Δεν είμαι σίγουρος για την διαδικασία την οποία ακολουθεί κανείς για να επιλέξει μια ομάδα. Λίγο η
οικογενειακή κληρονομιά, λίγο το φιλικό περιβάλλον, λίγο οι παράδοξοι συνειρμοί
μιας άγουρης ηλικίας χωρίς κριτήρια αλλά με πλεόνασμα ενθουσιασμού. Το πρόβλημα
γίνεται ακόμα πιο σύνθετο με τις εθνικές ομάδες. Μεγαλώνοντας, δικαιολογείς την
ηλικία σου μέσα από την σοβαρότητα των επιλογών σου. Φιλτράρεις (ακόμα και
ασυνείδητα) μέσα από την πολιτική, τις κοινωνίες, τους δεσμούς.
Ή ίσως διαδικασία να είναι πιο απλή. Ίσως
η επιλογή προκύπτει όταν συναντάς τον ενθουσιασμό σου για έναν παίχτη τη
σωστή στιγμή. Για τους περισσότερους από εμάς που μεγαλώσαμε σε κάποια όχθη της
δεκαετίας του ’90, ο παίχτης αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον
Ζινεντίν Ζιντάν. Όχι μόνο για το ποδοσφαιρικό του μέγεθος αλλά κυρίως για το
στίγμα αυτού του μεγέθους, την ενσάρκωση της ισορροπίας και της κομψότητας, του
οριακού του μετεωρισμού περιγράφοντας το περπάτημα πιο κοντά στην ανάταση και
όχι την πτώση (μια ανάταση που προκύπτει ακριβώς γιατί συνορεύει με την πτώση),
την θέαση των περιορισμών που θέτουν οι αντίπαλοι όχι ως εμπόδιο αλλά ως
ευκαιρία επίτευξης, για την εναρμόνιση του απλού και του σύνθετου σε μια δίαιτα
χωρίς ίχνος φλυαρίας. Και ακόμα για το πώς όλα αυτά συνδυάστηκαν με εκείνη την
κεφαλιάστο τελευταίο του παιχνίδι, την κεφαλιά στον τελικό του Μουντιάλ του
2006, -την κεφαλιά εκείνη λέω- που επαναπροσδιόρισε το τι σημαίνει ποδόσφαιρο,
κόντρα στις επιθυμίες των χορηγών, των πολιτικά ορθών, των αφιονισμένων, των
εθνικών, κόντρα σε όλους όσοι κατασκευάζουν στρογγυλεμένες και ζαχαρούχες
αφηγήσεις επιτυχίας, παραμύθια καλού και κακού, όπου ο ιλουστρασιόν ηθικισμός
περπατά αγκαλιά με την πιο ντοπαρισμένη επιτυχία. Ο Ζινεντίν Ζιντάν ήταν ένας
από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, αλλά ταυτόχρονα
αποτελεί και την πιο επιτυχημένη και πιο
συμπαγή ενσάρκωση της ταυτότητας της Εθνικής ομάδας της Γαλλίας.
Η Eθνική Γαλλίας αποτελεί αντίδοτο στον εθνικισμό λειτουργώντας κατά την
ακριβώς αντίθετη φορά. Στην ομάδα, η πλειοψηφία
των παιχτών είναι μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς. Όλα τα μεγάλα
αστέρια της Εθνικής Γαλλίας υπήρξαν μετανάστες. Στη χρυσή γενιά του ‘’σαμπανιζέ
ποδοσφαίρου’’ τη δεκαετίας του 50 ,αδιαμφισβήτητοι ηγέτες υπήρξαν ο Ρειμόν Κοπά
και Ζιστ Φοντέν. Οι γονείς του πρώτου ήταν Πολωνοί μετανάστες, ενώ ο δεύτερος
γεννήθηκε στο Μαρόκο και έμεινε στην Καζαμπλάνκα μέχρι τα 20 του χρόνια. Ακόμα
και ο Μισέλ Πλατινί (σύμβολο γαλλικότητας) είχε Ιταλούς γονείς, ενώ στην ομάδα
με την οποία κατέκτησε το ευρωπαϊκό κύπελλο του 1984, οι συμπαίχτες του είχαν
καταγωγή από το Μάλι, τη Γουαδελούπη, την Ισπανία κτλ.
Ίσως να μην φάνηκε λοιπόν παράδοξη η ρατσιστική επίθεση που εξαπέλυσε ο Ζαν
Μαρί Λεπέν το 1998 ενάντια στην εθνική: ‘’ Είναι ντροπή να ονομάζεται Γαλλία,
αυτή η ομάδα των αλλοδαπών’’. Η απάντηση βέβαια δόθηκε στο γήπεδο, όταν η ομάδα
του Ζιντάν, του Ανρί, του Ντεσαγί κατέκτησε το Μουντιάλ. Αμέσως μετά τον
τελικό, στους πανηγυρισμούς στους δρόμους του Παρισιού, μπορούσε κανείς να δει
γαλλικές σημαίες να ανεμίζουν μαζί με σημαίες της Αλγερίας, ενώ το πρόσωπο ενός Γαλλοαλγερινού καταλάμβανε όλη την έκταση της Αψίδας του Θριάμβου, του συμβόλου
της Γαλλικής υπερηφάνειας. Η Εθνική Γαλλίας πέρα από την επίτευξη ενός κυπέλου
είχε καταφέρει να αποδείξει πως ένα πολυπολιτισμικό και πολυεθνικό σύνολο
μπορεί να λειτουργήσει αρμονικά και να μείνει στη ιστορία ως ένα σύμβολο
διαφορετικότητας και συνύπαρξης.
Για το λόγο αυτό υποστηρίζουμε την Εθνική ομάδα της Γαλλίας. Ακόμα και αν
είναι η ομάδα (μαζί με την Αργεντινή) που χαίρεται να μας απογοητεύει. Το να
αντιλαμβανόμαστε τις πολιτικές προεκτάσεις του ποδοσφαίρου είναι ίσως το πρώτο
βήμα ώστε να αποφύγουμε και να αποτρέψουμε φαινόμενα και αποτελέσματα όπως οι
μαύρες κάλπες του Πειραιά και του Βόλου, φαινόμενα όπως οι τραμπουκισμοί των
φιλάθλων της ΑΕΚ στους διαφωνούντες με την ανέγερση του γηπέδου. Και ίσως να
μην ήταν υπερβολική η παραδοχή πως η πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου αποτελεί το
μόνο αντίδοτο απέναντι στην ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)