«Κύριε, ήρθε η ώρα. Το καλοκαίρι ήταν πολύ μεγάλο.
Αφησε τον ίσκιο σου πάνω απ' τα ηλιακά ρολόγια,
και στα λιβάδια ξαμόλα τους ανέμους.
Διέταξε τους τελευταίους καρπούς γεμάτοι να 'ναι,
δώσε τους ακόμα δυο μέρες ζεστές σαν νότου,
στην τελειότητα ώθησέ τους και κυνήγα
στο δυνατό κρασί την στερνή γλύκα
Οποιος δεν έχει τώρα σπίτι, πια δεν θα χτίσει.
Οποιος τώρα μόνος είναι, θα παραμείνει για πολύ,
θα ξαγρυπνά, θα διαβάζει, θα γράφει γράμματα μακροσκελή
και στις αλέες θα περιφέρεται εδώ και κει
ανήσυχος, όταν τα φύλλα στροβιλίζονται».
Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Φθινοπωρινή μέρα»
Και ο ουρανός βαρύς, ενιαίος, χωρίς χαμόγελο, σχεδόν σαν να σε εποπτεύει. Ενώ σέρνεις τα βήματά σου και εκείνος μετακινείται χωρίς πάταγο.
Ογκος και ταυτόχρονα ξεφύσημα, να γεμίζει το βλέμμα και ταυτόχρονα να καραδοκεί μακριά, σαν προειδοποίηση και σαν αναμονή.
Να σηματοδοτεί με τρόπο αμετάκλητο κάτι που δεν ειπώνεται. Είναι το μέγεθος, είναι η αναμονή, είναι η συνηγορία του τέλους του καλοκαιριού.
Ναι, και όλο αυτό το σύννεφο, αέρας μαζί και όγκος, αφαίρεση μαζί και σχήμα μοιάζει με αποτύπωση μιας ανάσας.
Της κάθε ανάσας ή μιας συλλογικής ανάσας που βγαίνει μαύρη και ταξιδεύει στον ουρανό.
Χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό εποπτεύοντας όσους τη γέννησαν (αυτούς που τώρα δεν το ομολογούν αλλά κομματάκι τη φοβούνται), εξετάζοντας τα ενδεχόμενα, τα όποια ενδεχόμενα. Ο ουρανός το φθινόπωρο μας συνοψίζει.
Μα πώς να μιλήσεις για φθινόπωρα αποφεύγοντας την εύκολη κοινοτοπία, την καρμπόν μελαγχολία, τα λόγια σε σχήμα χιλιοφαγωμένης από τα βλέμματα καρτ ποστάλ;
Δεν ξέρω, ίσως όλα αυτά να υπάρχουν για κάποιον λόγο. Και ίσως η κοινοτοπία να είναι άλλος ένας τρόπος επιβεβαίωσης, ανεξάρτητα από τη θλίψη που προκαλεί η συνειδητή επανάληψη.
Τα φθινοπωρινά τοπία σπάνια καταγράφουν ανθρώπους. Συνήθως όλοι είναι απόντες από εκεί. Και η δραστηριότητά τους μοιάζει να κόπηκε απότομα και να μένει πια μετέωρη πάνω στα αφημένα αντικείμενα. Τους άδειους δρόμους, τις μισανοιγμένες τέντες, τα έρημα πάρκα.
Σαν τη βιασύνη στην πρώτη ξαφνική βροχή. Καθισμένη στην καρέκλα, η απουσία τους ακουμπά τους αγκώνες της στο τραπέζι και ξεφυλλίζει χθεσινές μορφές που κατάπιε ο αέρας.
Μα αν έχει κάποιο νόημα το φθινόπωρο είναι ακριβώς πως σε εξοικειώνει με την απώλεια. Της δίνει χρόνο, την ανασύρει από το στιγμιαίο χτύπημα, από το ακαριαίο.
Είναι μια απώλεια που σε μαθαίνει να βιώνεις την απώλεια. Δεν χωρά εδώ η μελαγχολία. Απλωμένη μέσα στους μήνες γίνεται αποδοχή.
Και η αποδοχή φέρνει πάντοτε κάτι καινούργιο. Το τέρμα είναι πάντοτε αφετηρία. Μια μουδιασμένη εκκίνηση όπου φυτρώνουν ξερά φύλλα.
Και είναι τα φύλλα αυτά η επιδερμίδα του χρόνου. Πέφτοντας σε νιφάδες πάνω σε αυτό που τελειώνει και σε αυτό που αρχίζει.
«Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,/ βλέπεις, δεν ξέχασα,/ τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,/ κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης./ Κι ο Βοριάς τα παρασύρει/μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης./ Βλέπεις, δεν ξέχασα/ το τραγούδι που μου τραγουδούσες». Γράφει ο Jacques Prévert.
Σκέψεις φυλλοβόλες, προσγειώνονται πάνω σε φύλλα χαρτί. Λέξεις αποδημητικές κατευθύνονται στην ησυχία.
Ενώ γράφω έξω βρέχει και για άλλη μια φορά η γλώσσα καταστρέφει τη μορφή. Η κατανόηση θέλει ησυχία, με τον ίδιο τρόπο που η ζωή χρειάζεται θόρυβο για να αυτοεπιβεβαιωθεί. Τη μέρα που θα καταλάβουμε θα βρέχει βουβά, μια μέρα που τα σύννεφα θα κατέβουν.
Μια μέρα που τα σύννεφα θα κατέβουν. Θα στοιβαχτούν γύρω μας σε τεμάχια, απαλά με σιωπηλό πάταγο σαν μια κατολίσθηση από τίποτα.
Θα μπουν σε τσέπες, καπέλα, φλιτζάνια χωρίς να τα αντιληφθούμε, σαν χέρια πορτοφολάδων. Ετοιμα εκεί θα περιμένουν, μέχρι να μάθουμε να σφουγγίζουμε με τα σύννεφα τον ιδρώτα από τα μέτωπα του χρόνου.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου