Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Το αεροδρόμιο ως δυστοπία



Νομίζω πως μπορώ να περάσω πολλές ώρες σε ένα αεροδρόμιο. Η φασαρία του είναι αναιμική σαν ησυχία. Καθετί υπάρχει σε κίνηση. Ολα περνούν βιαστικά. Κανείς, τίποτα δεν θα επιμείνει. Ο χώρος καταπίνει τα πάντα. Μαζί και τον χρόνο. Μπορείς να διαβάσεις, να σκεφτείς. Καθετί είναι τόσο βαρετό που θα αρνηθεί να σε αποσπάσει. Αμα όμως ξεμείνεις για λίγο περισσότερο, κάτι ξαφνικά αλλάζει.
Ο χώρος γίνεται διακριτός, αναγνωρίσιμος. Τα σημεία υπάρχουν σε συγκεκριμένες, αμετακίνητες συντεταγμένες. Το θολό τοπίο χαρτογραφείται από μόνο του. Παίρνει τη διάσταση κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που λήγει με την αναχώρησή σου. Αυτό που μένει είναι η αίσθηση που σου άφησε η αναπάντεχη κοινωνία. Το κατοικημένο ενδεχόμενο. Η πικρή γεύση μιας άβολης μεταφοράς. Μια μεταφορά δυστοπίας. Η κοινωνία οργανωμένη ως αεροδρόμιο.

Τα πάντα εδώ στέκουν οριοθετημένα, λειτουργικά. Καθετί εδώ ταυτίζεται με τον σκοπό του. Δεν υπάρχει ελεύθερος χώρος, όπως δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος. Καθετί οφείλει να εξοικονομεί. Εδαφος, ενέργεια, δευτερόλεπτα. Ενας χώρος ολοκληρωτικά οργανωμένος. Χωρίς κενά, χωρίς αποστάσεις να περισσεύουν. Ενας διαρκής διάδρομος σύντομου χρόνου.
Το αεροδρόμιο είναι κωδικοποιημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζει το αντίθετο του ταξιδιού. Να το αναδεικνύει, να το απαλλάσσει από δεύτερες σκέψεις. Γεωμετρικό και απωθητικό, το αεροδρόμιο σε σπρώχνει προς την πτήση.
Κουρδισμένο στη φοβία της εποχής. Περιφρουρημένο, καταγεγραμμένο. Μια περιοχή που διαρκώς ελέγχει τις διαστάσεις της, που επιβεβαιώνει τα σύνορά της. Υπόδειγμα εθελούσιας άρσης των ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας. Διαχωρισμένο πάντοτε σε δύο αυστηρά μέρη. Αυτό πριν και αυτό μετά τον έλεγχο. Αν και ο έλεγχος είναι ο μόνος πραγματικός τόπος στον οποίο κατοικούν τα σώματα του αεροδρομίου.
Εδώ περπατάς διάφανος, διαπερασμένος από βλέμματα της κάμερας, χέρια που ψάχνουν τα πράγματά σου, το σώμα σου. Και μονίμως αυτός ο φόβος όταν περνάς μέσα από τον έλεγχο πως ίσως κάτι να ξέχασες, ίσως κάτι να έκανες, ίσως τελικά να είσαι ένοχος άνευ όρων. Και αν όχι εσύ, τότε αυτός που έρχεται μετά από εσένα. Η καχυποψία ως μόνο νόμιμο κοινωνικό αντανακλαστικό.
Το αεροδρόμιο είναι μια διαρκής υπενθύμιση πως τίποτα δεν σου ανήκει. Οι τσάντες μπορεί να χαθούν, τα χαρτιά σου να ακυρωθούν, ο αέρας που αναπνέεις είναι φιλτραρισμένος από χίλιες άλλες καθημερινές ανάσες. Εδώ όλα είναι κοινόχρηστα. Μοιράζεσαι για λίγο τα πάντα με ανθρώπους που δεν ξέρεις την όψη τους. Καθετί υπάρχει για να στρέψει το βλέμμα σου αλλού. Ετσι ώστε να μην παραδεχτείς αυτό που το αεροδρόμιο όντως είναι. Μια ατελείωτη ουρά -όμοια με γραμμή παραγωγής- που δείχνει προς την κατεύθυνση που επιθυμείς να βρεθείς.
Γρήγορο φαγητό, βιαστικές αγορές, δώρα της τελευταίας στιγμής μπας και σώσεις κάτι από τις προσδοκίες αυτών που σε περιμένουν. Ολα τα αεροδρόμια μιλούν την ίδια γλώσσα. Διεθνοποιημένες κατασκευές χωρίς χαρακτήρα, παραλλαγές της ίδιας αποστειρωμένης συμμετρίας. Μόνο λίγα ψήγματα εντοπιότητας στα προϊόντα που πουλιούνται ως απόδειξη της παρουσίας σου στις συγκεκριμένες συντεταγμένες. Σαλάμια και τυριά, αρκουδάκια και σοκολατάκια. Αυτά αρκούν για να ορίσουν την ταυτότητα.
Εδώ όλοι είμαστε περαστικοί. Δεν συνάπτουμε σχέσεις. Μόνο φευγαλέα χαμόγελα και αναιμικά «συγγνώμη να περάσω». Εδώ οφείλεις να είσαι παροδικός. Οφείλεις να έχει συναίσθηση της παροδικότητάς σου. Ακόμα κι αν ξεμείνεις σε κάποια αλλαγή για ώρα συνήθως απαγορεύεται να ξαπλώσεις σε κάποιο κάθισμα, να δείξεις πως υπάρχεις για λίγο περισσότερο.
Αν και το αεροδρόμιο προσπαθεί να σε πείσει πως είναι το πρώτο βήμα για την πτήση, στην πραγματικότητα στέκει ως ενσάρκωση της πτώσης. Πτώση σε έναν ρεαλισμό ελέγχου, κατανάλωσης και ανίας. Πτώση σε μια πραγματικότητα δυστοπίας, οργάνωσης και ανθρώπινης απεντόμωσης. Πτώση τελικά εντός της ιδέας της παροδικότητας. Και κατοχύρωσή της ως μόνης νόμιμης αποσκευής. Κάθε αεροδρόμιο καταλήγει να επικυρώνει το πόσο σύντομο είναι το κάθε ταξίδι. Γιατί εδώ οφείλεις να έχεις συναίσθηση της παροδικότητάς σου. Εδώ οφείλεις να είσαι περαστικός.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Basket Case: Ο Γιάννη Αντετοκούνμπο και η πορεία προς τον ουρανό




Η ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο, του νεαρού μετανάστη από τη Νιγηρία, που ξεκίνησε πουλώντας ρολόγια και γυαλιά ηλίου στα φανάρια της Αθήνας στα 16 του χρόνια και σήμερα στα 24 του, παρουσιάζεται ως βασικός υποψήφιος για MVP του NBA, μοιάζει με μια ιστορία επιτυχίας και ονείρου. Ως μια από αυτές τις ανθρώπινες ιστορίες που μοιάζουν να αντιγράφουν την άτοπη αισιοδοξία των χολιγουντιανών ταινιών  κάνοντάς σε να ταυτίζεσαι, να πιστεύεις και να συνεχίζεις να προσπαθείς παρ όλες τις αντιξοότητες. Τηλεοπτικά αφιερώματα, σελίδες σε αθλητικά περιοδικά και εφημερίδες, αφηγήσεις σε κάθε σημείο του κόσμου διαδίδουν την ιστορία του Greek Freak. Την ταπεινή του καταγωγή, την εκτίναξή του στην κορυφή του αθλητικού κόσμου. Και εδώ στην Ελλάδα μαθαίνουμε να ενθουσιαζόμαστε με το απροσδόκητο, με αυτό το παιδί που ήρθε από το πουθενά και κατευθύνεται προς το πάντα και το παντού, ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο, χαράζοντας νέες διαδρομές σε απάτητες εκτάσεις. Μαζί μας και αυτοί που πιστεύουν πως ο νεαρός δεν ταιριάζει στις περιγραφές τους για το πώς αντιλαμβάνονται τον Έλληνα. Αλλά από την άλλη δεν μπορούν να αποφύγουν την επιθυμία να ταυτιστούν και να χαρούν τις δικές του επιτυχίες ως κάτι που αφορά και τους ίδιους. Έχει γεννηθεί μια συνθήκη αυθορμητισμού που υπερπηδά προκαταλήψεις, αγκυλώσεις και στερεότυπα,  μια συνθήκη γεννημένη –όχι τόσο από τις επιτυχίες του Γιάννη Αντετοκούνμπο- όσο από τον υπέροχο τρόπο του παιχνιδιού του, την ταχύτητα που παρασέρνει τα πάντα, την κλήση του σώματος προς ένα ατελείωτο Εμπρός, τον καταιγισμό μυών, ευελιξίας και φαντασίας προς ένα σύνολο που κάνει μια αθλητική φάση να μεταμορφώνεται σε τέχνη. Μπροστά σε αυτές τις εικόνες δεν μπορούν να υπάρχουν υποσημειώσεις, δεύτερες σκέψεις ή ενστάσεις. Εδώ το σώμα είναι μουσική.
Η ιστορία του ελληνικού μπάσκετ των τελευταίων δεκαετιών είναι μια από τις ελάχιστες ομαδικές ιστορίες προσδοκίας και επιτυχίας στη χώρα. Και δεν εννοώ αποκλειστικά στο αθλητικό επίπεδο. Εννοώ κυρίως όλα τα άλλα. Η ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο δεν ταυτίζεται με αυτή του ελληνικού μπάσκετ. Ξεκινά από αυτό που περισσεύει. Από το περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας. Και γι αυτό είναι η μόνη ικανή ιστορία ώστε να δείξει την κοινωνία αυτή στην ολότητά της. Συμπεριλαμβάνοντας τα όρια και τα περιθώρια. Είναι μια κίνηση συμφιλίωσης της ελληνικής κοινωνίας με τον εαυτό της.

Το παιχνίδι σε αυτή την μεριά του κόσμου


[Κάπου σ ένα γήπεδο μπάσκετ στην Αθήνα, κάπου στις αρχές και τα τέλη του ’90, στραβό καλάθι χωρίς διχτάκι και ένα ξεδοντιασμένο κασετόφωνο, με το ένα μόνο ηχείο να δουλεύει. Και το μόνο που ξέραμε λίγοι παίχτες του NBA, τους περισσότερους από κάρτες φανταχτερές και κάτι ευρωπαίους λιγότερο μυθικούς και ενώ μπαίνεις για μπάσιμο ψιθυρίζεις πάντα το όνομα τους γιατί εσύ ήσουν αυτός για μια στιγμή ολόκληρη περιμένοντας την μπάλα να καταλήξει μέσα και το μόνο που καταλαβαίναμε λίγους στίχους grunge ή Ροκ γενικά (ξένα τα λέγανε τότε εκείνοι που δεν μας συμπαθούσαν), λίγους στίχους, γιατί τις περισσότερες λέξεις το απόγευμα το φροντιστήριο δεν τις δίδασκε, άλλωστε είχαμε κάνει κοπάνα από εκεί για να παίξουμε μπάσκετ. Ηλικία ανορθόγραφη, κοπάνα από εκείνο το αφόρητο που μίλαγε σαν τους γονείς μας και κούναγε το δάχτυλο σαν τον γυμνασιάρχη. Και για όσο τα ριφ των τραγουδιών επαναλαμβάνονταν, ήσουν ελεύθερος και το πρωινό ξύπνημα ένα χλωμό αστείο…]

«Τυρί φέτα, τον Νίκο Γκάλη και ποιητές». Με αυτή την απάντηση συνήθιζα να ξεκινώ τα σεμινάρια ποίησης που παρέδιδα σε μαθητές σχολείων τα τελευταία χρόνια. Η ερώτηση που κρύβεται πίσω από αυτή την απάντηση ήταν απλή: « Τι παράγει η Ελλάδα;». Η ερώτηση βέβαια είναι πιο ύπουλη από αυτό που φανερώνει η απλή της διατύπωση. Ειδικά όταν έχει ειπωθεί για να λάβει την απάντηση: «τίποτα». Ήταν ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα διατυπωμένο τόσο από τους «δανειστές» της ελληνικής οικονομίας όσο και από την εγχώρια ηχώ τους, τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους που υπερασπίστηκαν μια ατελείωτη λιτότητα, μια σειρά περικοπών θέσεων εργασία και εργασιακών δικαιωμάτων των πολιτών. Η πίστη πως η χώρα έχει σταματήσει να δημιουργεί πρωτογενή πλούτο και στην πραγματικότητα ζει από υπηρεσίες, τουρισμό και δανεισμό. Η βάση πάνω στην οποία χτίστηκε ο μύθος του τεμπέλη Έλληνα και στη συνέχεια του τεμπέλη νοτιοευρωπαίου.  Η απάντηση ήταν μια περήφανη –και ελαφρώς εξυπνακίστικη- στάση απέναντι στην αφήγηση που περιέγραφε έναν ολόκληρο λαό (τον ελληνικό στην συγκεκριμένη περίπτωση) ως τεμπέλη και άχρηστο, μόνο υπεύθυνο για όλα τα κακά που του συνέβαιναν την περίοδο της κρίσης. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα τέχνασμα ώστε να κερδίσω τα παιδιά σε σχέση με την ποίηση και τους ποιητές συνδέοντάς τα με το μπάσκετ. Η αρχή μιας κουβέντας που θα κράταγε για αρκετές συναντήσεις.
Σήμερα που ξαναβλέπω την πρόταση εξακολουθώ να τη βρίσκω αληθινή. Δεν είναι όμως η φέτα αυτή που τραβάει την προσοχή μου. Και η ποίηση είναι μια υπόθεση για μια άλλη συζήτηση. Το μυαλό μου σταματά στον Νίκο Γκάλη. Ίσως τον σημαντικότερο Έλληνα αθλητή του προηγούμενου αιώνα. Ο Νίκος Γκάλης είναι το ελληνικό μπάσκετ. Ακόμα περισσότερο είναι αυτό που διαχωρίζει το ελληνικό μπάσκετ από όλα τα υπόλοιπα ομαδικά αθλήματα. Μια φιγούρα σιωπηλή, με πολύ ταλέντο και ακόμα περισσότερη εργατικότητα. Ο άνθρωπος που κατάφερε να πείσει τις γενιές των πιτσιρικάδων που τον είδαν να παίζει (και αυτές που τις διαδέχτηκαν) να ασχοληθούν με το μπάσκετ. Ο άνθρωπος που κέρδισε το ευρωμπάσκετ το 87, υπήρξε μέχρι πρόσφατα πρώτος σκόρερ στην ιστορία του θεσμού, ενώ το 2017 εντάχθηκε στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame.
Πριν το 1987 ήταν πολύ λίγοι αυτοί που θα προτιμούσαν το μπάσκετ από το ποδόσφαιρο. Σήμερα το ποδόσφαιρο παραμένει το κυρίαρχο άθλημα, αλλά το μπάσκετ ακολουθεί σε μικρή απόσταση. Και ακόμα πιο έντονα κυριαρχεί η αίσθηση πως όντως υπάρχουν καλοί Έλληνες παίχτες του μπάσκετ, παίχτες που μπορούν να σταθούν με αξιώσεις σε οποιοδήποτε γήπεδο του πλανήτη. Σε αντίθεση με τους μέτριους Έλληνες ποδοσφαιριστές, οι Έλληνες μπασκετμπολίστες μπορούν να σταθούν στην πρώτη γραμμή του παγκόσμιου μπάσκετ. Αυτό δείχνει το δεύτερο ευρωμπάσκετ που κέρδισε η Ελλάδα το 2005, η νίκη στο παγκόσμιο κύπελλο του 2006 στη Σαιτάμα της Ιαπωνίας επί των Ηνωμένων Πολιτειών στον ημιτελικό, τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, οι καριέρες και οι αποδόσεις του Σπανούλη, του Παπαλουκά και του Δημήτρη Διαμαντίδη.
Η αλήθεια είναι πως η ιστορία του ελληνικού μπάσκετ μοιάζει να συνομιλεί με πολλές διαφορετικές πτυχές της ελληνικής πραγματικότητας. Ας πούμε με την αστικοποίηση και την μεγέθυνση της Αθήνας τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας εκτινάχθηκε τις δεκαετίες του 60 και του 70. Όλο και περισσότερες οικογένειες μεταφέρθηκαν από την επαρχία στην Αθήνα ψάχνοντας δουλειά. Οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν για να στεγάσουν τον πληθυσμό αυτό κάλυψαν τα κενά τμήματα της πόλης, τις αλάνες όπου οι παλαιότερες γενιές μάθαιναν ποδόσφαιρο. Σήμερα βρίσκεις στην Αθήνα πιο εύκολα μια μπασκέτα από ένα τέρμα. Κάθε γειτονιά έχει και το δικό της μικρό γήπεδο μπάσκετ.  Σε ένα από αυτά τα γήπεδα στη γειτονιά των Σεπολίων έπαιξε τα πρώτα το παιχνίδια και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.
Οι Γονείς του ήρθαν στην Ελλάδα τρία χρόνια πριν τη γέννησή του, το 1991, από το Λάγος της Νιγηρίας.  Αν και ο Αντετοκούνμπο και τα 3 αδέρφια του γεννηθήκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, δεν απέκτησαν αυτόματα το δικαίωμα της ελληνικής ιθαγένειας. Έως την ηλικία των 18 ετών, ο Αντετοκούνμπο δεν είχε επίσημα έγγραφα και δεν ήταν πολίτης ούτε της Ελλάδας ούτε της Νιγηρίας. Μέχρι πρόσφατα (2017) τα παιδιά των μεταναστών που γεννιόντουσαν στην Ελλάδα ήταν νεογέννητα φαντάσματα. Δεν μπορούσαν να πάρουν ιθαγένεια από τη χώρα καταγωγής τους, ενώ η δική μας χώρα τους γύριζε την πλάτη.

Η ταυτότητα ως επιβράβευση




[…Μιμήθηκες αστέρες και ψιθύρισες το όνομά τους λάθος, αλλά τους πανηγυρισμούς τους στην εντέλεια. Barkley, Kevin Johnson, ‘’And I swear that I don't have a gun’’, Horace Grant, Penny Hardaway, ‘’ you want it all but you can’t have it, it s in your face but you can’t grab it’’ Predrag Danilović, Stojko Vranković ‘’this is what you get when you mess with us’’, μίξη τυχαία και ακανόνιστη αλλά πάντα εύστοχη στην χωρίς κριτήρια διάθεσή μας. Κάθε κομμάτι έλεγε την αλήθεια, αρκεί να μην θύμιζε ό τι σε πίεζε ό τι σε έπνιγε. Και ίδρωνες όχι για να βρεις το δρόμο σου σ αυτή την δύσκολή ζωή (μαλακίες) αλλά απλά για να νοιώσεις ζωντανός…]

‘‘Θέλω να σ’ ευχαριστήσω και να σου πω ότι είναι μεγάλη συγκίνηση, όλος ο ελληνικός λαός έχει δει το πόσο αγωνίστηκες από μικρό παιδί, για να βοηθήσεις τα αδέλφια σου και έχεις γίνει παράδειγμα για πολλούς. Και θέλω να σου πω με μεγάλη συγκίνηση και κάτι ακόμα: Να το βγάλω, όπως το αισθάνομαι: Εύχομαι στην Αμερική να τους τρελάνεις με τα καρφώματά σου. Να είστε καλά, να είστε δυνατοί. Και ήθελα να ξέρετε ότι για μας είναι μια μέρα χαράς που σε βλέπουμε και όλη η Ελλάδα είναι πολύ συγκινημένη μαζί σου. Ευχαριστούμε εκεί που σηκώσατε τη σημαία με τον αδελφό σου. Τους δείξατε έξω και λίγο Ελλάδα.’’ Με αυτά τα λόγια ευχήθηκε ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Αντώνης Σαμαράς στο Γιάννη Αντετοκούνμπο από το Μέγαρο Μαξίμου που τον είχε καλέσει για να τον τιμήσει. Τα λόγια αυτά θα ήταν απλώς μια τυπική κακόγουστη διεκπεραίωση ενός πρωθυπουργού που εύχεται, αν δεν ήταν υποκριτικά στα όρια της κοροϊδίας. Η κυβέρνηση Σαμαρά υπήρξε η πιο συντηρητική κυβέρνηση που πέρασε από την Ελλάδα μετά τη δικτατορία. Την περίοδο της διακυβέρνησής του οι αρχές φέρθηκαν στους πρόσφυγες και τους μετανάστες σαν να ήταν ανθρώπινα σκουπίδια. Στις ομιλίες του, ο τότε πρωθυπουργός μιλούσε διαρκώς για «την απειλή της παράνομης μετανάστευσης», ταύτιζε το σύνολο των μεταναστών με την τρομοκρατία και συχνά ξεσπούσε σε έναν λαϊκίστικο ρατσισμό λέγοντας πως «οι μετανάστες έχουν γεμίσει τα νηπιαγωγεία και οι Έλληνες δεν μπορούν να μπουν. Αυτό τέρμα.»
Η απόσταση ανάμεσα στις δηλώσεις, ανοίγει ένα χάσμα υποκρισίας που φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας. Ας σκεφτούμε ενάντια σε τι αγωνίστηκε ο Αντετοκούνμπο από μικρό παιδί (όπως αναφέρει στην τότε του δήλωση ο τότε πρωθυπουργός). Ουσιαστικά ενάντια σε όλη την καθημερινότητα που έπλασε η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης του, ενάντια σε όλο τον λόγο του μίσους που περιφέρουν στις δηλώσεις του, ενάντια σε όλο το κρατικό λίπασμα πάνω στο οποίο φύτρωσαν τα αγκάθια της Χρυσής Αυγής.
Ακόμα περισσότερο όμως, η απόσταση ανάμεσα στις δύο δηλώσεις είναι ενδεικτική για τους όρους με τους οποίους η εκάστοτε εξουσία, στην Ελλάδα και αλλού αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται την ταυτότητα. Η ταυτότητα είναι μια επιβράβευση για τη λειτουργικότητα, για τη χρησιμότητα. Δεν είναι κατάσταση, στοιχείο ύπαρξης, δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Είναι απλά μια μέθοδος διαχωρισμού. Ας σκεφτούμε την ταυτότητα σε αντίστροφη πορεία και πέρα από το εθνικό στοιχείο, ας μεταφερθούμε στη διάσταση του φύλου, της σεξουαλικής επιλογής, της αισθητικής, ηθικής ή πολιτικής επιλογής. Εάν δεν κριθείς λειτουργικός για τα προστάγματα της συγκεκριμένης εξουσίας, γδύνεσαι από κάθε στοιχείο προσδιορισμού, κάθε ταυτότητα σου αφαιρείται και τελικά η ύπαρξη καταλήγει να ‘ναι κάτι το σχετικό. Στην Ελλάδα των τρελαμένων απ’ τα καρφώματα πρωθυπουργών, αν είσαι οροθετικός, ομοφυλόφιλος, άστεγος, αναρχικός και τόσα άλλα, η κατοικία που σου αντιστοιχεί είναι ένας ανώνυμος μη-τόπος: τα συρματοπλέγματα του Έβρου και ο πάτος του Αιγαίου.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ευτύχησε να γεννηθεί με ένα σπάνιο ταλέντο. Τόσο σπάνιο που ανάγκασε ακόμα και τους ακροδεξιούς –τότε- κυβερνώντες να κάνουν τα στραβά μάτια, να φοβηθούν τον διεθνή διασυρμό (που ήδη είχε ξεκινήσει) και να του δώσουν την ιθαγένεια. Η ιστορία του Greek Freak οφείλει να είναι πάντοτε μια υπενθύμιση των δυσκολιών που οι μετανάστες αντιμετωπίζουν στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

The Freak

[…Στα γήπεδα αυτά ο χρόνος είναι τόσο λεπτός που σχεδόν εξατμίζεται και τα όνειρα ποτέ όνειρα αλλά πραγματικότητες βιωμένες, γεμίζουν γήπεδα μπάσκετ και αίθουσες συναυλιών ταυτόχρονα, σε ένα μέλλον αχανές και στιγμιαίο, ακαθόριστο και τέλεια συγκεκριμένο. Και ήσουν ο Michael Jordan, όσο και ο Kurt Cobain, την ίδια στιγμή, για όσο διαρκεί ένα τραγούδι, η μια κακοσυντονισμένη επίθεση. Μα ενώ μεγαλώνεις πατάς όλο και συχνότερα τα κορδόνια σου. Here are the young men, the weight on their shoulders, here are the young men, well where have they been…]

Η ιστορία ενός Ελληνονιγηριανού ο οποίος μέσα σε πέντε χρόνια κατάφερε από την άσημη ελληνική δεύτερη κατηγορίαtoy μπάσκετ να γίνει σημαία μιας ομάδας και μιας πόλης, παίκτης franchise των Milwaukee Bucks και ενδεχομένος MVP  μοιάζει σχεδόν εκτός των ορίων της λογικής, σαν να υιοθετεί την αισιοδοξία της πλοκή μιας σαπουνόπερας ή ενός παραμυθιού, σαν να μην μπορεί να εξηγηθεί. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές οι Bucks είναι πρώτοι σε ολόκληρο το NBA, τα εισιτήρια των αγώνων τους είναι ανάρπαστα ενώ μόλις έχτυσαν ένα καινούριο γήπεδο μεγαλύτερης χωρητικότητας. Γύρω από το γήπεδο ανοίγουν μαγαζιά και εστιατόρια, νέες θέσεις εργασίας γεννιούνται και όλο αυτή η ανοδική αφήγηση έχει παντού πάνω της γραμμένο το όνομα του Greek Freak. Αυτό ακριβώς όμως που είναι σημαντικό είναι ότι η διαδρομή αυτή είναι απολύτως εξηγήσιμη, ορατή, εύκολα ανιχνεύσιμη. Γνωστή βήμα προς βήμα, κατάκτηση προς κατάκτηση.
Γιατί μπορεί για τον υπόλοιπο κόσμο ο Αντετοκούνμπο να είναι το Next Big Thing του NBA, ένας παίκτης που αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού. Σε μια εποχή που τα μεγάλα κορμιά των center εκλείπουν και κυριαρχεί η ταχύτητα και η ευστοχία των βραχύσωμων guard, το παιχνίδι του Γιάννη κινείται ακριβώς αντίθετα. Ένας παίκτης με σωματική δομή τέτοια ώστε να μπορεί να παίξει ουσιαστικά σε όλες τις θέσεις, είναι σήμερα ο ψηλότερος guard στην ιστορία του NBA. Εκεί που άλλοι guard θα στηριχθούν στο τρίποντο, αυτός θα αντιπροτείνει τη διείσδυση και τον αιφνιδιασμό. Θυμίζοντας σε μέγεθος τον Magic Johnson και σε εκρηκτικότητα τον Lebron James, ο Γιάννης αποτελεί ήδη ένα μπασκετικό φαινόμενο.
Για εμάς εδώ στην Ελλάδα όμως είναι πολύ περισσότερα. Είναι ένας άνθρωπος που καταφέρνει να ενσαρκώσει τις αντιφάσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας και να τις στρέψει προς μια θετική κατεύθυνση. Χωρίς δηλώσεις ή μανιφέστα, απλώς με το παράδειγμά του, απλώς με το όμορφο παιχνίδι. Μιας κοινωνίας ικανής να σε εκπλήξει θετικά ή αρνητικά με την παράδοξη φιλοξενία της ή τον παράλογο ρατσισμό της.
Για εμάς εδώ ίσως να αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα όπλα απέναντι στον καθημερινό ρατσισμό, ως ένα από τα βασικά επιχειρήματα απέναντι σε μια κουβέντα που αποκλείει τα επιχειρήματα. Μπορεί ο  ναζί αρχηγός της Χρυσής Αυγής να τον αποκάλεσε πίθηκο και ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να ειρωνεύτηκε την ελληνικότητά του αλλά αυτά τα ρατσιστικά ξεσπάσματα δεν καταφέρνουν να αλλάξουνε τίποτα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα λόγια των ακροδεξιών δεν μιλούν. Σχεδόν ούτε στους οπαδούς τους. Ακριβώς γιατί ο Αντετοκούνμπο δεν συνομιλεί με το πολιτικό αισθητήριο ή τη συγκροτημένη άποψη ενός Έλληνα, εισβάλλει στο θυμικό γεννώντας αντανακλαστική αποδοχή, διδάσκει συνύπαρξη μέσα από τον αφιλτράριστο θαυμασμό. Κάνει τη φυλετική υποκρισία να αναδιπλώνεται και να στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Και ακόμα και αν κάτι τέτοιο δεν θα μοιάσει ποτέ ειλικρινές, σε αυτήν ακριβώς την ανειλικρίνεια εμείς εντοπίζουμε μια νίκη. Όταν κάποιος θα προσπαθήσει να κρύψει παλιές απόψεις και δοξασίες (βλ π.χ. τον πρώην πρωθυπουργό και τους οπαδούς του) το κάνει γιατί αντιλαμβάνεται πόσο παράταιρη είναι η παλαιότερη άποψή του. Όχι μόνο αναγνωρίζει το λάθος της (ακόμη και αν συνεχίζει να πιστεύει ακόμη το ορθό της), αλλά με την υποκριτική του στάση την κατοχυρώνει ως περιθωριακή.
Ζω στην Κυψέλη, μια περιοχή της Αθήνας έκθετη στον καθημερινό ρατσισμό της μικρής κλίμακας. Κάτσε να περιμένεις πρωί στο ταχυδρομείο της πλατείας Κυψέλης για να δεις τι σημαίνει καθημερινός ρατσισμός, τα σχόλια, τις συμπεριφορές, το ύφος του ενός και του άλλου. Συχνά νιώθεις απελπισία. Περπατώντας λίγο πιο κάτω η απελπισία εξαερώνεται. Στις πλατείες της Κυψέλης βλέπεις μεικτές παρέες παιδιών να παίζουν χωρίς να ρωτάνε για καταγωγή, φυλή ή χρώμα και άλλα τέτοια. Η συνύπαρξη έχει τη φυσικότητα ενός λέι απ χωρίς αμυντικούς να σε εμποδίζουν. Είναι αυτά τα παιδιά και άλλα πολλά που θα μεγαλώσουν φορώντας μια φανέλα ενός παίκτη με ελληνικό όνομα και νιγηριανό επώνυμο.
Και το κρίσιμο ερώτημα είναι: μπορείς να γίνεις χρυσαυγίτης όταν μεγαλώνεις με το όνομα του Αντετοκούνμπο στην πλάτη;

Το μπάσκετ ως τέχνη και ως ελπίδα

[Και σήμερα πέρασες τα 30, ακούς τα ίδια συγκροτήματα και κανένας παίχτης δεν θα σε συγκινήσει ποτέ όσο ο Bodiroga, το τραγούδι σου εξίσου φάλτσο με το τρίποντό μας, κανείς μας δεν έπαιξε στο NBA, κανείς μας δεν έβγαλε δίσκο, ένας από εμάς, ο ψιλότερος, σήμερα διδάσκει σε ωδείο.]
Δεν ξέρω αν επηρεάζομαι και γω τελικά από την επέλαση του Γιάννη, αλλά πιστεύω πως υπάρχει κάτι μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του μπάσκετ που μπορεί να σε κάνει να αισθάνεσαι αισιόδοξος. Μια δομή συνεργασίας και ανταλλαγής ικανή να σε κάνει να αλλάζεις. 
Απ’ όλα τα ομαδικά αθλήματα, το μπάσκετ, είναι το πιο ομαδικό, με μια σειρά συστημάτων και συνδυασμών που συνεχώς αυξάνονται. Η συνεργασία βρίσκεται στον πυρήνα της μπασκετικής πραγματικότητας. Όχι σαν απαίτηση ενός ανέξοδου ηθικισμού, αλλά σαν απαραίτητη προϋπόθεση και απόλυτο συμπέρασμα. Δεν υπήρξε ποτέ ομάδα που να κατάφερε κάτι στηριζόμενη σε έναν και μόνο παίχτη. Ακόμα και ο αθλητής ρεκόρ των 100 πόντων Γουίλτ Τσάμπερλεν, ενώ κατάφερε να κυριαρχήσει σε όλες τις κατηγορίες του πρωταθλήματος, δεν κατάφερε να ξεπεράσει την ομαδικότητα των Boston Celtics, του Μπιλ Ράσελ, το ίδιο το πρότυπο της ομαδικότητας κατά τις δεκαετίες του 50 και του 60. Το όριο της επιτυχίας πάντα περιελάμβανε τον πρόχειρο σοσιαλισμό της πάσας, τον συνδυασμό πολλών χεριών.
Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση αυτό που προκαλεί τον ενθουσιασμό να είναι το εντυπωσιακό των ατομικών επιδόσεων, η ευστοχία ενός παίχτη ή το θέαμα ενός καρφώματος. Στην πραγματικότητα όμως είναι το γύρισμα της μπάλας, οι κινήσεις των παιχτών χωρίς αυτή, οι σιωπηλές γραμμές και ευθείες που δημιουργούνται μέσα στο χώρο. Αυτό που πολλαπλασιάζει την αίσθηση, είναι οι περιορισμοί. Ο χώρος που μικραίνει από την άμυνα της αντίπαλης ομάδας όσο και από τις γραμμές του γηπέδου, ο χρόνος που συρρικνώνεται από τα χρονόμετρα και τη σημασία του ρυθμού. Κάθε επίδοση γίνεται ένα επίτευγμα που συνέβη με τη συνεργασία κόντρα σε αυτό που αφαιρεί η αντίπαλη ομάδα. Η έμπνευση και ο σχεδιασμός του ενός, γίνεται ο χάρτης των πολλών και το αποτέλεσμα είναι μια πράξη συνεργασίας, που η απλή της επιτυχία συναντάται σπάνια σε άλλες πτυχές της καθημερινότητας. Η ιστορία του ενθουσιασμού γράφεται πάντα με τον ίδιο τρόπο, από τα πετυχημένα 10 δευτερόλεπτα μιας συντονισμένης προσπάθειας σε κάποιο γήπεδο απομακρυσμένο στο πουθενά μιας παρέας, μέχρι τη δυναστεία των απανωτών πρωταθλημάτων στα παρκέ της Ευρώπης ή της Αμερικής. Είναι οι πάσες αυτές που στήνουν τα γήπεδα, μετρούν τις ομάδες, κάνουν την αυστηρότητα ενός κανόνα, ελευθερία της έμπνευσης.
Μέσα στο παροδικό και το λίγο του θεάματος, μπορούμε να κερδίσουμε ένα συναίσθημα σπάνιο. Τον παιδικό ενθουσιασμό, που δεν κρίνει με αυστηρότητα αλλά με ειλικρίνεια. Το χαμόγελο μπροστά σε μια σταυρωτή τρίπλα του James Harden, σε ένα σουτ του Lebron James, ή σε μια διείσδηση του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Και πάνω απ‘ όλα τη χαρά μπροστά στην επίτευξη της συνεργασίας αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα.


(το κείμενο γράφτηκε για το ιταλικό περιοδικό The passenger των εκδόσεων Iperborea για το αφιέρωμά τους στην Ελλάδα)