητα τρέχαν στοὺς ἡλιόλουστους δρόμους, / σὰ μυστικά ὁλοπόρφυρα βουνά… / Σηκωθήκαμε, / ξεσκεπάσαμε τοὺς καθρέφτες, κοιταχτήκαμε, / κ’ ἤμασταν νέοι πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, νέοι / ὓστερ’ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, γιατι ὁ χρόνος κι ὁ ἥλιος / ἔχουν τὴν ἴδια ἡλικία: τὴν ἡλικία μας! / Κι αὐτό τὸ φῶς δέν ἤτανε καθόλου ἀντικατοπτρισμός, / μὰ τὸ δικό μας φῶς, φιλτραρισμένο μέσα ἀπ’ ὅλους τους θανάτους! // Κι αὐτός ὁ Ξένος ἦταν ὁ πιό δικός μας!.. Οἱ γυναῖκες τοῦ ζέσταιναν νερό νὰ πλυθῆ, / οἱ ἄντρες βγῆκαν νὰ ψωνίσουν γιὰ τὸ τραπέζι. Τὸ πιὸ μικρό κορίτσι τοῦ σπιτιοῦ / ἔφερε παστρικές πετσέτες, ἕνα μικρό ρόδινο μοσκοσάπουνο, / ἕνα κύπελλο ζεστό νερό, τὸ μεγάλο πινέλο τοῦ ξυρίσματος, / καὶ τ’ ἀκούμπησε πλάι στὸν ὁλόγυμνο καθρέφτη. // Ὁ ἀτμός ἀπ’ τὸ ζεστό νερό χνώτιζε λίγο-λίγο τὸν καθρέφτη, σάμπως νὰ τὸν ἕντυνε καὶ πάλι, / καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ξένου, ποὺ ἄρχισε νὰ ξυρίζεται, / μὲς ἀπ’ τὶς σαπουνάδες θαμποφαίνονταν, μὲς στὸ ὄρθιο κρύσταλλο, / ἀγαθό, νεανικό καὶ μειλίχιο σὰν πρωινό φεγγάρι…

(στην εφημερίδα Εποχή)

Έαρ μικρό, έαρ βαθύ, έαρ συντετριμμένο*


Πάντοτε δυσπιστούσα για την άνοιξη. Αυτή η ακαθόριστη αίσθηση στις ανθισμένες βραγιές κι’ ένα ρίγος λεπτό κι’ οι φωνές των παιδιών στο γήπεδο όταν το απόγευμα διυλίζει το φως κι’ οι φίλοι μου να περιμένουν το καλοκαίρι, τι κι’ αν γινόταν αργότερα μια θάλασσα μεσημεριού με ξέθωρον ήλιο πετράδι δουλεμένο να φέγγει στη νύχτα. Πόλη μου αγαπημένη πολύβουη μα ερημική, πολύκοσμη μα απρόσιτη βιτρίνα νεωτερισμών ψευτίζοντας τη ζωή μας. Αυτή η θηλυκιά εποχή στιφή, παράξενη σα γριά, με τις εύκολες συζητήσεις την πολλή συνάφεια, τη λιγοστή κατανόηση, την απέραντη μοναξιά κι’ ο εφιάλτης πως κάποτε θα ξυπνήσουμε μη έχοντας τίποτε να πούμε ανάμεσα στα βήματα αυτά, πηγαίνουν και πάλι ξανάρχονται κι’ ύστερα σβήνουν στο διάδρομο· ανάβουνε το φως της σκάλας μα δεν ακούγεται κανείς.
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Επικίνδυνη ηλικία»
 

Η άνοιξη εισβάλει κάθε χρόνο με όλες τις συμπαραδηλώσεις της, με την απότομη θερμοκρασία της, με το ξαφνικό πέταγμα των λουλουδιών ακόμα και μέσα στην πόλη, με το σταδιακό γύμνωμα των σωμάτων να ξεμυτίζει από το κρύο. Η άνοιξη είναι πάντοτε εδώ για να διηγηθεί την παλιά της ιστορία, μια ιστορία που ξεπερνάει τον χρόνο, κρύβεται σε θρησκείες με διαφορετικές μορφές, διεκδικεί αλήθεια ζυμώνοντας φυσική και μεταφυσική στο ίδιο ζυμάρι.
Είναι γι’ αυτό που το Πάσχα υπάρχει πέρα από θρησκείες και χριστιανισμούς, πέρα από δόγματα και από παπάδες. Όλη αυτή η αίσθηση, φυτική και άυλη μαζί, σαν να κινείται αυτόνομα κάτω από το βήμα και κάτω από το τσιμέντο, μέσα στη φλέβα και μέσα στα κλαδιά. Αυτό που ο Σικελιανός περιγράφει μιλώντας για τον επιτάφιο: «κι όσες μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,/ ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν! -/πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο/ του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα/ που πόνεσε βαθιά;/ Γιατί κι ο πόνος/ στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,/ κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν/ απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν/ το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,/ και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες/ τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,/ τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια/ που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!»

Άδωνις, Χριστός και Διόνυσος, ο νεκρός της άνοιξης δεν έχει ταυτότητα, μόνο σώμα που υπόσχεται επιστροφή. Όπως η βλάστηση τεντώνεται μέσα από την παγωμένη ανάσα του χειμώνα, όπως τα πουλιά επιστρέφουν, όπως ο ήλιος πέφτει με άλλη αυτοπεποίθηση. Είναι η αισιοδοξία της φύσης ως παραμυθία για τους χειμώνες που πέφτουν και συνεχώς πέφτουν. Και κυρίως αυτή η αίσθηση, ανομολόγητη και αχαρτογράφητη, ειπωμένη μόνο πλαγίως δίπλα σε τελετουργικά και έθιμα που μας διαφεύγουν, αλλά μονίμως εκεί σαν κληρονομιά που ποτέ δεν μάθαμε πως μιλούσε για εμάς, η όπως θα την περιγράψει και ο Λειβαδίτης: «Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα, έκθαμβες ώρες, βαρειές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο που έφτανε ως τον πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα, κει κάτου, κει κάτου, μακριά, τους βραδυνούς ορίζοντες.»
Τις μέρες αυτές σκέφτομαι όλους αυτούς (μαζί τους και εγώ) που δεν βρήκαν καταφύγιο σε καμία μεταφυσική, που όλα τα λόγια έμειναν χωρίς αντιστοιχίες σε γεγονότα αλήθειες και συμβάντα. Την αλλοπρόσαλλη αυτή ανάταση που δεν εξαιρεί κανέναν και μέσα στην καθολικότητά της, μας μιλά και για μια κοινωνία που θα βγει από τον χειμώνα και θα σταθεί στα πόδια της, για σώματα που θα ανθίσουν ξανά ξαφνιασμένα, για τους κύκλους του είδους από το θάνατο στη ζωή και πάλι πίσω, σε μια συνέχεια που δεν σημαίνει, που δεν βρίσκεται στη γλώσσα, αλλά επιμένει να υπάρχει.
Και ο ποιητής Νίκος Καρούζος/ Γιάννης μέσα στο έαρ συνεχίζει να μάχεται με στήθος και με στίχους:
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα/ εποχή εχθρική/ ως το μυρωμένο βράδυ/ ως μέσα στα μεσάνυχτα./ Βγάλε ψυχή μου τραγούδι/ να πολεμήσω την Άνοιξη./ Ξένος είμαι στο σπίτι μου/ ξένος στους δρόμους/ με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.

*ο τίτλος του άρθρου είναι στίχος του Νίκου Καρούζου

(στην εφημερίδα Εποχή)

Η Μα­κε­δο­νία και ο φό­βος



ΜΟΥ­ΓΚΟ
Η μά­να μου δεν ξέ­ρει ελ­λη­νι­κά, κα­μιά
γλώσ­σα του κό­σμου δεν μι­λεί
Μάρ­κος Μέ­σκος, Μαυ­ρο­βού­νι

Eνας φό­βος πλα­νά­ται πά­νω α­πό την τρι­σχι­λιε­τή μας βε­βαιό­τη­τα, ο φό­βος της α­πώ­λειας της Μα­κε­δο­νίας. Και ό­ταν μι­λού­με για α­πώ­λεια, φυ­σι­κά μι­λού­με για κά­τι γε­νι­κό. Όχι α­κρι­βώς για ε­θνι­κά ε­δά­φη, ό­χι α­κρι­βώς για πό­λεις και χω­ρά­φια. Μι­λού­με για την α­πώ­λεια μιας υ­περ­βα­τι­κής κα­τά­φα­σης που συ­νη­γο­ρεί υ­πέρ του τί­πο­τα και υ­πέρ των πά­ντων ταυ­τό­χρο­να.
Έχει πο­λύ εν­δια­φέ­ρον να προ­σπα­θή­σεις να ε­ξη­γή­σεις το μα­κε­δο­νι­κό ζή­τη­μα σε κά­ποιον ξέ­νο φί­λο. Κά­ποιον κα­λο­προ­αί­ρε­το που προ­σπα­θεί να κα­τα­λά­βει. Ώρες με­τά, ο διά­λο­γος θα γυ­ρί­σει ε­κεί που ξε­κί­νη­σε, σε έ­να «δεν κα­τα­λα­βαί­νω» γε­μά­το α­πελ­πι­σία. Για­τί για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους που κοι­τούν τον χάρ­τη ό­ταν α­κούν για το μα­κε­δο­νι­κό ζή­τη­μα, η ε­ντύ­πω­ση που έ­χουν προ­κύ­πτει λο­γι­κά. Το με­γα­λύ­τε­ρο κρά­τος λο­γι­κά διεκ­δι­κεί ε­δά­φη α­πό το μι­κρό και το μι­κρό προ­σπα­θεί να α­μυν­θεί μέ­σα α­πό διε­θνείς νό­μους, ε­λισ­σό­με­νο α­νά­με­σα σε δια­φο­ρε­τι­κά διε­θνή συμ­φέ­ρο­ντα. Κα­νέ­νας α­κρο­α­τής δεν μπο­ρεί να α­ντι­λη­φθεί πιο εί­ναι το α­ντί­στρο­φο δια­κύ­βευ­μα, ποιος ο πραγ­μα­τι­κός λό­γος α­νη­συ­χίας και α­ντι­πα­ρά­θε­σης. Αλλά αν το σκε­φτού­με λί­γο πιο ει­λι­κρι­νά, θα θέ­σου­με στους ε­αυ­τούς μας και ε­μείς –έ­μπει­ροι μα­κε­δο­νο­λό­γοι σπου­δαγ­μέ­νοι α­πό τα τη­λε­ο­πτι­κά πά­νελ δε­κα­ε­τιώ­ν- το ί­διο ε­ρώ­τη­μα: ποιος εί­ναι ο φό­βος αυ­τός που βα­φτί­ζε­ται υ­πε­ρη­φά­νεια, ποιος ο φό­βος αυ­τός που κα­τα­σκευά­ζει έ­να πα­ρελ­θόν, ποιος ο φό­βος αυ­τός που κι­νη­το­ποιεί τα ε­θνι­κι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τό­σων πολ­λών για έ­να α­σή­μα­ντο (α­πό ά­πο­ψη ι­σχύος του «α­ντι­πά­λου»)αί­τη­μα;
Υπάρ­χει έ­νας φό­βος σκο­τα­δι­στι­κός και κα­κο­μοί­ρι­κος ό­ταν εν­σαρ­κώ­νε­ται. Από έ­ξαλ­λους πα­πά­δες και σκο­νι­σμέ­νους ε­θνι­κό­φρο­νες, α­πό φα­σί­στες ο­πα­δούς και ο­πα­δούς του φα­σι­σμού, έ­νας φό­βος α­νε­στραμ­μέ­νος που εκ­φρά­ζε­ται με παρ­δα­λές φο­ρε­σιές, α­νι­στό­ρη­τες ι­στο­ρι­κές διεκ­δι­κή­σεις, στο πε­ρι­θώ­ριο μιας φα­να­τι­κής πα­ρά­τας. Υπάρ­χει έ­νας φό­βος και μια α­γω­νία που δεν ξέ­ρω μέ­σα σε πό­σα στή­θη χτυ­πά (σί­γου­ρα ό­χι στο δι­κό μου), αλ­λά έ­χει την ει­λι­κρί­νεια και το στρα­βό σου­λού­πι της εμ­μο­νής. Ο φό­βος αυ­τός πως θα μας τα πά­ρουν (ποια; Κα­νείς δεν ξέ­ρει) ποια α­λή­θεια κου­βα­λά;

Η ό­λη συ­ζή­τη­ση για το Μα­κε­δο­νι­κό για να έ­χει έ­να υ­πό­βα­θρο α­ντι­πα­ρά­θε­σης, έ­πρε­πε να εν­δυ­θεί με γεω­πο­λι­τι­κά ε­πι­χει­ρή­μα­τα, με κου­βέ­ντες ι­στο­ρι­κής α­κρί­βειας, να πά­ει πί­σω στους μα­κε­δο­νι­κούς πο­λέ­μους και α­κό­μα πιο πί­σω στους αρ­χαίους Μα­κε­δό­νες. Σε αυ­τό συ­νέ­βα­λε η α­ντί­στοι­χη στά­ση των ε­θνι­κι­σμών και στις δύο πλευ­ρές των συ­νό­ρων. Αυ­τό, ό­μως, α­πο­τε­λεί την ε­πι­φά­νεια της ό­λης δια­δι­κα­σίας. Κά­τι σκο­τει­νό κο­λυ­μπά κά­τω α­πό τον πά­γο, κά­τι ά­μορ­φο χω­ρίς συ­γκε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και η καρ­διά χτυ­πά­ει ε­κεί κά­τω.
Εί­ναι ο φό­βος που προ­κύ­πτει α­πό τη δι­κή μας α­νε­πάρ­κεια (ας μην πα­ρε­ξη­γη­θεί αυ­τό το «μας». Δια­χω­ρί­ζει α­πλώς χο­ντρι­κά τις δύο μπά­ντες). Για­τί ό­σο και αν φου­σκώ­νου­με σαν διά­νοι, ξέ­ρου­με τι κε­νός λό­γος εί­ναι. Προ­κύ­πτει α­πό τη συ­ντρι­πτι­κή α­νά­γνω­ση του πα­ρό­ντος υ­πό το φως του πα­ρελ­θό­ντος. Από αυ­τή την έν­δο­ξη κα­τα­σκευή, που δεν έ­χει άλ­λο α­πο­τέ­λε­σμα α­πό το να α­πο­νευ­ρώ­νει κά­θε συν­θή­κη στο πα­ρόν. Από ό­λες τις αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κές ο­νει­ρο­φα­ντα­σίες, η ι­στο­ρία του Με­γά­λου Αλε­ξάν­δρου α­πο­τε­λεί άλ­λω­στε την πιο χο­ντρο­κομ­μέ­νη. Μια ι­στο­ρία που δεν μι­λά­ει για πο­λι­τι­στι­κά ε­πι­τεύγ­μα­τα, για στοι­χεία που μέ­χρι σή­με­ρα έ­χου­νε πα­ρόν, δεν μι­λά­ει καν για έ­να έν­δο­ξο κα­τόρ­θω­μα α­πέ­να­ντι σε έ­ναν κα­τα­κτη­τή εχ­θρό που ήρ­θε στη χερ­σό­νη­σο για να ε­πι­βά­λει. Μι­λά­ει για το μό­νο που ε­ξα­πλώ­θη­κε, για έ­ναν η­μί­θεο υ­πε­ρή­ρωα που κέρ­δι­σε πο­λέ­μους, που ε­πέ­βα­λε και κα­τέ­κτη­σε. Για κά­ποιον νι­κη­τή που κέρ­δι­σε τα πά­ντα και ύ­στε­ρα πέ­θα­νε. Ο μυ­θο­λο­γι­κός Μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος (και ό­χι ο άλ­λος, ο κά­τοι­κος της ι­στο­ρίας) α­πο­τε­λεί την υ­περ­θε­τι­κή ε­πι­βε­βαίω­ση της κά­θε ο­νει­ρο­φα­ντα­σίας, την πιο τρα­νή α­πό­δει­ξη ό­τι η Ελλά­δα εί­ναι το κέ­ντρο του κό­σμου. Μια ε­πι­βε­βαίω­ση δύ­να­μης, με­γα­λείου και κλη­ρο­νο­μιάς για ό­ποιον θέ­λει να συ­γκι­νη­θεί μα­ζί του. Εί­ναι το ε­θνι­κό με­γα­λείο στη μι­λι­τα­ρι­στι­κή του εκ­δο­χή, στο μύ­θο της ε­πι­βο­λής και της α­παί­τη­σης. Και ταυ­τό­χρο­να, στην α­ντι­στρο­φή του, εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη α­φή­γη­ση της σύγ­χρο­νής μας α­νε­πάρ­κειας.
Κα­νέ­νας ε­θνι­κι­σμός και κα­μία πα­τριω­τι­κή έ­ξαρ­ση δεν μας γεν­νούν συ­μπά­θεια. Υπάρ­χει, ό­μως, στο βά­θος μία λύ­πη. Λύ­πη για ό­λες τις α­νε­πάρ­κειες που κω­δι­κο­ποιού­νται, α­ντι­στρέ­φο­νται και γί­νο­νται ση­μαία στο πα­νη­γύ­ρι των κραυ­γών. Για ό­λο το λί­γο που χά­νε­ται πα­ρι­στά­νο­ντας το πο­λύ. Για ό­λη την α­νε­πάρ­κεια που θα μας συ­ντρο­φεύει επ’ ά­πει­ρον ντυ­μέ­νη με κου­ρέ­λια με­γα­λείου.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι με ένα κρότο, αλλά με ένα tweet



Το συναίσθημα αυτό, μιας αδιόρατης αναμονής για γεγονότα που περιέχουν το άπαν, όλη αυτή η τροφοδοτούμενη αναμονή για αποκάλυψη, για μετακίνηση βουνών και εδαφών, φούσκωμα των θαλασσών, φωτιά, φωτιά, φωτιά. Τις τελευταίες εβδομάδες κοιτάζουμε κάθε πρωί τα εξώφυλλα των εφημερίδων με φόβο, περιμένοντας ένα απροσδόκητο που προσδοκούμε, το σήμα του τέλους. Κι όμως η αντιπαράθεση και η διπλωματία που ορίζουν όλες τις ισορροπίες μοιάζουν να μεταφέρθηκαν σε οξύθυμα πληκτρολόγια, να θυμίζουν διαδικτυακούς σκυλοκαβγάδες και καταγγελτικά στάτους στο facebook.
***
Ο ψυχρός πόλεμος μπήκε στα μικροκύματα. Ξαναζεσταμένος σαν επανάληψη, ξεθυμασμένος σαν ανοιγμένη από καιρό κονσέρβα, επικίνδυνος σαν σκουριασμένη απειλή. Συνθήκη πρωτόγνωρη για όσους γεννηθήκαμε μέσα και μετά τη δεκαετία του ‘80, οικεία από πολλαπλές αφηγήσεις μιας εποχής που έληξε απότομα. Μια νέα ισορροπία, ενός νέου τρόμου, μια δική μας ισορροπία να την διηγούμαστε αργότερα (αν επιβιώσουμε από αυτή).
***
Όσο φωτογενής και αν είναι η χρήση του Ψυχρού Πολέμου, στην πραγματικότητα η κατάσταση νομίζω πως θυμίζει περισσότερο αυτήν που προηγήθηκε του πρώτου Παγκοσμίου. Περιφερειακοί πόλεμοι και εξαγωγή της βίας στην περιφέρεια, με την επαναδιαπραγμάτευση του ισοζυγίου ισχύος σε κάποια ξένη ήπειρο, με τις ακαθόριστες συμμαχίες και τη θολή ιεραρχία στρατιωτικής δύναμης. Το θέμα βέβαια είναι πως ο δρόμος μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο κράτησε πολύ. Η ισορροπία του τρόμου ξεκίνησε κάπου το 1870 με τις πρώτες στρατιωτικές συμμαχίες και τελείωσε 40 χρόνια μετά. Η κατάσταση στη Συρία που δείχνει να μην έχει τέλος, οι θολές –σε κάποιες περιπτώσεις- συμμαχίες, η έλλειψη διακριτής ιδεολογίας (στοιχείο που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τα στρατόπεδα στον ψυχρό πόλεμο), όλα θυμίζουν τις αρχές του 20ου αιώνα.
***
Αυτό που ίσως μας επηρεάζει με πρωτόγνωρο τρόπο, είναι η ασταθής σταθερά του χαρακτήρα. Το γεγονός πως τα χαρακτηριστικά του ατόμου παίζουν κάποιες φορές ρόλο, κυρίως άμα είσαι πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Η γελοιότητα παύει να είναι γελοία όταν συναντά την εξουσία. Γίνεται απλώς επικίνδυνη. Και απροσδόκητη. Όταν η ισορροπία του κόσμου γίνεται θέμα ταμπεραμέντου, είναι καλό να φεύγεις από το σπίτι σου με ομπρέλα ακόμα και αν έχει ηλιοφάνεια. Παίζει να βρέξει πυραύλους, επειδή κάποιος ξύπνησε στραβά.
***
Η παράλληλη απολογία του Ζούκεμπεργκ στο Κογκρέσο, το σκάνδαλο της χρήσης των προσωπικών δεδομένων μέσω διαδικτύου και η συμβολή της χρήσης τους στη διαμόρφωση του αποτελέσματος τόσο στο brexit όσο και στις αμερικανικές εκλογές, δείχνει πως η χρονική σύμπτωση της απολογίας και της στρατιωτικής κλιμάκωσης δεν είναι τυχαία. Και δεν υπονοώ κάποιο σενάριο συνομωσιολογίας. Αλλά το γεγονός πως η τεχνολογία, τα μέσα δικτύωσης, η υποκλοπή, είναι βασικά συστατικά τόσο του πολέμου χαμηλής έντασης που διεξάγεται, όσο και των όρων με τους οποίους διεξάγεται η ειρήνη. Δημιουργώντας έτσι νέες εστίες συσσώρευσης της εξουσίας, νέους παίχτες και νέα όπλα.
***
Το γεγονός πως παράλληλα με την ισορροπία τρόμου στην παγκόσμια σκηνή βιώνουμε τη δική μας εγχώρια ένταση με την Τουρκία, ίσως να περιγράφει την εξάπλωση της κανονικοποίησης του πολέμου. Τους όρους με τους οποίους ένα γεγονός που έχει αποκλειστεί από κάθε αφήγηση δυτικού κράτους σε σχέση με την ακεραιότητά του και σε σχέση με τα όρια της πολιτικής, εξαπλώνεται, καταχωρείται ως ενδεχόμενο που δεν μπορεί να αποκλειστεί, ως προοπτική κάθε φόβου. Οι βεβαιότητές μας ξαναμοιράζουν την τράπουλα.
***
Το ενδεχόμενο του πολέμου –πόσο μάλιστα του παγκόσμιου- είναι η τελευταία βεβαιότητα της γενιάς μας που εξανεμίζεται. Όχι πως θα έχει και τόση σημασία αν τελικά κάτι τέτοιο συμβεί. Έχει όμως τώρα. Μια γενιά που μεγάλωσε μέσα στην υπόσχεση της αιώνιας ευημερίας, των προσφορών εργασίας, το άδειου ηδονισμού και βρέθηκε να μεγαλώνει ανάμεσα στην ανεργία και την πρεκάρια εργασία, αδύναμη να συντάξει το μέλλον σε ένα εχθρικό περιβάλλον απαγορεύσεων, τώρα σιγά σιγά ζυμώνεται με το ενδεχόμενο της πολεμικής σύρραξης. Η ειρήνη είναι τελικά το τελευταίο πράγμα που μένει σε μια βαθιά και πολλαπλά πτωχευμένη χώρα. Και το μόνο βέβαιο είναι πως όσο η κρίση συνεχίζει να έχει τη μορφή κανονικότητας, η ειρήνη θα φύγει και αυτή.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Τα επικίνδυνα μαθηματικά των εξισώσεων


«Εάν γιαουρτώνουμε τον Πάγκαλο είναι καλό, ενώ εάν μαχαιρώνουμε τον Φύσσα είναι κακό. Δε λέω βέβαια ότι το γιαούρτι με το μαχαίρι είναι το ίδιο, αλλά η βία είναι βία». Αυτή η ρήση του Παύλου Τσίμα στο δελτίου του ΣΚΑΙ με αφορμή τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και τον προπηλακισμό του Γιάννη Μπουτάρη έφερε τόσες αντιδράσεις και σχόλια, ώστε λίγες μέρες μετά ο ίδιος να αναγκαστεί να παραδεχτεί πως «ο τρόπος που το διατύπωσα ήταν προφανώς ατυχής, αλλά πρέπει να είναι πολύ κακόπιστος κάποιος για να μη βλέπει την ουσία του επιχειρήματος».
Η ουσία του επιχειρήματος είναι πως η βία είναι μία και καταδικαστέα. Ο μόνος που έχει το δικαίωμα να ασκεί βία είναι το κράτος, αφού αυτό έχει και το μονοπώλιο της βίας. Με τους όρους αυτούς κάθε βία είναι κοινή. Μπορεί να διαφέρει σε ένταση και αποτέλεσμα, αλλά ουσιαστικά η μόνη διαφορά είναι ποσοτική. Τα υποκείμενα μέσα στην ανάλυση του κυρίου Τσίμα είναι εξισωμένα. Άνθρωποι που ουσιαστικά παραστράτησαν την εποχή των μνημονίων, μέσα από τις σειρήνες του λαϊκισμού (αριστερού ή δεξιού δεν έχει σημασία και αυτός ενιαίος είναι) και επιτίθενται «σε αυτόν που δεν γουστάρουν». Σε αυτόν τον σελοφάν κόσμο όπου τα μαχαίρια κόβουν όπως και η πέτσα από το γιαούρτι, η βία είναι ένα θέμα καλών τρόπων, μια παρέκκλιση από το πολιτικό σαβουάρ βιβρ, λες και ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας γύρισε πίσω σε μια προ εφηβική ηλικία και πράττει ανάγωγα, έχοντας αποβάλει από τον οργανισμό του τα γονεϊκά διδάγματα συμπεριφοράς.

Το θέμα που προκύπτει από την παραπάνω φράση δεν είναι η βία, αλλά η εξίσωση. Η αντίληψη που μπορεί να ξεπλύνει το φασισμό ως ακραία εκδοχή μιας ήδη υπαρκτής κλίμακας. Η λογική αυτή που βαφτίζει το κάθε τι φασισμό (κακή συμπεριφορά, απολυτότητα απόψεων, ακατέργαστο τρόπο έκφρασης και συμπεριφοράς κτλ) κανονικοποιώντας και ξεπλένοντας στην πραγματικότητα την καθημερινή πρακτική των δολοφόνων. Εκφράζει ένα κομμάτι της κοινωνίας διατεθειμένο να ξεχάσει τη σημασία μιας δολοφονίας (ενώ έχει ήδη ξεχάσει τις δολοφονίες και τους προπηλακισμούς μεταναστών, ομοφυλόφιλων, αριστερών και λοιπών θυμάτων) και να αποδεχτεί τους ναζί σαν μια υπαρκτή παράμετρο στην ομαλότητα της ζωής.
Η απόσταση από το γιαούρτι στο μαχαίρι είναι αντίστοιχη με την απόσταση της δημοσιογραφίας από τη δημοσιογραφία ως μέσω παραπλάνησης και άσκησης ενός λειτουργικού πολιτικού κυνισμού. Αυτός που δεν μπορεί να διακρίνει τη διαφορά όχι μόνο στα δύο μέσα, αλλά και στα δύο υποκείμενα ώστε να τα τοποθετήσει στην ίδια πρόταση, είναι ένας άνθρωπος που στέκει εκτός κοινωνίας και την αντιμετωπίζει στην καλύτερη περίπτωση ως κάτι το σχεδόν αδιάφορο και στην χειρότερη ως έναν εχθρό. Στη για χιλιοστή φορά ζεσταμένη θεωρία των δύο άκρων, ο Παύλος Τσίμας κινδυνεύει από αιχμηρούς κεσέδες και ο Κυριάκος Μητσοτάκης από απάνθρωπα τρικάκια και μπογιές του Ρουβίκωνα. Ενώ την ίδια στιγμή, χαμογελαστοί ακονίζουν τις λεπίδες τους πάνω στην ουσία του επιχειρήματος του Παύλου Τσίμα.
Και μιας και κάνουμε λόγο για τον κυνισμό και την επικινδυνότητα των μαθηματικών της εξίσωσης, ας μην ξεχάσουμε να κλείσουμε με ένα άλλο πρόσφατο παράδειγμα: Την ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών για την κλιμάκωση της κατάστασης στη Λωρίδα της Γάζας, τη μέρα που 60 Παλαιστίνιοι διαδηλωτές σκοτώθηκαν εν ψυχρώ από τις σφαίρες του στρατού της κυβέρνησης του Ισραήλ. Εδώ βέβαια τα μαθηματικά είναι ακόμα πιο προβληματικά, αφού το απόλυτο θύμα βαφτίζεται τρομοκράτης, οι σφεντόνες εξισώνονται με τα πολυβόλα και οι εκτελεσμένοι νεκροί με τους αιμοσταγείς ζωντανούς:
«Οι περιστάσεις επιβάλλουν την επίδειξη αυτοσυγκράτησης, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω κλιμάκωση και να μην υπάρξουν νέα θύματα. Το Ισραήλ οφείλει να σεβαστεί το δικαίωμα ειρηνικής διαμαρτυρίας και να αποφεύγει τη χρήση δυσανάλογης βίας. Από πλευράς τους, η Χαμάς και όσοι οργανώνουν τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στη Λωρίδα της Γάζας, οφείλουν να διασφαλίζουν τον ειρηνικό χαρακτήρα των διαδηλώσεων αυτών».

(στην εφημερίδα Εποχή)

Το νέο άγαλμα του Τρούμαν






Η αντιπολεμική πορεία της περασμένης εβδομάδας έληξε με μια φιέστα καταστολής, όταν διαδηλωτές προσπάθησαν να προκαλέσουν φθορές στο άγαλμα του Τρούμαν. Η αντίδραση της αστυνομίας είναι εξίσου ντροπιαστική με την ύπαρξη του αγάλματος ενός εγκληματία πολέμου στο κέντρο της πρωτεύουσας μιας δημοκρατικής χώρας. Ας μην ξεχνούμε πως πέρα από τη γηγενή απέχθεια για όλα όσα ο ίδιος συμβολίζει για την Ελλάδα, ο Τρούμαν υπήρξε ο μόνος αρχηγός κράτους μέχρι και σήμερα που χρησιμοποίησε πυρηνικά όπλα.
Σε μεγάλο βαθμό ο Τρούμαν αποτελεί ως σύμβολο έναν από τους κυρίαρχους ενσαρκωτές του ψυχρού πολέμου. Ο ψυχρός πόλεμος ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της δικής του προεδρίας (πιο συγκεκριμένα η ομιλία του που περιγράφει το «δόγμα Τρούμαν» θεωρείται η εναρκτήρια πράξη της μεταπολεμικής παγωμένης σύρραξης). Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα είχε την τιμή να αποτελέσει την πρώτη χώρα μαζί με την Τουρκία στην οποία εφαρμόστηκε το δόγμα αυτό. Κατά τη διάρκεια της εφαρμογής, το δόγμα σήμανε την αποδοχή της σκυτάλης από την Μεγάλη Βρετανία σε πλανητικό τοποτηρητή πολύ συγκεκριμένων συμφερόντων. Οι όροι της εμπλοκής στα ελληνικά πράγματα ουσιαστικά θα αποτελέσουν πρότυπο για όλη την μεταπολεμική αμερικανική εξωτερική πολιτική. Όχι άμεση εμπλοκή, αλλά άμεση χρηματοδότηση των φίλα κείμενων μειοψηφιών, εκπαίδευση και βοήθεια σε στρατιωτικό επίπεδο. Ο,τιδήποτε χρειάζεται για να αποφευχθεί ο «κόκκινος κίνδυνος» ακόμα και όταν η πλειοψηφία ενός λαού είναι υπέρ αυτού του «κινδύνου».
Το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ιδεολογικοποίηση της μεταπολεμικής ενίσχυσης, μια εξαγορά ισχύος μέσω της δήθεν φιλανθρωπίας. Φιλανθρωπία με Ναπάλμ στην Μακεδονία, με στρατό στην Κορέα, με την πυροδότηση της πρώτης βόμβας υδρογόνου δώρο για όλο τον υπόλοιπο πλανήτη.
Το «πιο μισητό άγαλμα της Αθήνας» ενσαρκώνει την απόλυτη εξάρτηση της χώρας από τις αμερικανικές επιταγές. Τους όρους με τους οποίους διεξήχθη ο εμφύλιος, τα όρια της ελευθερίας ενός κράτους του «ελεύθερου κόσμου» μετά τον πόλεμο, το μοίρασμα και την επιβολή της ισχύος σε πλανητική κλίμακα για δεκαετίες. Τους όρους του μίσους και της διαίρεσης των ανθρώπων στην χώρα μας και αλλού. Φτιαγμένο ύστερα από αίτημα και χρηματοδότηση της ελληνικής ένωσης των ΗΠΑ, ΑΧΕΠΑ, τον Μάρτιο του 1963, το άγαλμα είχε τα αποκαλυπτήριά του μια μέρα μετά την κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη στις 29 Μαΐου. Το άγαλμα μέχρι και σήμερα υπενθυμίζει έναν διχασμό που έχει αρθεί, αλατίζει τις πληγές του παρελθόντος με τρόπο ιστορικά σαδιστικό και ρεβανσιστικό και προσβάλει τον κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενο πολίτη.
Ένα άγαλμα, όπως κάθε σύμβολο, δεν συμβολίζει αυτό που το ίδιο επιθυμεί. Συμβολίζει κυρίως αυτό που οι άλλοι προβάλουν πάνω του. Ακόμα και αν η αναφορά του συμβόλου μοιάζει αυστηρή και άμεση, στην πραγματικότητα είναι ο αποδέκτης αυτός που θα ορίσει το τι βλέπει. Όταν μάλιστα η διαδικασία αυτή είναι μαζική, η ταύτιση του συμβόλου με την νέα του ερμηνεία γίνεται σχεδόν αυτόματα. Το άγαλμα του Τρούμαν έχει ανατιναχτεί, έχει πεταχτεί στο έδαφος με σκοινιά, έχει λουστεί με μπογιές και έχει τυλιχτεί με αμπαλάζ που έφερε την επιγραφή «προς επιστροφή». Στην αντιπολεμική πορεία απέκτησε και μια νέα σηματοδότηση.
Μετά τα πρόσφατα επεισόδια αυτό που αντικρίζουμε είναι το άγαλμα ενός βρικόλακα του παρελθόντος με πριονισμένα πόδια, ασταθή στο βάθρο του μετά από μια διαδήλωση για μια σύρραξη η οποία στην πραγματικότητα επιβεβαιώνει την αστάθειά του.
Το άγαλμα του Τρούμαν με τα πριονισμένα πόδια καταλήγει να σημαίνει πολύ περισσότερα απ’ ότι το σκέτο άγαλμα. Το νέο άγαλμα του Τρούμαν αποτελεί μια σκιά του εαυτού του σε μια περίοδο που η ίδια η ισχύς των ΗΠΑ αμφισβητείται έμπρακτα σε καθημερινή βάση. Και όσο και αν η καταστολή και τα γκλομπ προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο, η πτώση της επιρροής του έχει ήδη συναντήσει το έδαφος.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Μοντιλιάνι και Καλλιάνοι



Ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, έδωσε το βράδυ της Τετάρτης στον Πειραιά μια πολιτική ομιλία για το πλάνο της Αριστεράς μετά τα μνημόνια. Το στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, μετεωρολόγος και πρώην εκπρόσωπος Τύπου της Ένωσης Κεντρώων κ. Καλλιάνος, επικέντρωσε την κριτική του στον πίνακα πίσω από τον υπουργό. Ήταν ο πίνακας το «Ξαπλωμένο γυμνό», του Αμεντέο Μοντιλιάνι. Σκανδαλισμένος και γεμάτος αντιπολιτευτική αυτοπεποίθηση ο Καλλιάνος δήλωσε στο twitter: «Πραγματικά, δεν εξηγείται αλλιώς. Μάλλον το κάνουν επίτηδες για να μας προκαλούν. Δεν γίνεται ο υπουργός Οικονομικών της χώρας να μην είδε σήμερα ότι μιλάει με φόντο αυτόν τον πίνακα. Δεν γίνεται να μην το είδε. Μας τρολάρουν συνεχώς την ώρα που διαλύουν τη χώρα!»
Μετά από μια χιονοστιβάδα ειρωνείας και αρνητικών σχολίων ο κ. Καλλιάνος επέστρεψε για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: «Το ζήτημα δεν είναι ο πίνακας του Αμεντέο Μοντιλιάνι, που ως έργο τέχνης έχει τη σημασία του. Το πρόβλημα είναι ότι ο υπουργός Οικονομικών κάνει δηλώσεις για την οικονομία με φόντο αυτόν τον πίνακα. Όπως και να το κάνουμε δεν ταιριάζει. Αυτό ως απάντηση στα συριζοτρολ.»
Παρόλη την αξιαγάπητη βλακεία του βουλευτή, το ζήλο του λογικού που θέλει να εξορκίσει το παράλογο από γύρω του, τη λογική του ζηλωτή που θέλει να ντύσει το κάθε σώμα σε πίνακες, σε αγάλματα και στα βρώμικα μυαλά μας, αυτό που μου έκανε περισσότερο εντύπωση στις αναρτήσεις είναι αυτό το «ως έργο τέχνης έχει τη σημασία του». Ο Μοντιλιάνι είναι ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Αυτό δεν είναι θέμα προς συζήτηση ή παζάρια. Το γεγονός πως ο Καλλιάνος έρχεται να μας επιβεβαιώσει πως ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του 20ού αιώνα «έχει τη σημασία του» λειτουργεί πολλαπλά. Πρώτον, η διστακτική διατύπωση μιας βεβαιότητας στην πραγματικότητα αναιρεί τη βεβαιότητα. Ουσιαστικά αυτό που μας λέει είναι πως ο πίνακας δεν έχει καμία σημασία και κατ’ επέκταση πως η τέχνη, η κουλτούρα, άρα και η όλη επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, δεν έχει κανένα νόημα. Το μόνο που συνεχίζει να βλέπει ο Καλλιάνος είναι ένα ζευγάρι ανεπίτρεπτα βυζιά.

Όταν χάνεται η μπαλίτσα

Και στη συνέχεια επιστρέφει με νέα ανάρτηση: «Μάθατε και ποιος είναι ο #μοντιλιανι, γιατί μέχρι πρότινος ξέρατε μόνο τον Paolo Maldini της τότε Μίλαν». Εδώ ο Καλλιάνος επιστρέφει ως άριστος. Όχι μόνο γνωρίζει τον Μοντιλιάνι αλλά τον διδάσκει και στους τυρόβλαχους (και επίσης ξέρει και από μπαλίτσα, δεν είναι κανένας φλώρος). Εδώ η γνώση υπάρχει στην τυποποιημένη της μορφή ως ιδιοκτησία και ποσό. Ως μια ποσοτική συσσώρευση που περιγράφει την πνευματική περιουσία. Χαρωπός και μονίμως νικητής ο Μαθηματικός / Msc Εφαρμοσμένων Μαθηματικών & Μετεωρολογίας / Αν. Γραμ. Επιστ. Φορέων Νέας Δημοκρατίας / Φίλος της ηθικής και της εντιμότητας (όπως μας αυτοσυστήνεται στο λογαριασμό του) προχωράει παρακάτω γεμάτος αυτοπεποίθηση με νέες αναρτήσεις για το πόσο μας κόστισε ο Βαρουφάκης, για το πόσο σατανάς είναι ο Μαδούρο και άλλα σημεία της νεοφιλελεύθερης αφήγησης, όπως αυτή διαμορφώνεται στην χαζοχαρούμενη εποχή της Νέας Δημοκρατίας.

Αυτό, όμως, που μένει δεν είναι απλώς ένα διαδικτυακό περιστατικό. Είναι η υπενθύμιση -σε μόνιμη βάση πλέον- της επέλασης του πουριτανισμού, της χρήσης του από κάθε επιτήδειο μικροπολιτικό, της ανακύκλωσής του από ηθελημένα σκανδαλιστές προς ηδονικά σκανδαλιζόμενους. Η γνώση της ιστορίας της μοντέρνας τέχνης δεν είναι υποχρέωση κανενός (πόσο μάλλον ενός Msc). Το να αγνοείς όμως τη σημασία της και να την κρίνεις με όρους συντηρητικότερους από την εποχή που δημιουργήθηκε ο πίνακας είναι προβληματικό. Είναι διατύπωση μιας αμφισβήτησης αξιών και κεκτημένων του πολιτισμού στο όνομα της «ηθικής και της εντιμότητας», όπως την αντιλαμβάνεσαι εσύ ο ίδιος φυσικά. Ουσιαστικά αυτό που μας λέει ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας είναι πως δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο γυμνό σώμα και την καλλιτεχνική του αποτύπωση, ανάμεσα δηλαδή στο αντικείμενο και την αναπαράστασή του. Κάθε αναπαράσταση ταυτίζεται με ένα σκοπό προς χρήση. Άρα το γυμνό σώμα ταυτίζεται με το σεξ, άρα φτου κακά. Η ομορφιά, η έκφραση, η δημιουργία είναι μεγέθη που δεν μπορούν να αποκωδικοποιηθούν. Άχρηστα, άρα ύποπτα, άρα ηθικά επιλήψιμα.
Ακόμα και αν το σχόλιο αποτυπώθηκε ως διαδικτυακός χαβαλές και ψόγος, όταν συνδυαστεί με όλα τα περιστατικά σκοταδισμού, συντηρητικοποίησης και πουριτανισμού των τελευταίων μηνών μάς οδηγεί κατευθείαν στις αγκαλιές της ιεράς εξέτασης. Της ιεράς εξέτασης που μαζεύει ξύλα καθημερινά γύρω μας για τις μέλλουσες πυρές της.

(στην εφημερίδα Εποχή)