«Τραγουδώ το ηλεκτρικό κορμί,
Οι στρατιές εκείνων που αγαπώ με κυκλώνουν και τις κυκλώνω και εγώ,
Δεν θα με απελευθερώσουν ώσπου να τις ακολουθήσω, να τους αποκριθώ,
Και να τις εξαγνίσω, φορτίζοντάς τες με της ψυχής το ηλεκτρικό φορτίο».
Walt Whitman, ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΚΟΡΜΙ
«Δεν είχα καταλάβει πόσο φτωχή είναι αυτή η χώρα μέχρι που άρχισα να χρησιμοποιώ τακτικά τον ηλεκτρικό για να πάω στη δουλειά». Αυτά παρατηρούσε ο φίλος σε ένα τραπέζι αρκετά μετά τις 12, όταν η ώρα δεν κινδυνεύει να σου ξεφύγει προς κάποιο ανοιχτό σταθμό.
Τα πρόσωπα στον ηλεκτρικό, τα σώματα στον ηλεκτρικό. Η αντιστροφή της επαφής, όταν βασική μέριμνα του κάθε κινούμενου είναι να αποφύγει το σώμα του άλλου, την ξαφνική χειραψία, την επαφή με τον άγνωστο.
Οταν προσπαθεί να αποφύγει το διασταυρωμένο βλέμμα, να περιληφθεί στην όραση κοιτώντας την όραση, κοιτώντας τον άλλο. Οι ακίνητοι κινούμενοι, κουρδισμένοι στην ίδια ταλάντωση, μοιραζόμενοι το ίδιο τράνταγμα, αποθηκεύοντας την ανάσα στο ίδιο δοχείο.
Ορθιοι στην οριζόντια κίνηση, με μίσος για όσους πρόλαβαν να αποστατήσουν στην ευκολία του καθίσματος, πρωινοί και άγουροι ενώ το βαγόνι αναλαμβάνει τη βιασύνη μας.
Από τον Πειραιά μέχρι την Κηφισιά το πλήθος αλλάζει και αλλάζει, ανανεώνεται κουβαλώντας περιοχές, χαρακτηριστικά, ταξικότητα.
Δεν γίνεται ποτέ να μπεις δύο φορές στο ίδιο βαγόνι. Ετσι για λίγο το Μαρούσι συμβιώνει με το Μοσχάτο, η Καλλιθέα με την Κηφισιά, οι Ταύροι με τα Πεύκα μέσα σε μια ψευδεπίγραφη Ειρήνη και Ομόνοια.
Ενα χάος από λάθος μυρωδιές, υγρά του σώματος, σημάδια. Ολα σε κυνηγούν μέσα στην αγοραία αγοραφοβία τις εύκολης δυσθυμίας.
Παρεξηγήσεις που δεν θα ειπωθούν, σχόλια που δεν θα ακούσεις, μια γρήγορη αξιολόγηση ίσα ίσα να βγάλεις τη διαδρομή. Τα αντικείμενα που προσπαθούν για απομόνωση.
Εφημερίδες, ακουστικά, τηλέφωνα. Μα η απομόνωση πάντοτε σπάει.
Είναι οι άνθρωποι του ηλεκτρικού που μπαίνουν σε κάθε βαγόνι. Ανθρωποι υπόγειοι. Τοξικοεξαρτημένοι, άστεγοι, πλανόδιοι μουσικοί, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι.
Ανθρωποι χτυπημένοι από αρρώστια ή από συγκυρία, τύχες τσαλακωμένες, αφημένες στον αέρα της πιο στιγμιαίας συγκυρίας.
Ακούς το αίτημα που έχουν να πουν σε όλο το βαγόνι, αίτημα ειπωμένο πάντοτε με ρυθμό, με μια συγκεκριμένη τσακισμένη μουσικότητα.
Είναι ο απρόσμενος αυτός ρυθμός που γεννά η επανάληψη και εκεί μέσα -αν ενδιαφερθείς- μπορείς να αντιληφθείς την έκταση της αναζήτησής τους.
Τις πόσες ώρες και τους πόσους σταθμούς, την έκταση από το παρακαλώ στο παρακαλώ, όλες τις διαδρομές της απώλειας.
Ανθρωποι που στοίβαξε η κοινωνία στα υπόγειά της, που τοποθέτησε σε μια τροχιά ταχύτητας τέτοιας ώστε να μην μπορείς να τους δεις.
Ζητούν κάτι από τη βιασύνη, τη διαδρομή, το βλέμμα σου. Και ύστερα φεύγουν στον επόμενο σταθμό, ψάχνοντας και ψάχνοντας.
Και στη μέση του βαγονιού ο στύλος, να αποθηκεύει τα αποτυπώματα των χεριών, να συμβάλλει σε μια ερήμην μας χειραψία όταν και οι δύο θα έχουμε φύγει από το βαγόνι, εμείς που δεν ειδωθήκαμε ποτέ, αλλά που να, τώρα σφίγγουμε τα χέρια μέσα στον στύλο.
Και ενώ παρατηρείς έτσι στα όρθια, κάποιος βιαστικός σε ταρακουνά.
Λίγοι στίχοι σού πέφτουν απ’ την τσέπη. Του Λεοντάρη: «Μόνος κι άλλος κανείς εδώ/ με το μέτωπο κολλημένο στις ράγες/ να λογαριάζω τα σάπια βαγόνια/ εδώ κι όχι αλλού, καμιά υπεκφυγή γι' αλλού/ τα τρένα όλα φευγάτα/ κι οι μέρες μας ατέλειωτες…». Του Σαχτούρη: «Ο σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες/ που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες/ γιατί έχει πολύν καιρό νά 'ρθει/ τραίνο σ’ ετούτον το σταθμό/ και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια».
Του Μαγιακόφσκι: «Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι/ σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου/ ποτισμένη με δάκρυ/ για να την κουβαλήσω/ σαν το σκυλί που κουβαλάει/ στην τρύπα του/ το πόδι του που του ’κόψε το τραίνο».
Μα όσες και αν είν’ οι λέξεις, εσύ θα σκοντάφτεις πάντα στη σιωπή. Βουβός σε ένα πλήθος που ψιθυρίζει τον εαυτό του σε καθρέφτες και αντανακλάσεις βρόμικων τζαμιών, μέσα στον εντομοκτόνο βόμβο της πόλης.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου