Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Δεμένοι στη μυλόπετρα: Ο ποιητής Γιώργος Νικολόπουλος



Άγνωστος στρατιώτης

Κάνανε τη νύχτα μέρα.
Τα πολυβόλα.
Στο Εκατερίνενμπουργκ.
Στο αναθεματισμένο Εκατερίνενμπουργκ...

Στη Μεγάλη Πορεία.
«Μεγάλη Πορεία» την ονόμασαν, οι ηλίθιοι...
Ήτανε σφαγή, κύριέ μου.
Μακελειό.
Βαδίζαμε και μας θέριζαν τα πολυβόλα.

Εκεί ο Βολόντια έχασε τα πόδια του.
Καημένε Βολόντια...
Εκεί ο Γκρίσα, ο Γκρίσα κύριέ μου, έφαγε μια σφαίρα στην κοιλιά.
Κατάφερε να κάνει τρία βήματα βαστώντας τ’ άντερά του, μέχρι που χυθήκανε στις λάσπες...

Κι’ εγώ, κύριέ μου;
Εγώ είμαι ακόμα εδώ.
Είμαι ακόμα εδώ...

Ο Γιώργος Νικολόπουλος γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Το 2010 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Γυάλινες βάρκες» από τις εκδόσεις Μανδραγόρας και ένα χρόνο μετά, από τις ίδιες εκδόσεις, τη συλλογή του «Χαμένες ευκαιρίες. Διάλογοι στο χείλος της αβύσσου». Εκτός από την ποίηση έχει ασχοληθεί με το παραμύθι, το μυθιστόρημα, το θέατρο. Τα ποιήματά του λειτουργούν ως προνομιακός χώρος συνομιλίας ανάμεσα στην ποιητικότητα και τις υπόλοιπες μορφές έκφρασης που βιώνει ως οικίες.
Ο Γιώργος Νικολόπουλος είναι ποιητής του στιγμιαίου ακόμα και όταν η στιγμή αυτή εκτείνεται σε τρεις χιλιάδες χρόνια όπως στο ποίημα «Το νόημα της ζωής». Η ένταση της στιγμής αυτής, από την οποία προκύπτει το συναίσθημα ή ο στοχασμός, πολύ συχνά σκηνοθετείται, με όρους κυρίως κινηματογραφικούς. Ο αναγνώστης μέσα στο ποίημα βλέπει και παρακολουθεί, αφού οι στίχοι περιλαμβάνουν την οπτική γωνία, το ρυθμό εξέλιξης του γεγονότος, τα πρόσωπα. Συχνά ο ποιητής χρησιμοποιεί το διάλογο, τις ερωτήσεις και τις αποκρίσεις, δίνοντας μια θεατρική υφή στο ποίημα θέλοντας σχεδόν να συμπεριλάβει τον άλλο, τον συνομιλητή πέρα από τον ίδιο ως υποκείμενο του στίχου. Ο ποιητής μοιράζει τις λέξεις του ανάμεσα σε πόλεις και πρόσωπα: το Βερολίνο και τη Βιένη, το Εκατερίνενμπουργκ, το Λονδίνο, τον Βολόντια και τον Γκρίσα, τον βασιλιά Γκρισάρ τον Β’, τον βασιλιά Κλο.
Σε πολλές περιπτώσεις το ποίημα γίνεται συμπυκνωμένη ιστορία, αποκτώντας σχεδόν παραβολικό χαρακτήρα, όπως π.χ. στο καφκικής υφής επεισόδιο του ποιήματος «Επανάσταση». Η επανάληψη χρησιμοποιείται συχνά δημιουργώντας μια σχεδόν τελετουργική ελλειπτικότητα, η οποία επιβάλλει τη διάθεση και την ατμόσφαιρα.
Στα ποιήματα του Γιώργου Νικολόπουλου τόσο συχνά συναντούμε εικόνες σχεδόν παιδικές. Την αθωότητα, το χιούμορ, το παιχνίδι. Μια αθωότητα που, όμως, συνορεύει με κάτι το ψυχρό και απειλητικό, σαν την εισβολή των ειδήσεων στο οικείο της οικογενειακής εστίας στο ποίημα «Οι ειδήσεις των εννιά». Ο ποιητής μοιάζει ανυπεράσπιστος, συχνά προδομένος μα δεν παύει να ρωτά. Η ερώτηση στη συγκεκριμένη γλώσσα μεταφράζεται σε μια διαδικασία γραφής, σε μια αναζήτηση πέρα από την απόκριση που τελικά τον λυτρώνει από το συχνά αμείλικτο της απάντησης.
Η κωμική ανατροπή του χιούμορ συναντιέται συχνά, άλλες φορές σαν ένα ευρηματικό ειρωνικό λογοπαίγνιο όπως στους στίχους: «Στων Ψαρών τους ολόμαυρους βράχους/ περπατώντας η φώκια Μονάχους/ μονάχους» και αλλού σαν μια αμείλικτη αποκάλυψη που δεν αφήνει χώρο ούτε καν σε ένα μειδίαμα: «Όταν έρχονται να σου κόψουν το δάχτυλο, δεν έχεις ανάγκη πια τα δαχτυλίδια».
Σε πολλά σημεία η επικοινωνία του ποιητή γίνεται μέσα από ένα παιχνίδι. Η απλότητα του παιχνιδιού πάντα κρύβει από κάτω της το σοβαρό και επικίνδυνο. Στο ποίημα «Ο πόλεμος» μια σειρά από τραπουλόχαρτα γίνονται στρατός που απειλεί. Αντιστρέφοντας τη διαδικασία, μια κατάσταση ακραία παίρνει την υφή του παιχνιδιού, όπως ο διαμελισμός στο κρεβάτι του Προκρούστη. Το παιχνίδι καταλήγει πάντα στην ήττα, μια ήττα που μοιάζει προδιαγεγραμμένη ακόμα και πριν την έναρξη όπως στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «Χαμένες ευκαιρίες», το ποίημα «Επίλογος: οι κανόνες του παιχνιδιού», όπου το αρνητικό αποτέλεσμα, ταυτίζεται με την ίδια τη δομή της διαδικασίας: «Κανόνας πρώτος έχεις χάσει».
Περισσότερο ίσως από οπουδήποτε αλλού, τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιώργου Νικολόπουλου εμφανίζονται στο ποίημα «Οι άλλοι» με τρόπο λυτό και συμπυκνωμένο:
«Και οι άλλοι;» ρώτησες. «Τι κάνουν οι άλλοι;»/ «Οργώνουμε», σου απάντησαν. «Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε τη μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι οργώνουμε. Σπέρνουμε. Θερίζουμε. Γυρίζουμε την μυλόπετρα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Και πάλι. Μέχρι το επόμενο πρωί. Μέχρι το πρωί. Μέχρι το τελευταίο πρωί»./ Χαμογέλασες ικανοποιημένος./ «Προπαντός, να μην ξεχνάνε τη μυλόπετρα», μου είπες. «Αυτό να τους πεις. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα, δεν έχουν να φοβούνται τίποτε»./ Σκέφτηκες για λίγο. «Ούτε κι εμείς», συμπλήρωσες. «Ούτε κι εμείς έχουμε να φοβόμαστε τίποτε. Όσο είναι δεμένοι στη μυλόπετρα».

