Η νεότητα, η ωρίμανση, η ηλικία. Μέσα στο ατελείωτο ξάφνιασμα που είναι η κρίση (στην αριστερή και δεξιά μνημονιακή εκδοχή και διαχείρισή της), κάθε τι πρέπει να επαναπροσδιοριστεί.
Δεν υπάρχει εδώ η βεβαιότητα της αυστηρά προσδιορισμένης περιόδου, η απόλυτη κυριολεξία των αριθμών, η απόλυτη κατάφαση των ληξιαρχείων.
Και αν μάθαμε να μετράμε τις χρονιές μέσα από ημερολόγια -όμοια όπως το θερμόμετρο μετράει τον πυρετό μας-, τώρα καλούμαστε να μάθουμε από την αρχή να συντάσσουμε ημερολόγια.
Οσοι μπήκανε νέοι μέσα στην κρίση, το πρώτο πράγμα που κλήθηκαν να νοηματοδοτήσουν από την αρχή ήταν ακριβώς η ηλικία και η θέση της ηλικίας στην κοινωνία.
Η νεότητα από υπόσχεση μεταμορφώθηκε στο απόλυτο ρητορικό επιχείρημα προς αλίευση εύκολου συναισθήματος.
Κάθε σκληρό μέτρο και ταυτόχρονα κάθε αντιπολιτευτική υπόσχεση είχε ως αναφορά μια φαντασιακή νεολαία, ένα αμφίβολο σώμα με κοινά χαρακτηριστικά, κοινές καταβολές και κοινή προοπτική.
Ολα αυτά φυσικά καμία σχέση δεν είχαν με την πραγματική ηλικία. Στην πραγματικότητα αποτελούν μια μετάθεση της παλιάς (και ταυτόχρονα πρόσφατης ) θέασης της ηλικίας στα νέα δεδομένα.
Μια μεταφορά παλιών υποσχέσεων, επιθυμιών και απαιτήσεων σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον.
Η ίδια η πρόσφατη ιστορία της νεότητας άλλωστε μας αποκαλύπτει πως ποτέ της δεν ήταν κάτι το σταθερό. Μέσα στον μεταπολεμικό κόσμο άλλαξε ξανά και ξανά μορφή και πρόσωπο, διεκδίκησε νέα όρια, κατοίκησε νέα πεδία.
Ηδη από τη δεκαετία του '50 η νεότητα έπαυσε να αντιμετωπίζεται ως προθάλαμος για την ενήλικη ζωή. Απέκτησε αυτοτέλεια, δικαίωμα στην έκφραση και τον αυτοπροσδιορισμό.
Ταυτόχρονα, βέβαια, αντιμετωπίστηκε ως ένα ιδανικό πεδίο καταναλωτικής εκμετάλλευσης. Τα χαρακτηριστικά της νεολαιίστικης κουλτούρας αποκωδικοποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν εκ νέου, ταξινομήθηκαν και τελικά σε κάποιο σημείο γύρω στη δεκαετία του '80 απονευρώθηκαν.
Ο νέος εμφανίστηκε ως ο ιδανικός υπήκοος στη χώρα της αποχαύνωσης. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η ηλικία έπαψε να αποτελεί προϋπόθεση νεότητας.
Ο νέος έγινε ένας ανθρωπότυπος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η αφέλεια, το ατελείωτο και άνευ όρων αίτημα για διασκέδαση, η ευεξία, ο ηδονισμός χωρίς πάθος, η υπέρβαση της φθοράς μέσα από τη γυμναστική ή μέσα από πλαστικές παρεμβάσεις έγιναν επιταγές καθολικές και μέσα από πρότυπα, διαφημίσεις, περιοδικά κατοχυρώθηκαν σχεδόν ως διαταγές κοινωνικής αποδοχής.
Ο νέος έπαψε να είναι νέος, απλώς ήταν ο άνθρωπος αυτός που βρισκόταν στις κατάλληλες συνθήκες ώστε μέσα από συγκεκριμένες επιλογές και πράξεις να είναι περισσότερο και με καλύτερο τρόπο νέος απ’ όσο οι άλλοι.
Η συνθήκη αυτή στη χώρα μας (αλλά και σε άλλες χώρες) ήρθε να συναντηθεί με το χαζοχαρούμενο ψέμα της μόνιμης προόδου, της ανάπτυξης δίχως πισωγυρίσματα, της άνευ όρων ευημερίας.
Δεν είναι παράλογο λοιπόν πως όσοι από εμάς πάτησαν τη νεότητα στα χρόνια λίγο πριν από την κρίση βρέθηκαν εκτεθειμένοι στην ατελείωτη αντηλιά των μαγικών προοπτικών.
Ως νέος δεν ξεκινούσες απλώς τη ζωή σου, ξεκινούσες και την καριέρα σου. Σε τέτοιο βαθμό ταυτίστηκαν τα δύο άκαμπτα θετικά πρόσημα ώστε για λίγο πιστέψαμε πως είναι το ίδιο πράγμα.
Με την απόλυτη λοιπόν κατάρρευση της ευημερίας, ξαφνικά αισθανθήκαμε πως χάσαμε και τη νεότητα. Και σίγουρα τη χάσαμε. Οχι όμως την ηλικία.
Την άλλη νεότητα, την πλαστική και χαζοχαρούμενη, αυτή που αναζητά μόνο την επιβεβαίωσή της και τρέφεται αποκλειστικά με καθρέφτες. Η νεότητα κατέρρευσε σαν μια μάσκα όμοια με το πρόσωπο που καλύπτει. Ομοια αλλά απολύτως κάλπικη.
Κι έτσι μένουμε εδώ με την άλλη νεότητα. Αυτή που τόσο καιρό αποφεύγαμε. Αυτή που τόσο καιρό μάς συνόδευε, ζηλεύοντας ίσως, αλλά χωρίς να μας ενοχλεί.
Αυτή τη νεότητα καλούμαστε τώρα να επαναπροσδιορίσουμε. Να δούμε τι ακριβώς σημαίνει να είσαι νέος υπό αυτές τις συνθήκες, να επανανοηματοδοτήσουμε την προοπτική, την απαίτηση, την ωρίμανση.
Γιατί ο προσδιορισμός της νεότητας ορίζει και την επιβεβλημένη μας έξοδο από αυτήν. Προς το παρόν παραμένουμε εκκρεμείς, χωρίς χρονολόγηση, εγκλωβισμένοι σε ένα κενό ηλικίας.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου