Κράτα τη φωνή μου σε βραχνιασμένα μαγνητόφωνα, την όψη μου σε αμφίβολες κάμερες και προβολές. Αυτός εκεί είναι ένας άλλος που ανελλιπώς με αλλάζει.
Μετράει τον χρόνο παράλληλα με μένα -σταθερός αυτός και γω συνέχεια σε κίνηση, σε αφαίρεση, σε φθορά- και ταυτόχρονα τον χρόνο που έφυγε στο αμείλικτο πάγωμά του.
Γι’ αυτό και οι φωτογραφίες χάλαγαν όταν έπαιρναν φως, γι’ αυτό και το φιλμ καίγεται αν παραμείνει σταθερή η μπομπίνα. Ο χρόνος θέλει ψυχρότητα για να σε συντηρήσει.
Κάθε τι προοικονομεί αυτό που καταργεί την όψη, που βουβαίνει τη φωνή. Κάθε καταγεγραμμένη παρουσία μας φόρος για την οριστική μας απουσία. Ηδη άλλωστε από τη γέννησή του το αντίγραφο ανήκει στο παρελθόν.
Μια φωτογραφία γεννιέται γερασμένη ήδη απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα της εμφάνισής της. Και αυτό γιατί δεν περιέχει ποτέ την όψη αλλά τον χρόνο μας.
«Μα πόσο γέρασε αυτός». Το ακούς συχνά τελευταία σε νέες ταινίες. Οταν αντικρίζεις τον ηθοποιό που μεγάλωσε μαζί σου, σε νέο ρόλο τώρα, σε νέο πλαίσιο.
Τον ηθοποιό που βγήκε στις ταινίες περίπου την ίδια περίοδο που εσύ άρχιζες να πηγαίνεις σινεμά.
Στις ταινίες εκείνης της ηλικίας που σου εντυπώνονται και παρακολουθείς ξανά και ξανά. Και η ηλικία του μένει σταθερή, επίμονα σταθερή όμοια με τη μοίρα του στις ταινίες.
Και όσο επίμονα και αν το επιθυμείς δεν θα υπάρξει άλλη τροπή, μόνο επανάληψη και επιβεβαίωση της σταθερότητας.
Και έτσι σαν φίλος που ξαφνικά χαθήκατε και τον βλέπεις μετά από καιρό, αντιλαμβάνεσαι με την ξαφνική του εμφάνιση όλο τον χρόνο που πέρασε από πάνω του: «Μα πόσο άλλαξε αυτός».
Και είναι παράδοξο αλλά ακόμη ταυτίζεσαι μαζί του. Με άλλο τρόπο βέβαια, γιατί όσο και αν έχει αλλάξει αυτός άλλο τόσο έχεις αλλάξει και εσύ.
Και έτσι στο ξάφνιασμά σου βάζεις τη μία ταύτιση απέναντι από την άλλη. Και το μόνο που καταφέρνουνε να δουν και οι δυο είναι ο χρόνος που υπάρχει ανάμεσά τους.
Χρόνος δικός σου αποκλειστικός -που ίσως να μοιράζεσαι και μ’ άλλους αλλά δεν έχει σημασία- σαν μέτρια ταινία που ενώ έχεις αντίληψη της μετριότητάς της, εσύ συνεχίζεις να τη βλέπεις σε τακτά χρονικά διαστήματα, μιας και βρίσκεις εκεί κάτι δικό σου.
Και ύστερα θυμάσαι το συναίσθημα εκείνο, το πώς είναι να βλέπεις ηθοποιούς μεγαλύτερους σε παλαιότερες ταινίες τους. «Κοίτα να δεις, ο Τζακ Νίκολσον είχε μαλλιά, ο Μίκι Ρουρκ δεν έμοιαζε με κροκόδειλο και ο Γούντι Αλεν ήταν ακόμη αστείος».
Αλλάζει κάτι στο πώς βλέπεις τους ίδιους ηθοποιούς. Οχι πολλά όμως. Κάθε ηθοποιός έχει για μας την ηλικία της πρώτης τυχαίας γνωριμίας μας.
Κάπου εκεί αρχίζει η ανάγνωση της άλλης φιλμογραφίας. Αυτή στην οποία δεν κοιτάς τα ονόματα των ταινιών, τους ρόλους, μόνο τις χρονολογίες.
Και καθώς βλέπεις μόνο αριθμούς να αυξάνουν, κάπου εκεί μεγαλώνεις και εσύ. Συναντάς τα ίδια πρόσωπα παραλλαγμένα σε ρόλους, να προχωρούν αφήνοντας πίσω σημάδια, αφήνοντας πίσω ταινίες. Οι ρόλοι τους, στίγματα χρόνου.
Βλέπουμε ταινίες για να ξορκίσουμε όσα δεν βλέπουμε γύρω μας. Μα οι ταινίες μάς κοιτούν και αυτές (γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει το σκοτάδι στην αίθουσα. Μπας και ξεφύγουμε από το βλέμμα τους).
Και οι εικόνες τους είναι προοικονομία ενός κόσμου που έχει ήδη περάσει.
Μας προειδοποιούν για τον χρόνο κρατώντας ηθοποιούς και ρόλους σταθερά στην ίδια ηλικία, δείχνοντάς μας από επανάληψη σε επανάληψη το αναπόφευκτο της μοίρας και της εξέλιξής τους.
Μα κάπου εκεί πάντοτε φυτρώνει και η παρηγοριά. Ασχετα με το πού βρισκόμαστε, άσχετα με την ηλικία μας ο Ρόμπερτ ντε Νίρο πάντα θα ρωτά το είδωλο στον καθρέφτη αν μιλά σε αυτόν, ο Μάνος Κατράκης θα ξανοίγεται στο άγνωστο της θάλασσας κρατώντας μια ομπρέλα, το πρόσωπο της γυναίκας θα συναντά το Κόκκινο της αδελφότητας και στο τέλος το παιδί θα μας κοιτά στα μάτια με φόντο τη θάλασσα μετά από 400 χτυπήματα. Πολύ μακριά μέσα στον χρόνο, πολύ μακριά μετά τον χρόνο.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)