(στην εφημερίδα Εποχή)

ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ: Ποιος Βασίλης;



Το πρώτο βήμα, η πρώτη έκθεση, η πρώτη φωνή, κρύβουν συχνά μέσα τους τις δυνατότητες και τις προοπτικές μιας αυριανής πορείας, συμπυκνώνοντας την αναμονή του μέλλοντος σε μια στιγμιαία ευχαρίστηση του παρόντος η οποία πολλαπλασιάζει κατά πολύ το μέγεθός της. Η μικρού μήκους ταινία «Ποιός Βασίλης», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Μουτσιάκα (βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Μένη Κουμανταρέα), αποτελεί μία από αυτές τις ευτυχείς περιπτώσεις. Την συναντήσαμε στα τέλη του περασμένου Οκτώβρη στο Τριανόν στα πλαίσια των προβολών ταινιών μικρού μήκους του Φεστιβάλ της Δράμας. Μια παραμονή Χριστουγέννων ένα κοριτσάκι και ο πατέρας του προλαβαίνουν το κουρείο λίγο πριν κλείσει. Ο πατέρας αφήνει το κορίτσι ζητώντας από τον κουρέα να το επιστρέψει στο σπίτι. Δύο ληστές, ένας Άι Βασίλης και μια ανάμνηση, θα εισβάλουν στο μαγαζί, ορίζοντας το κλίμα, την εξέλιξη και το τέλος της ιστορίας. Η βία της μεγαλούπολης, η παιδική αθωότητα, η κούραση και η τρυφερότητα του κουρέα, η προδομένη μα οικεία φιγούρα του Άι Βασίλη, η θλίψη των εορτών, η εγκληματικότητα και η τρομοκρατία, το ακυρωμένο μέλλον της νεολαίας γίνονται πελάτες του μαγαζιού στον σύντομο κινηματογραφικό χρόνο της ταινίας. Η μετάβαση από το ρεαλισμό των επιμέρους στοιχείων προς ένα παράλογο το οποίο απειλεί μα δεν ξεσπά, ένα παράλογο της καθημερινής συνύπαρξης, γίνεται ακριβώς με τη συνάντηση μέσα στο κουρείο, έναν χώρο ταγμένο στην τελετουργία του καθημερινού και σε μια ιδιαίτερη μα ξεχασμένη επαφή και κοινωνικοποίηση. Αυτό που η ταινία καταφέρνει με τρόπο απλό, είναι να μας μεταδώσει τη μελαγχολία και τη μυρωδιά των καθημερινών ανθρώπων, μια φέτα ζωής οικείας και ξένης, όμορφης μα και ταυτόχρονα πικρής. Πρωταγωνιστούν οι: Δημήτρης Μπικηρόπουλος, Χάρης Φραγκούλης, Δήμητρα Τρίκκα, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Στέλιος Χουλάκης.
(Στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ο Τεν Τεν και οι εποχές του μύθου




«Προχωρούμε καπετάνιε. Ίσως ανακαλύψουμε κανένα πηγάδι»
Ο κάβουρας με τις χρυσές δαγκάνες, 1941





Την τρέχουσα κινηματογραφική περίοδο, μία από τις ταινίες που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι «Το μυστικό του Μονόκερου» σε σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ. Αν και η ταινία είναι αναμενόμενο να επιτύχει εισπρακτικά, η σημασία της βρίσκεται αλλού. Η κινηματογραφική εκδοχή, υποδέχεται τον ήρωα του Ερζέ στον κόσμο της τρισδιάστατης θεαματικής υπερβολής. Ταυτόχρονα, όμως, τον ορίζει αποδεκτό σε μια νέα εποχή τελείως διαφορετική από αυτή που τον γέννησε, μετατρέποντας έτσι τις περιπέτειες του Τεν τεν από ιστορία σε μύθο. Σε τι όμως συνίσταται η μυθολογία του Τεν Τεν;
Ο Βέλγος Ζορζ Προσπέρ Ρεμί, (ευρύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο Ερζέ), άρχισε να δημοσιεύει τις ιστορίες του νεαρού δημοσιογράφου στο συντηρητικό παιδικό περιοδικό «Le Petit Vingtime» το 1929. Το πρώτο άλμπουμ με ιστορίες θα είναι το «Ο Τεν Τεν στη χώρα των Σοβιετικών» το 1930, ένα άλμπουμ σχετικά αφελές ως προς την προπαγάνδα και τις απλουστεύσεις του και κατώτερο σε σχέση με ό,τι θα ακολουθήσει. Το άλμπουμ θα θαφτεί από την ιστορία και έως και σήμερα παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά. Μέχρι το 1986, ο Ερζέ θα βγάλει 24 άλμπουμ με αυτοτελείς ιστορίες, τα οποία θα μεταφραστούν σε περισσότερες από 80 γλώσσες πουλώντας πάνω από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μέχρι σήμερα. Ο Τεν Τεν θα αποτελέσει ένα πολιτισμικό φαινόμενο που θα ξεπεράσει κατά πολύ τον κόσμο των κόμιξ, ορίζοντας τη μυθολογία του και αποτελώντας μια λογοτεχνική περίπτωση προς διερεύνηση.

Η γέννηση και η ηλικία του μύθου

Οι ιστορίες του Τεν Τεν είναι σε μεγάλο, αν όχι σε απόλυτο βαθμό, προϊόντα της εποχής που τα γέννησε. Οι νεκροί των χαρακωμάτων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, θα πάρουν μαζί τους μια ολόκληρη αντίληψη σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση, την επιστήμη, τη λογική. Η τέχνη που θα γεννηθεί την επόμενη μέρα του μεγάλου πολέμου θα αμφισβητήσει το δυτικό κόσμο στο σύνολό του. Το νταντά, ο εξπρεσιονισμός και ο σουρεαλισμός θα αποτελέσουν έκφραση μιας συνολικής άρνησης ενός πολιτισμού που οδήγησε σε ένα αιματοβαμμένο παράλογο. Τόσο ο χαρακτήρας όσο και ο κόσμος του Τεν Τεν περιγράφονται από αυτό το όριο της αρχικής τους εκκίνησης.
Ο Τεν Τεν γεννιέται μετά τον πόλεμο, μα οι 24 ιστορίες του δεν τον γερνούν. Μέχρι και το τέλος των ιστοριών ο ήρωας θα παραμείνει παιδί, νέος όσο και η ίδια η τέχνη των κόμιξ. Ο Τεν Τεν είναι ένα παιδί που προσπαθεί να διορθώσει τον κόσμο των μεγάλων. Δεν έχει παρελθόν, δεν έχει οικογένεια, δεν έχει καν επώνυμο. Αποτελεί ένα άτομο χωρίς ιστορία σε έναν κόσμο που προσπαθεί να ξεχάσει την πρόσφατη ιστορία του. Η ηλικία έρχεται σε αντίθεση με τη σοβαρότητα και την ετοιμότητα την οποία επιδεικνύει.
Αν και ένας από τους σημαντικότερους λόγους επιτυχίας των ιστοριών αποτελεί η δημιουργία των πρωτότυπων και έντονων χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν, ο βασικός πρωταγωνιστής δεν έχει χαρακτηριστικά, πάθη ή ιδιαιτερότητες παρά μόνο αρχές με σημαντικότερη αυτή της φιλίας. Ως ήρωας ο Τεν Τεν βιώνει τις ιστορίες του ως μια ενσαρκωμένη αρετή. Σε αντίθεση με την παιδική του σοβαρότητα, οι υπόλοιποι ήρωες υπάρχουν στο πλαίσιο μιας ενήλικης παιδικότητας, ταυτιζόμενοι με τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους. Ο αλκοολισμός και η αθυροστομία του κάπτεν Χάντοκ, η βαρηκοΐα και η εσωστρέφεια του καθηγητή Τουρνεσόλ, η αφέλεια και κουτοπονηριά των Ντιπόν και Ντιπόν, έρχονται σε αντίθεση με τον πρωταγωνιστή, η αφοσίωση του, όμως, απέναντί τους τον καθιστά πιο ανθρώπινο και του δανείζει τα χαρακτηριστικά που του λείπουν.

Η γεωγραφία και η συμφιλίωση

Αν ο χρόνος παραμένει σταθερός, στις ιστορίες του Τεν Τεν ο χώρος πάντα αλλάζει. Η γεωγραφία του μύθου περιλαμβάνει τοπία της Ευρώπης, του Βελγίου και της Γαλλίας, αλλά κυρίως μακρινές τοποθεσίες. Ο ήρωας δρα στη Λατινική Αμερική των Ίνκας, στην Κίνα του οπίου, στο μεταποικιακό Κονγκό, στο Θιβέτ και στις αραβικές χώρες. Το στιγμιαίο εκτείνεται ακίνητο και καθίσταται ικανό να συμπεριλάβει ταυτόχρονα τον αρχαϊσμό των ινδιάνων της Αμερικής και ένα ταξίδι στο φεγγάρι. Οι ήρωες των ιστοριών γίνονται περισσότερο Ευρωπαίοι όσο πιο πολύ ταξιδεύουν, ενώ ταυτόχρονα εξοικειώνονται και καταλαβαίνουν το ευρύτερο εκτός και το μέγεθος του κόσμου. Οι ιστορίες διαχειρίζονται το αποικιακό παρελθόν της Ευρώπης, προσδιορίζοντας έναν ευρύτερο μεταπολεμικό ουμανισμό σε μια προσπάθεια οικουμενικής περιγραφής του.
Αν και Ερζέ συχνά κατηγορήθηκε (και πολλές φορές καθόλου αβάσιμα) για μια σειρά από αμαρτίες, όπως για ρατσισμό, αντισημιτισμό και σεξισμό, τόσο μέσα στις ιστορίες και τις απεικονίσεις του όσο και λόγο των προσωπικών του πολιτικών επιλογών, οι περιπέτειες του Τεν Τεν σπάνια σχολιάζουν εκτός του κεντρικού τους μύθου. Ενός μύθου συμφιλίωσης μετά από μια μεγάλη καταστροφή. Η ρευστότητα της εποχής μας και η εμφάνιση των πρώτων διακρατικών τριγμών κάνει τον νεαρό δημοσιογράφο με το παντελόνι του γκολφ μια φιγούρα από την αρχή οικεία και επειγόντως πολύτιμη.