Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Έαρ μικρό, έαρ βαθύ, έαρ συντετριμμένο*


Πάντοτε δυσπιστούσα για την άνοιξη. Αυτή η ακαθόριστη αίσθηση στις ανθισμένες βραγιές κι’ ένα ρίγος λεπτό κι’ οι φωνές των παιδιών στο γήπεδο όταν το απόγευμα διυλίζει το φως κι’ οι φίλοι μου να περιμένουν το καλοκαίρι, τι κι’ αν γινόταν αργότερα μια θάλασσα μεσημεριού με ξέθωρον ήλιο πετράδι δουλεμένο να φέγγει στη νύχτα. Πόλη μου αγαπημένη πολύβουη μα ερημική, πολύκοσμη μα απρόσιτη βιτρίνα νεωτερισμών ψευτίζοντας τη ζωή μας. Αυτή η θηλυκιά εποχή στιφή, παράξενη σα γριά, με τις εύκολες συζητήσεις την πολλή συνάφεια, τη λιγοστή κατανόηση, την απέραντη μοναξιά κι’ ο εφιάλτης πως κάποτε θα ξυπνήσουμε μη έχοντας τίποτε να πούμε ανάμεσα στα βήματα αυτά, πηγαίνουν και πάλι ξανάρχονται κι’ ύστερα σβήνουν στο διάδρομο· ανάβουνε το φως της σκάλας μα δεν ακούγεται κανείς.
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Επικίνδυνη ηλικία»
 

Η άνοιξη εισβάλει κάθε χρόνο με όλες τις συμπαραδηλώσεις της, με την απότομη θερμοκρασία της, με το ξαφνικό πέταγμα των λουλουδιών ακόμα και μέσα στην πόλη, με το σταδιακό γύμνωμα των σωμάτων να ξεμυτίζει από το κρύο. Η άνοιξη είναι πάντοτε εδώ για να διηγηθεί την παλιά της ιστορία, μια ιστορία που ξεπερνάει τον χρόνο, κρύβεται σε θρησκείες με διαφορετικές μορφές, διεκδικεί αλήθεια ζυμώνοντας φυσική και μεταφυσική στο ίδιο ζυμάρι.
Είναι γι’ αυτό που το Πάσχα υπάρχει πέρα από θρησκείες και χριστιανισμούς, πέρα από δόγματα και από παπάδες. Όλη αυτή η αίσθηση, φυτική και άυλη μαζί, σαν να κινείται αυτόνομα κάτω από το βήμα και κάτω από το τσιμέντο, μέσα στη φλέβα και μέσα στα κλαδιά. Αυτό που ο Σικελιανός περιγράφει μιλώντας για τον επιτάφιο: «κι όσες μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,/ ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν! -/πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο/ του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα/ που πόνεσε βαθιά;/ Γιατί κι ο πόνος/ στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,/ κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν/ απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν/ το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,/ και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες/ τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,/ τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια/ που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!»

Άδωνις, Χριστός και Διόνυσος, ο νεκρός της άνοιξης δεν έχει ταυτότητα, μόνο σώμα που υπόσχεται επιστροφή. Όπως η βλάστηση τεντώνεται μέσα από την παγωμένη ανάσα του χειμώνα, όπως τα πουλιά επιστρέφουν, όπως ο ήλιος πέφτει με άλλη αυτοπεποίθηση. Είναι η αισιοδοξία της φύσης ως παραμυθία για τους χειμώνες που πέφτουν και συνεχώς πέφτουν. Και κυρίως αυτή η αίσθηση, ανομολόγητη και αχαρτογράφητη, ειπωμένη μόνο πλαγίως δίπλα σε τελετουργικά και έθιμα που μας διαφεύγουν, αλλά μονίμως εκεί σαν κληρονομιά που ποτέ δεν μάθαμε πως μιλούσε για εμάς, η όπως θα την περιγράψει και ο Λειβαδίτης: «Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα, έκθαμβες ώρες, βαρειές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο που έφτανε ως τον πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα, κει κάτου, κει κάτου, μακριά, τους βραδυνούς ορίζοντες.»
Τις μέρες αυτές σκέφτομαι όλους αυτούς (μαζί τους και εγώ) που δεν βρήκαν καταφύγιο σε καμία μεταφυσική, που όλα τα λόγια έμειναν χωρίς αντιστοιχίες σε γεγονότα αλήθειες και συμβάντα. Την αλλοπρόσαλλη αυτή ανάταση που δεν εξαιρεί κανέναν και μέσα στην καθολικότητά της, μας μιλά και για μια κοινωνία που θα βγει από τον χειμώνα και θα σταθεί στα πόδια της, για σώματα που θα ανθίσουν ξανά ξαφνιασμένα, για τους κύκλους του είδους από το θάνατο στη ζωή και πάλι πίσω, σε μια συνέχεια που δεν σημαίνει, που δεν βρίσκεται στη γλώσσα, αλλά επιμένει να υπάρχει.
Και ο ποιητής Νίκος Καρούζος/ Γιάννης μέσα στο έαρ συνεχίζει να μάχεται με στήθος και με στίχους:
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα/ εποχή εχθρική/ ως το μυρωμένο βράδυ/ ως μέσα στα μεσάνυχτα./ Βγάλε ψυχή μου τραγούδι/ να πολεμήσω την Άνοιξη./ Ξένος είμαι στο σπίτι μου/ ξένος στους δρόμους/ με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.

*ο τίτλος του άρθρου είναι στίχος του Νίκου Καρούζου

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: