«Είπες εδώ και χρόνια:
"κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός"»
(Γιώργος Σεφέρης, Τρία κρυφά ποιήματα)
Ισως για λίγους από εμάς, ίσως για πολλούς ακόμα, η χρονιά πάντα σταματά στο ζεστό χάσμα του Αυγούστου. Ίσως γιατί η αναμονή και ο ενθουσιασμός έμειναν να κατοικούν στα μαθητικά θρανία, οι επιθυμίες να καταγράφονται σε γαλάζια τετράδια ανορθόγραφα και το καλοκαίρι να είναι πάντα διακοπή. Αψηφώντας την όποια ημερολογιακή εγκυρότητα, η χρονιά αρχίζει πάντα τον Σεπτέμβρη και οι απολογισμοί απλώνονται στο πρώτο κατάστρωμα που θα σε μεταφέρει στο καλοκαίρι.
Έτυχε να χαζέψω πρόσφατα τη χρονιά που αφήνουμε σε μια αντίστροφη διαδρομή, διαβάζοντας άρθρα παλαιότερα με την ημερομηνία τους όλο να μακραίνει στον ορίζοντα. Και μαζί γεγονότα που δεν μοιάζουν να μακραίνουν: το κλείσιμο της ΕΡΤ, τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τη Συρία. Την υπόθεση Σακκά, το κρατικό έγκλημα στις Σκουριές, τα νομιμοποιημένα βασανιστήρια στο Βελβεντό. Ανάμεσα σε βιβλία που διαβάστηκαν, φράσεις που γράφτηκαν και συζητήσεις που δεν έγιναν, με το δημόσιο λόγο να γίνεται όλο και πιο χάρτινος, την καταστολή να ματώνει, το ρατσισμό να φουντώνει, την κρίση όλο και να βαθαίνει, την αδικία όλο και να απλώνεται. Ο χρόνος μέσα στην κρίση περνά ιστορικά συμπυκνωμένος, με τις βεβαιότητες και τα δικαιώματα να σβήνονται με ένα διάταγμα και μια πρόχειρη υπογραφή, τα αυτονόητα να τρίζουν κάθε μέρα, το χρόνο να κάνει άλματα προς τα πίσω μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Φτάνοντας πίσω μέχρι και το ρήγμα του αυτονόητου στις περσινές εκλογές και ύστερα όλο και πιο πίσω μέχρι άλλους απολογισμούς σε άλλα καλοκαίρια.
Έτσι ανάμεσα στον απολογισμό των περασμένων απολογισμών, έτυχε να πετύχω ένα άρθρο από μια περασμένη χρονιά της κρίσης με τίτλο «Λόγος για κάποιο καλοκαίρι». Ενώ τα λεπτά περνούν με την πυκνότητα που επιβάλει η νέα χρονιά, ενώ προσπαθείς να υπολογίσεις πόσος πραγματικός χρόνος πέρασε από τότε, διαβάζεις:
«Μα τουλάχιστον έχουμε το καλοκαίρι… και όλη αυτή τη θάλασσα που δεν εξαντλείται (ο ποιητής ρωτά ακόμα: "τη θάλασσα, τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει" και μόνη απόκριση η ηχώ μιας σιωπής πάνω από τον αφρισμένο ορίζοντα). Αυτή τη θάλασσα που όταν δεν διδάσκει την ομορφιά, διδάσκει τη ματαιότητα.
Όλη αυτή η ζέστη φέρνει τα πάντα πιο κοντά, κάθε τι πιο κοντά, σφίγγει τις ραφές, τραβά τα κορδόνια, πυκνώνει τα σύνορα. Και είναι το σώμα ολόκληρο, με το φως να το υπενθυμίζει στην κάθε στιγμή, η σάρκα να αγκαλιάζει πρώτη φορά τόσο σφιχτά τα κόκαλα, η ζωή να αγκαλιάζει την ανάσα».
Και πιο κάτω:
«Τουλάχιστον το καλοκαίρι… Η βιαιότητα του ήλιου, το έγκαυμα της ζωής. Ο ήλιος φωτογραφίζει τα πάντα χωρίς να εμφανίζει την εικόνα. Τη συντηρεί σε εκείνη τη δροσιά, μακριά από τον τόπο ή το χρόνο. Και την υπενθυμίζει τυχαία μέσα σε ώρες μακρινές, όταν τα λεπτά στάζουν τυχαία. Κάτω από τόσο φως, κάθε αίσθηση γίνεται αφή».
Είναι τώρα αυτές οι μακρινές ώρες που ο ήλιος υπενθυμίζει. Και αν καταφέρεις να πείσεις τον εαυτό σου να ξεχαστεί είναι πάντα το ίδιο καλοκαίρι. Και είσαι και πάλι ξεχασμένος σε μια άδεια παραλία, χαζεύοντας προς τα μέσα και προς τα έξω. Αν ξύσεις την επιφάνεια του ορίζοντα θα χυθούν μπροστά σου όλα τα ταξίδια που δεν έγιναν, ματαιωμένες αποχωρήσεις και αναβολές διαδρομών. Ρίχνουμε ακόμα στη θάλασσα μπουκάλια, τώρα πια άδεια, αφού η κρίση σβήνει τις γραφές κλέβει τα μηνύματα, μέχρι τουλάχιστον η απογοήτευση να γίνει διεκδίκηση και το δάκρυ γροθιά.
Ακόμα και τώρα που «όλα είναι σκληρά σαν τα κοχύλια», ακόμα και τώρα που μέχρι και τα χαμόγελα έχουν δόντια, ο χρόνος θα τρέξει με τον ίδιο ρυθμό, με το φως να γίνεται παυσίλυπη ανηφόρα. Σε κάποια σκιερή καβάτζα, στη φιλοξενία ενός φιλικού σπιτιού, έστω και σε κάμαρες που κατοίκησε ζωή και τώρα ενοικιάζονται επιπλωμένες (Στις γωνίες τους θα συναντήσεις μια χούφτα αλάτι που στέγνωσε και απλώθηκε. Που σημαίνει πως κάποιος ονειρεύτηκε μεγάλα ταξίδια και ναυπήγησε φυγή).
Κάποιοι δεν κατάφεραν να επιστρέψουν από το εξωτερικό και κάποιοι θα παραμείνουμε στην πόλη. Γυρνώντας στους δρόμους που περπάτησε η χρονιά, τους δρόμους τώρα άδειους, τις μέρες που ακόμη και τα λεωφορεία φτάνουν στην ώρα τους. Και το άδειο παραμένει ευρύχωρο για σκέψεις και απολογισμούς. Μα ό,τι πέρασε φέτος πέρασε. Και κάθε στιγμή είναι επίσης ευρύχωρη για να αναλωθεί το παλαιό και να φυτρώσει το καινούργιο. Άλλωστε οι ποιητές μας έχουνε μιλήσει, για την υπομονή και τη φωτιά:
«…Όλα γυρεύουν να καούν.
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ' το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή -
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν
τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά».
(Γ.Σ. «Θερινό ηλιοστάσι»,
από τα Τρία κρυφά ποιήματα)
(στην εφημερίδα εποχή)
"κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός"»
(Γιώργος Σεφέρης, Τρία κρυφά ποιήματα)
Ισως για λίγους από εμάς, ίσως για πολλούς ακόμα, η χρονιά πάντα σταματά στο ζεστό χάσμα του Αυγούστου. Ίσως γιατί η αναμονή και ο ενθουσιασμός έμειναν να κατοικούν στα μαθητικά θρανία, οι επιθυμίες να καταγράφονται σε γαλάζια τετράδια ανορθόγραφα και το καλοκαίρι να είναι πάντα διακοπή. Αψηφώντας την όποια ημερολογιακή εγκυρότητα, η χρονιά αρχίζει πάντα τον Σεπτέμβρη και οι απολογισμοί απλώνονται στο πρώτο κατάστρωμα που θα σε μεταφέρει στο καλοκαίρι.
Έτυχε να χαζέψω πρόσφατα τη χρονιά που αφήνουμε σε μια αντίστροφη διαδρομή, διαβάζοντας άρθρα παλαιότερα με την ημερομηνία τους όλο να μακραίνει στον ορίζοντα. Και μαζί γεγονότα που δεν μοιάζουν να μακραίνουν: το κλείσιμο της ΕΡΤ, τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τη Συρία. Την υπόθεση Σακκά, το κρατικό έγκλημα στις Σκουριές, τα νομιμοποιημένα βασανιστήρια στο Βελβεντό. Ανάμεσα σε βιβλία που διαβάστηκαν, φράσεις που γράφτηκαν και συζητήσεις που δεν έγιναν, με το δημόσιο λόγο να γίνεται όλο και πιο χάρτινος, την καταστολή να ματώνει, το ρατσισμό να φουντώνει, την κρίση όλο και να βαθαίνει, την αδικία όλο και να απλώνεται. Ο χρόνος μέσα στην κρίση περνά ιστορικά συμπυκνωμένος, με τις βεβαιότητες και τα δικαιώματα να σβήνονται με ένα διάταγμα και μια πρόχειρη υπογραφή, τα αυτονόητα να τρίζουν κάθε μέρα, το χρόνο να κάνει άλματα προς τα πίσω μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Φτάνοντας πίσω μέχρι και το ρήγμα του αυτονόητου στις περσινές εκλογές και ύστερα όλο και πιο πίσω μέχρι άλλους απολογισμούς σε άλλα καλοκαίρια.
Έτσι ανάμεσα στον απολογισμό των περασμένων απολογισμών, έτυχε να πετύχω ένα άρθρο από μια περασμένη χρονιά της κρίσης με τίτλο «Λόγος για κάποιο καλοκαίρι». Ενώ τα λεπτά περνούν με την πυκνότητα που επιβάλει η νέα χρονιά, ενώ προσπαθείς να υπολογίσεις πόσος πραγματικός χρόνος πέρασε από τότε, διαβάζεις:
«Μα τουλάχιστον έχουμε το καλοκαίρι… και όλη αυτή τη θάλασσα που δεν εξαντλείται (ο ποιητής ρωτά ακόμα: "τη θάλασσα, τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει" και μόνη απόκριση η ηχώ μιας σιωπής πάνω από τον αφρισμένο ορίζοντα). Αυτή τη θάλασσα που όταν δεν διδάσκει την ομορφιά, διδάσκει τη ματαιότητα.
Όλη αυτή η ζέστη φέρνει τα πάντα πιο κοντά, κάθε τι πιο κοντά, σφίγγει τις ραφές, τραβά τα κορδόνια, πυκνώνει τα σύνορα. Και είναι το σώμα ολόκληρο, με το φως να το υπενθυμίζει στην κάθε στιγμή, η σάρκα να αγκαλιάζει πρώτη φορά τόσο σφιχτά τα κόκαλα, η ζωή να αγκαλιάζει την ανάσα».
Και πιο κάτω:
«Τουλάχιστον το καλοκαίρι… Η βιαιότητα του ήλιου, το έγκαυμα της ζωής. Ο ήλιος φωτογραφίζει τα πάντα χωρίς να εμφανίζει την εικόνα. Τη συντηρεί σε εκείνη τη δροσιά, μακριά από τον τόπο ή το χρόνο. Και την υπενθυμίζει τυχαία μέσα σε ώρες μακρινές, όταν τα λεπτά στάζουν τυχαία. Κάτω από τόσο φως, κάθε αίσθηση γίνεται αφή».
Είναι τώρα αυτές οι μακρινές ώρες που ο ήλιος υπενθυμίζει. Και αν καταφέρεις να πείσεις τον εαυτό σου να ξεχαστεί είναι πάντα το ίδιο καλοκαίρι. Και είσαι και πάλι ξεχασμένος σε μια άδεια παραλία, χαζεύοντας προς τα μέσα και προς τα έξω. Αν ξύσεις την επιφάνεια του ορίζοντα θα χυθούν μπροστά σου όλα τα ταξίδια που δεν έγιναν, ματαιωμένες αποχωρήσεις και αναβολές διαδρομών. Ρίχνουμε ακόμα στη θάλασσα μπουκάλια, τώρα πια άδεια, αφού η κρίση σβήνει τις γραφές κλέβει τα μηνύματα, μέχρι τουλάχιστον η απογοήτευση να γίνει διεκδίκηση και το δάκρυ γροθιά.
Ακόμα και τώρα που «όλα είναι σκληρά σαν τα κοχύλια», ακόμα και τώρα που μέχρι και τα χαμόγελα έχουν δόντια, ο χρόνος θα τρέξει με τον ίδιο ρυθμό, με το φως να γίνεται παυσίλυπη ανηφόρα. Σε κάποια σκιερή καβάτζα, στη φιλοξενία ενός φιλικού σπιτιού, έστω και σε κάμαρες που κατοίκησε ζωή και τώρα ενοικιάζονται επιπλωμένες (Στις γωνίες τους θα συναντήσεις μια χούφτα αλάτι που στέγνωσε και απλώθηκε. Που σημαίνει πως κάποιος ονειρεύτηκε μεγάλα ταξίδια και ναυπήγησε φυγή).
Κάποιοι δεν κατάφεραν να επιστρέψουν από το εξωτερικό και κάποιοι θα παραμείνουμε στην πόλη. Γυρνώντας στους δρόμους που περπάτησε η χρονιά, τους δρόμους τώρα άδειους, τις μέρες που ακόμη και τα λεωφορεία φτάνουν στην ώρα τους. Και το άδειο παραμένει ευρύχωρο για σκέψεις και απολογισμούς. Μα ό,τι πέρασε φέτος πέρασε. Και κάθε στιγμή είναι επίσης ευρύχωρη για να αναλωθεί το παλαιό και να φυτρώσει το καινούργιο. Άλλωστε οι ποιητές μας έχουνε μιλήσει, για την υπομονή και τη φωτιά:
«…Όλα γυρεύουν να καούν.
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ' το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή -
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν
τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά».
(Γ.Σ. «Θερινό ηλιοστάσι»,
από τα Τρία κρυφά ποιήματα)
(στην εφημερίδα εποχή)