Αγαπητέ Βασίλη, ήρθε η ώρα να αναμετρηθούμε. Εσύ με την αιώνια αισιοδοξία μιας υπόσχεσης που θα τηρηθεί ακόμη και αν αντιβαίνει στους νόμους της φυσικής και της οικονομίας και εμείς εδώ με τους λογαριασμούς, τα χρέη και τις παλινωδίες μας. Εσύ με την εικονογραφημένη σου πραγματικότητα, ξυλόγλυπτη και στολισμένη να αναβοσβήνει σαν υποχρέωση χαράς και μεις με τις κατάρες μας να κυνηγάνε τις ευχές σου. Εσύ, η χοληστερίνη προσωποποιημένη χωρίς φόβο για σώμα ή για αναπνοή κι εμεις μονίμως να σκοντάφτουμε στις στοιβαγμένες μας ανάσες.
Εσύ η θλιβερή εικόνα στην οποία προσωποποιήσαμε τις επιθυμίες μας. Άκακος, ανώδυνος, σαν κάθε τι που μπορεί να ειπωθεί δημόσια, να χωρέσει στις αγορές και τις πωλήσεις, να γίνει τόσο συγκεκριμένο ώστε να αποκτήσει τιμή. Μονίμως γερασμένος σαν άνθρωπος χωρίς επιθυμίες, ικανός να κάνει παρέα αποκλειστικά με ταράνδους και με χιόνια. Εκμεταλλευτής των ξωτικών στα αμέτρητα sweatshops της καταπίεσης και της παράνομης εργασίας. Εισαγόμενος σαν παστουρμάς από την Καισαρεία και κρυμμένος σαν ρώσος φυγάς, μαφιόζος κάπου στη Λαπωνία. Θιασώτης της βίας στα ζώα που από το πολύ μαστίγωμα έκανε ακόμα και τους ταράνδους να πετάνε. Ερασιτέχνης διαρρήκτης που έχει εισβάλει σε κάθε σπίτι του δυτικού κόσμου με προτίμηση όσους πληρούν τις οικονομικές προϋποθέσεις ώστε να πληρώσουν τις υπηρεσίες του. Όρθιος και κόκκινος σαν απαγορευτικό με παπούτσια, επιδεικτικά γενειοφόρος ώστε να μας κάνει να ξεχάσουμε την αγία μορφή του Καρόλου Μαρξ.
Ω εσύ Βασίλη και Βασίλιε που εισβάλεις στις παιδικές μας εικόνες γεμάτος δώρο και ανταμοιβές, άγιε της αγοραπωλησίας και της Coca-cola, ντυμένος σαν κόκκινο χαλί που πάνω του θα περπατήσει όλη μας η ματαιοδοξία, γεννημένη ακριβώς την ώρα της συναλλαγής μαζί σου.
Πάρε το μικρό τυμπανιστή και μάθε τον να παίζει ντραμς, μπας και σταματήσει να μυξοκλαίει. Το «Ζυστίν» του Μαρκησίου Ντε Σαντ και χάρισε το σε κάποιον Μητροπολίτη (για πλάκα). Το πλαστικό δέντρο που ποτίζουμε όλο το χρόνο, τα Χριστούγεννα όλων των αγέννητων συγγενών.
Πάρε μια κάλτσα γιορτινή που σκόνταψε και έπεσε στο τζάκι και το βλέμμα του 6χρονου που την κοιτά να καίγεται και χαίρεται γιατί είναι κατά της παγκοσμιοποίησης των γιορτών και της ημερολογιακά και εμπορικά επιβεβλημένης ευωχίας. Το τζάκι ενός εγωιστή γίγαντα, το οποίο ανάβει με συνέπεια κάθε βράδυ των γιορτών ώστε να καψαλίσει αυτό τον εισβολέα των δώρων, τον ενοχλητικό, αλκοολικό χοντρομπαλά του γιοχοχό και της κοκακόλας. Πάρε κυρίως το δράμα του δυσλεκτικού ξαδέρφου μου που πάντα μπέρδευε τον Ρούντολφ το ελαφάκι, με τον Ρούντολφ Ες των Ναζί.
Όχι με ημερολόγια, όχι με πρωτοχρονιές, όχι με αντίστροφες μετρήσεις. Έτσι μετριέται ο πραγματικός χρόνος για όλους εμάς. Λίγο να στεκόμαστε μαζί και λίγο να τρέχουμε τρομαγμένοι».
Φέτος θα κρατήσουμε τα τζάκια μας να καίνε μέχρι το πρωί. Και η γιαγιά θα παραφυλάει με το δίκαννο, οπλισμένη μέχρι να φέξει.
(στην εφημέριδα Εποχή)