Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Η επαφή


Κάθε εποχή γεννά τη λογοτεχνία που της αντιστοιχεί. Η οικονομική κρίση ήταν το τελευταίο από μια σειρά παραδειγμάτων όπου ένα γεγονός στις παραλλαγές και στις διαφορετικές ενσαρκώσεις του γέννησε μια αφήγηση με κοινή θεματική. Είναι λογικό λοιπόν να περιμένουμε μια σειρά βιβλίων γύρω από την πανδημία και τον εγκλεισμό; Αφηγήσεις γύρω από ένα θέμα οικουμενικό και πρωτότυπο, συνταρακτικό και ταυτόχρονα ενσαρκωμένο με άπειρους διαφορετικούς τρόπους; Το μυθιστόρημα «Η επαφή» του Τόμας Μεϊρέλεβιτς είναι ένα από τα πρώτα βιβλία που απαντούν καταφατικά σε αυτό το ερώτημα.

Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο, 30 χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση ενός νέου δολοφονικού ιού και 25 χρόνια μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου. Η αρρώστια που σκότωσε τα 1/3 του πληθυσμού μεταδίδεται μέσω της επαφής. Η θνησιμότητα από τον ιό είναι σχεδόν απόλυτη και δεν έχουν βρεθεί εμβόλια ή φάρμακα που να τον περιορίζουν. Για τον λόγο αυτό έχει απαγορευτεί στους ανθρώπους να ακουμπούν ο ένας τον άλλο για οποιονδήποτε λόγο. Οι άνθρωποι έχουν σταματήσει να ζούνε μαζί, οι ερωτικές σχέσεις έχουν απαγορευτεί, οι χειραψίες, ακόμα και οι καυγάδες. Ολοι ζούνε σε ειδικά διαμορφωμένα σπίτια. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα γίνεται σε κουβούκλια. Οι δουλειές, οι δοσοληψίες, ακόμα και οι μεταφορές σε λεωφορεία και μετρό. Ενα 10% έχει ανοσία στον ιό. Ενα μυστικό που δεν ομολογείται ώστε να αποφευχθούν κοινωνικές αναταραχές και διαιρέσεις. Η κυβέρνηση επιτηρεί την κάθε δραστηριότητα ενώ ταυτόχρονα προσφέρει στους κατοίκους μια άνετη διαβίωση στις δεδομένες συνθήκες.

Σε μια μεγαλούπολη που μπορεί να είναι το Λονδίνο ή οποιαδήποτε άλλη σύγχρονη μητρόπολη ζει ο Νικ, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Ο Νικ είναι κατασκευαστής γαντιών, απαραίτητο εξάρτημα λόγω του ιού και ταυτόχρονα αντικείμενο-φετίχ, σύμβολο επίδειξης και ταξικού διαχωρισμού ανάλογα με την ποιότητά του. Τα 45 του χρόνια τον τοποθετούν στην κατηγορία των ανθρώπων που θυμούνται τον παλιό κόσμο και τον αναπολούν, αυτών που προσπαθούν μάταια να προσαρμοστούν στις επιταγές της συνθήκης και να εκτονωθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Ακούει τζαζ στο διαμέρισμά του (μια μουσική που ο ίδιος ταυτίζει με την επαφή και τη σωματικότητα), συχνάζει στο ειδικά διαμορφωμένο μπαρ της γειτονιάς του, συνήθως με τον κολλητό του φίλο Μαρκ, και επισκέπτεται στους ερωτικούς θαλάμους τις κόκκινης ζώνης. Εκεί θα γνωρίσει τη Χάνα, μια πόρνη που κάνει στριπτίζ σε έναν από τους θαλάμους. Και θα την ερωτευτεί. Ενας νυχτερινός ξυλοδαρμός, μια απρόσμενη βοήθεια και μια παράδοξη επαφή θα οδηγήσουν τον Νικ στην καρδιά της αποξένωσης και στην ουσία του αποκλεισμού. Φέρνοντας στην επιφάνεια την ταξικότητα της υγείας, μια κυβερνητική συνωμοσία και τη σημασία της ανθρώπινης προσέγγισης σε έναν κόσμο φτιαγμένο από υποχρεωτικές αποστάσεις.

Ο Μεϊρέλεβιτς χρησιμοποιεί στοιχεία της υπάρχουσας κατάστασης έκτακτης ανάγκης για να θέσει θέματα που βρίσκονται στον πυρήνα του σύγχρονου πολιτισμού. Την αποξένωση, την απανθρωποποίηση, τη μοναξιά στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, την υπέρβαση του σώματος μέσα από μια πλαστική σωματικότητα. Το κυρίαρχο στοιχείο που γειώνει το βιβλίο στην αφηγηματική οικειότητα είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η νουάρ αισθητική. Η «επαφή» είναι στην πραγματικότητα ένα hardboiled αστυνομικό μυθιστόρημα, τοποθετημένο στην παραδοξότητα ενός μακρινού κόσμου. Η αφήγηση μέσα από τη φωνή του Νικ, μια φωνή εξαντλημένη σε έναν εξαντλημένο περιβάλλον, μας μεταφέρει την υποκειμενικότητα ενός παρατηρητή σε έναν κόσμο που αποτελείται αποκλειστικά από μονάδες που δεν συναντιούνται. Είναι μοναξιά, ύπαρξη και αγωνία ταυτόχρονα. Η σουρεαλιστική υφή -με τα παράδοξα ζώα που κατοικούν τις πόλεις, τις θεσμοποιημένες νυχτερινές συμμορίες που βγαίνουν στους δρόμους για να τις καθαρίσουν από αστέγους και τους άπειρους διάφανους τοίχους ανάμεσα στους ανθρώπους- δημιουργεί μια αίσθηση παράλογης απειλής αλλά ταυτόχρονα μια μεταφορά για την εσωτερική κατάσταση των ηρώων, για τον μετεωρισμό τους σε έναν σύμπαν που καταρρέει.

Η «Επαφή» περιγράφει έναν κόσμο τραβηγμένο στα άκρα του. Το γεγονός πως, ακόμα και στην υπερβολή του, ο κόσμος αυτός μας φαίνεται οικείος περιγράφει το παράδοξο της κατάστασης που βιώνουμε. Και ταυτόχρονα την ανάγκη να επανεξετάσουμε τον πυρήνα της κοινωνικής μας υπόστασης και των επιλογών μας. Των επιλογών όχι στη συνθήκη της έκτακτης ανάγκης, αλλά της κανονικότητας αυτής που αν την κοιτάξεις από απόσταση μοιάζει εξίσου παράλογη με μια μελλοντική δυστοπική κοινωνία.

(Το κείμενο που μόλις διαβάσατε αποτελεί μια λογοτεχνική κριτική. Αυτό όμως που το διαχωρίζει από το είδος είναι το γεγονός πως ο Τόμας Μεϊρέλεβιτς δεν υπήρξε ποτέ και η «Επαφή» είναι ένα βιβλίο που δεν έχει γραφτεί)

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Η μεγάλη ησυχία


Καθώς περπατάς με τα πόδια σου στο νερό κατά μήκος της παραλίας και η παραλία δεν τελειώνει. Ενώ τα πόδια βουλιάζουν στην υγρή άμμο και το νερό άγουρα κρύο, απροετοίμαστος Μάης μήνας που βάζει τα δυνατά του να φερθεί σαν καλοκαίρι. Και μέσα σε όλα το είχες ξεχάσει. Τη θάλασσα, την κόπωση να είναι ευχάριστη, ακόμα και το περπάτημα. Μα είναι εκεί για να επιστρέφουν. Πάντα επιστρέφουν σαν μισοτελειωμένη φράση που άφησες για μήνες στο γραφείο και τώρα γυρίζεις και την ολοκληρώνεις σαν να μην έφυγες ποτέ. Το νόημα της φράσης σε διακατέχει, με τον ίδιο τρόπο που η φωνή σου επιβιώνει στην ηχώ. Ηχος δικός σου και αντανάκλαση επίσης. Η φράση επαναλαμβάνεται μέσα σου σαν ηχώ ηχούς που εποστρακίζεται στα εσωτερικά τοιχώματά σου και όλο μεγαλώνει. Μια μέρα θα καταλάβει ολόκληρο το σχήμα σου. Και όταν επιστρέψεις στο γραφείο, η φράση θα έχει ολοκληρωθεί πριν καλά καλά τη γράψεις. Και συνεχίζεις το περπάτημα με τα πόδια σου στο νερό, κατά μήκος της παραλίας.
Οι ώρες αυτές μέσα στη ζωή· οι ώρες αυτές που συναντάς τη μεγάλη ησυχία. Ολα γύρω σου μοιάζουν στη θέση τους. Κοντινά, αλλά ταυτόχρονα απόμακρα. Τα νιώθεις πως υπάρχουν, αλλά δεν μπορούν να σε αγγίξουν. Οι περαστικοί περνούν σαν να επιτελούν κάποιο ρόλο. Μόνο για σένα. Μέσα στο δικό σου βουβό τοπίο, όπου οι ήχοι υπάρχουν αλλά δεν σημαίνουν. Το πόδι βουλιάζει. Κι ο χρόνος συνεχίζει. Και εσύ συνεχίζεις. Αλλά κάθε τι υπάρχει δεμένο από τον ίδιο ρυθμό. Σε μια συμφωνία πιο βαθιά από τη συνεννόηση. Θα μπορούσε να είναι συνενοχή. Κάτι μυστικό και την ίδια στιγμή μοιρασμένο. Κάτι που δεν ομολογούμε αλλά μας δένει συνοψίζοντας εμάς του ίδιους μέσα στο μη ομολογημένο νόημά του.
Η ησυχία. Να ξεχειλίζει από μέσα σαν ξαφνική μόνωση που βουβαίνει το περιβάλλον, τοίχος αυθόρμητος, διάφανος που σε μετατοπίζει από συμμετέχοντα σε παρατηρητή. Της θάλασσας, των γύρω ακόμα και του εαυτού σου. Του εαυτού σου κυρίως. Στο κάτω κάτω εκεί συναντιούνται όλα τα υπόλοιπα. Και αποφεύγεις τα γύρω σώματα πότε πατώντας την άμμο και πότε τα φύκια και η σκέψη σου έχει σε τέτοιο βαθμό αγκαλιάσει τον εαυτό της που δεν είναι πια λέξεις. Μόνο βουβές καταφάσεις που σε σπρώχνουν προς τα μπρος, σαν άθροισμα αμίλητων συμπερασμάτων που τώρα συμπεραίνει εσένα και όλο μεγαλώνει. Βουβαίνοντάς σε. Και επεξηγώντας σε μέσα στον ρυθμό του βαδίσματος. Και ο ρυθμός επιστρέφει και κάθε τι μένει ακούνητο ή κουνιέται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στις δυο περιπτώσεις. Και ενώ ο ήλιος πέφτει, κι ενώ η θάλασσα παγώνει, εσύ σταματάς. Σαν να έφτασες κάπου, σαν τόσα βήματα να μπορούν να ερμηνευτούν αποκλειστικά από το σημείο που βρίσκεσαι τώρα, βαφτίζοντας κάθε προηγούμενη τροχιά προορισμό. Εσύ σταματάς. Και δεν υπάρχει τίποτα τριγύρω. Μια εικόνα όμοια με αυτές που μόλις άφησες πίσω, μια διαδοχή που απλώς διαδέχεται, ένα ίδιο ακόμα πιο ίδιο. Το τυχαία συμβάν. Χωρίς να συμβαίνει.
Και όμως, εδώ το συναίσθημα είναι πιο βαθύ. Σχεδόν άπατο.
Μια ενότητα. Που είναι πίστη και υπόθεση την ίδια στιγμή. Πιο πολύ αίσθηση, ανατρίχιασμα ή κάτι, ανάμνηση μιας εμπειρίας που δεν έχει βιωθεί. Η ενότητα. Η αίσθηση αυτή που σε κάνει ολόκληρο. Μετά το κλείσιμο στους ίδιους τοίχους, πίσω από τις ίδιες πόρτες για τόσες μέρες. Εστω για λίγο νιώθεις πως κατοικείς σε ένα μέλλον οικείο σαν τον ορίζοντα, σαν την έκταση που δεν σταματά να εκτείνεται. Και ανήκεις. Επιτέλους ανήκεις. Στην έκταση και στον ορίζοντα, στο βάδισμα και στη θάλασσα, αλλά πιο πολύ στην ησυχία αυτή που αναβλύζει μέσα από το κάθε τι γύρω σου και σου υπενθυμίζει. Και σου παρέχει. Και σε συνοψίζει.
Η μεγάλη ησυχία. Που σε ολοκληρώνει σαν να ήσουν φράση παρατημένη στη σιωπή του γραφείου της για μήνες.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Είναι όμορφα έξω


Δύο μήνες μετά. Με μόνη διακοπή τις επισκέψεις για είδη ανάγκης, τις βόλτες με τον σκύλο και καμιά βιαστική βόλτα με το καρότσι. Τι μένει μέσα μας από το μέσα; Να περπατάς από την Κυψέλη στο Σύνταγμα και να το σκέφτεσαι. Πως τα πόδια σου ξεσυνήθισαν τις μεγάλες αποστάσεις, πως πρώτη φορά κοιτάς έτσι τους χιλιοειπωμένους δρόμους. Με το κεφάλι ψηλά προς τα πάνω, όπως όταν επισκέπτεσαι για πρώτη φορά μια ξένη πόλη και προσπαθείς να την δεις ολόκληρη. Λίγο ήθελε και δεν θα έβγαινες. Είναι και ο καιρός σήμερα μουντός, που να τραβήξεις για πορεία μέσα στην πανδημία; Και ενώ είσαι ήδη έξω αμετάκλητα σκέφτεσαι πόσο δύσκολη θα είναι η επιστροφή στην κανονικότητά σου και φοβάσαι πως ίσως να μη θες να πολυβγαίνεις. Και ύστερα λες πως όλοι μας είμαστε μια μπύρα μακριά από τον προηγούμενο εαυτό μας.
Καθώς το σκέφτεσαι και χωρίς να το καλοκαταλαβαίνεις περνάς μπροστά από τα παρατημένα σου στέκια, ορφανά από την επιμονή σου να τα επισκέπτεσαι, σε αναμονή, σαν να σε καραδοκούν. Και υπό το άγρυπνο βλέμμα τους βρίσκεις ξαφνικά γνωστούς, όρθιους πίσω από τις μάσκες, μαθαίνεις νέα τους κατευθυνόμενος προς τη συγκέντρωση. «Σκεφτόμουν να σε πάρω», «την παλεύεις;», «όλα καλά;». Ερωτήσεις γενικές και απόλυτα συγκεκριμένες μες την απροσδιοριστία τους. Αφού όλοι πάνω κάτω ζούμε παραλλαγές του ίδιου θέματος, ο ίδιος κοινός τόπος μας αφηγείται. «Να κανονίσουμε να πάμε καμιά βόλτα για περπάτημα ρε, Φωκίωνος ή κανέναν περιφερειακό.» Ναι να κανονίσουμε.

Φίλοι που ούτε ξέρεις από πότε έχεις να τους δεις – είναι σίγουρα παραπάνω από 2 μήνες, είναι πολύ πολύ περισσότερο- φίλοι με όψεις αλλαγμένες, άλλοι έχουν παχύνει, άλλοι έχουν αδυνατήσει, άλλοι το έριξαν στη γυμναστική, αλλαγμένοι, με κουρέματα πρόχειρα και άστοχα που δοκίμασε η κοπέλα τους, με κεφάλια ξυρισμένα να τελειώνουμε, όλοι αλλαγμένοι με τόσους διαφορετικούς τρόπους αλλά βουτηγμένοι μέσα στην ίδια αλλαγή. «Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση», «και ακόμα δεν έχει αρχίσει». Ένα μέλλον που εκκρεμεί. Όχι να ολοκληρωθεί αλλά να ξεκινήσει. Αυτό που θα μοιάζει με μέλλον. Όχι μια παύση ή μια επανάληψη αλλά ένα αύριο ολοκληρωτικά ξημερωμένο.
Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα. Κάτι μακρινό από τη γιορτινή χροιά που κινείται με τα υπόγεια νερά τέτοιων συναντήσεων. Είναι κάπως σαν να προστέθηκαν μερικές εκατοντάδες μοναξιές και να μην κατέληξαν σε κοινό ψήφισμα. Σαν να ήταν ακόμα νωρίς. Λίγο οι μάσκες που σε κάνουν να μην είσαι σίγουρος για το ποιος σε χαιρετάει, λίγο το σώμα που ξεσυνήθισε να χαιρετά και η φωνή που ξεσυνήθισε από τέτοιες πρόχειρες κουβέντες, λίγο ο μουντός καιρός που κάθεται συννεφιασμένος στη διάθεσή σου. Είναι και αυτή η αίσθηση πως οποιαδήποτε παύση είναι πρόσκαιρη, πως όλα θα επιστρέψουν αγριότερα, πως ο υδράργυρος ζητά πάλι πίσω τον πυρετό του. Και πως στην άκρη του καλοκαιριού μας περιμένει μια νέα κρίση, μια οικονομική μετάσταση αγριεμένη. Να ρίξει κάτω ό, τι κατάφερε να μείνει όρθιο την τελευταία δεκαετία. Κάτι πένθιμο, κάτι βουβό. Που επιστρέφεις στις ίδιες συγκεντρώσεις, που η γενιά σου περιπλανιέται από κρίση σε ύφεση, και από απογοήτευση σε πανδημία. Που ο καιρός μας κάνει να σκορπίζουμε και που ο ίδιος βουβός καιρός μας βαραίνει όλους.

Είναι και αυτή η υγειονομική σαχλαμάρα που έχει ξεκουρδίσει τις κινήσεις σου. Να βάλεις μάσκα. Αφού βάλεις γάντια. Να βγάλεις τα γάντια να καπνίσεις. Και μετά νέα γάντια αφού απολυμάνεις τα χέρια. Να μην κάτσεις κάτω, να χαιρετήσεις με τον αγκώνα, να μην βάζεις τα χέρια στο πρόσωπο. Ναι, ναι η ανάγκη ξέρω. Αλλά και το ανθρώπινο αναγκαίο είναι. Και μας λείπει.
Και ύστερα ο δρόμος της επιστροφής. Δρόμος σερνάμενος με κάτι άδοξο μέσα του. Κάτι που δεν εκπληρώθηκε. «Ανάβεις σε παρακαλώ το θερμοσίφωνο για όταν έρθω;» (πέρνα και μία την οθόνη με απολυμαντικό τώρα). Και ύστερα οι στίχοι του ποιητή. Συνειρμός που σε ακολουθεί σαν επίμονος σκύλος που σε παίρνει από πίσω και σου γαυγίζει για πέντε τετράγωνα: «Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας/ πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως».
Είναι όμορφα έξω. Αλλά όχι και τόσο όταν κουβαλάς τόσο μέσα στα μέσα σου. Που θα πάει. Θα ξανασυναντηθούμε.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Πορτρέτο του καλλιτέχνη ως φαντάσματος


Η εποχή της επιδημίας, ο χρόνος ανάμεσα στις καραντίνες, η ανέπαφη εποχή της απόστασης είναι χρόνος πυκνός. Το τέλος της πρώτης μας επαφής με την πανδημία σηματοδοτεί την αρχή μιας εποχής αναστοχασμού και ανασχηματισμού. Μία κοινωνία -δίπλα σε άλλες κοινωνίες- αναζητά τον βηματισμό που θα την κάνει να προχωρήσει ανάμεσα στις νέες εκβάσεις του ιού και των μέτρων, την αναμενόμενη ύφεση και ακόμα χειρότερα τον συνδυασμό των δύο. Ολες οι κατευθύνσεις και τα πεδία είναι ανοιχτά. Τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Το περιβαλλοντικό νομοσχέδιο και το νομοσχέδιο για την Παιδεία αποδεικνύουν πως για μερικούς η νέα κρίση προκύπτει ως μια νέα ευκαιρία (business as usual). Πως η ιδεολογία όχι μόνο δεν μπορεί να παρακαμφθεί, στο όνομα του συναγερμού και της εθνικής συμφιλίωσης που εκβιάζει η συνθήκη της έκτακτης ανάγκης, αλλά όλες οι αλλαγές θα είναι βαθύτατα ιδεολογικές. Ανάμεσα στους νέους όρους και τις νέες συνθήκες έκανε την εμφάνισή του και το νέο πρόσωπο του καλλιτέχνη. Εκφρασμένο όχι ως ιδιότητα, όχι ως ταυτότητα, αλλά ως απουσία.

Δεν υπάρχει πιο ξεκάθαρο τεκμήριο αυτής της απουσίας από το διάγγελμα του πρωθυπουργού για το τέλος της καραντίνας. Στο διάγγελμα αυτό η οποιαδήποτε αναφορά στον πολύμορφο καλλιτεχνικό χώρο απουσίαζε. Κομμωτήρια και εκκλησίες είχαν προτεραιότητα. Κανένα μέτρο, καμία μέριμνα, καμία βοήθεια δεν ανακοινώθηκε. Με τον τρόπο αυτόν δεν περιγράφεται απλώς μια υποβάθμιση των καλλιτεχνών σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας που δεν αξίζουν αντίστοιχη μέριμνα με άλλους εργαζομένους. Σηματοδοτείται ταυτόχρονα και μια περίοδος όπου η τέχνη (σε όλες της τις εκφάνσεις) είναι μη αναγκαία, περιττή και τελικά απλώς επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία. Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως φαντάσματος φιλοτεχνημένο από τα πιο επίσημα χείλη.
Στη συνέχεια, μετά την κατακραυγή, τις διαμαρτυρίες και το κύμα υποστήριξης το υπουργείο Πολιτισμού αναγκάστηκε να ανακοινώσει μια σειρά μέτρων. Παρά την πρόσκαιρη ανακούφιση που μπορεί να προκαλούν για μια μερίδα καλλιτεχνών, τα μέτρα αυτά επί της ουσίας κάνουν να διαφαίνεται ακόμη πιο έντονα η αμηχανία της κυβέρνησης στο να διαχειριστεί τον σύγχρονο πολιτισμό στο σύνολό του. Και αυτό, γιατί τα όποια μέτρα κατόπιν εορτής έχουν αποκλειστικά εμβαλωματικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, είναι μια προσπάθεια να διορθωθεί ένα κυβερνητικό λάθος (ο αποκλεισμός των καλλιτεχνών από οποιοδήποτε μέτρο) και όχι ένα πρόβλημα.
Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο η περίοδος των δύο μηνών αλλά κυρίως το αβέβαιο μέλλον. Το πώς ολόκληροι χώροι με πολλαπλές παθογένειες ετών, διαλυμένοι από την κρίση και τα ασύμμετρα μοντέλα που είχαν εφαρμοστεί προ αυτής, δεν θα χαθούν στο σύνολό τους μέσα στην ύφεση και την πανδημία. Αυτό που δεν κατάλαβε η κυβέρνηση (ή, ακόμα χειρότερα, αυτό για το οποίο αδιαφορεί) είναι πως δεν καλείται να διαχειριστεί μια χάρη απέναντι σε πεινασμένους, αλλά ένα αίτημα προοπτικής για το μέλλον διατυπωμένο από μια ενεργή μερίδα πολιτών. Ενα αίτημα για μέτρα και πρωτοβουλίες που δεν θα εξασφαλίζουν άνευ όρων φιλανθρωπία αλλά θα κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην εργασία ακόμα και σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια δύσκολη εξίσωση. Και η στάση της κυβέρνησης και του υπουργείου κάνουν ακόμα πιο πολύπλοκο τον κόμπο. Μέσα σε αυτήν τη νέα συνθήκη αναδύεται μια νέα υποχρέωση για τους καλλιτέχνες. Να μη σιωπήσουν. Να φέρουν με οποιονδήποτε τρόπο στην επιφάνεια τα προβλήματα του χώρου και τις προτάσεις τους για λύσεις. Αλλά ταυτόχρονα να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά και τις φωνές τους όρθιες για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν σε μια δυσχερή συνθήκη που όλο και θα βαθαίνει. Οι πρωτοβουλίες των καλλιτεχνικών πυρήνων, η πρωτοβουλία Support art workers, η κινητοποίηση των καλλιτεχνικών συλλόγων και σωματείων απέδειξαν πως υπάρχει χώρος όχι μόνο για πρωτοβουλίες αλλά και για νίκες. Για μια επαναδιατύπωση της αλληλεγγύης. Διεκδικώντας όχι μόνο τα αυτονόητα για μια κοινωνία που βρέθηκε απότομα σε μια νέα τρικυμία, αλλά ταυτόχρονα και μια νέα θέση του καλλιτέχνη μέσα σ' αυτήν. Το πορτρέτο του καλλιτέχνη φιλοτεχνημένο από καλλιτέχνες.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Τι μένει από την καραντίνα;



Κάθε αναμονή έχει ως κυρίαρχη ανταμοιβή τη λήξη της. Το σημείο που αναδρομικά δικαιολογεί την ύπαρξή της. Μπορούμε να πούμε πως με τα μέτρα χαλάρωσης ισχύει κάτι τέτοιο; Σε καμία περίπτωση. Για αρκετούς λόγους. Πρώτον, γιατί καταλαβαίνουμε πως ο λόγος που δικαιολογεί τη λήξη δεν προκύπτει από τους στόχους της αναμονής ή την επίδοση εκείνων που αναμένουν. Προκύπτει από τις παράπλευρες απώλειες της αναμονής. Το κόστος που αυτή έχει στην οικονομία και στην ψυχολογία των ανθρώπων. Χωρίς εμβόλιο ή θεραπεία. Χωρίς μαζικά και στοχευμένα τεστ ανίχνευσης στον πληθυσμό ή τεστ αντισωμάτων, με μόνο σύμμαχο τον καιρό και τον φόβο που εδώ και δύο μήνες ενσαρκώθηκε και πια ζει εντοιχισμένος στις δειλές χειρονομίες μας εκτός των τειχών. Ατομική ευθύνη, ανοσία της αγέλης και όποιος αρρωστήσει είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του.
Δεύτερον, γιατί, όπως διευκρίνισε ο πρωθυπουργός, η αναμονή αυτή αφήνει παρακαταθήκες: «Αυτές οι παρακαταθήκες αποτελούν εγγύηση για το αύριο. Γιατί δεν κινητοποίησαν μόνο πολύτιμα χαρακτηριστικά του λαού μας, που έμεναν χρόνια σε αδράνεια, αλλά και γιατί προσέφεραν μια νέα ποιότητα στην τραυματισμένη από τον λαϊκισμό Δημοκρατία μας. Σκεφτείτε, στο πεδίο της πολιτικής αμβλύνθηκαν οι επιφυλάξεις και η παλιά καχυποψία. Τώρα, πλέον, οι Ελληνίδες και οι Ελληνες ακούν τους εκπροσώπους της Πολιτείας, ξέροντας ότι θα τους ακούσουν και εκείνοι». Αν κάποιος μεταφράσει τον λαϊκισμό ή τη φράση «ακούμε τους εκπροσώπους της Πολιτείας» με βάση παλαιότερες δηλώσεις μελών της κυβέρνησης, κυβερνητικές πρακτικές αλλά και επιλογές του πρωθυπουργού, μπορεί πολύ εύκολα να καταλάβει τι σημαίνει η δήλωση. Πως η περίοδος της καραντίνας αποκτά νομιμοποιητικό χαρακτήρα για μια σειρά από μέτρα που ούτως ή άλλως η κυβέρνηση προετοίμαζε ή επιθυμούσε διακαώς. Περιορισμός απεργιών και πορειών, ακραία καταστολή, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και νέες μορφές εργασίας, με το κόστος να πέφτει στους εργαζομένους, ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση των πολιτικών για το μεταναστευτικό, αλλαγές στην παιδεία κ.λπ. Το συμπέρασμα δηλαδή πως για συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους η πολιτική της έκτακτης ανάγκης μπορεί να μην είναι τόσο έκτακτη, αλλά είναι ανάγκη. Το αναγκαίο αυτό σοκ που θα επιτρέψει την άρση ενδοιασμών και αντιστάσεων και θα κανονικοποιήσει το έκτακτο. Με όλο το βίωμα της απομόνωσης, της έμπρακτης αλληλεγγύης και της υπομονής να μεταφράζεται κατά το δοκούν σε κατάφαση υπέρ προαποφασισμένων αλλαγών. Με το φορτίο της προσωπικής θυσίας και κόστους να μεταμορφώνεται ρητορικά και πολιτικά σε υπεραξία που καρπώνεται η κυβέρνηση και επιχείρημα υπέρ μιας ιδεολογίας που κατέστρεψε τα δημόσια νοσοκομεία, κατασπατάλησε με ίδιον όφελος σε συνθήκες συναγερμού και μετέτρεψε την ανάγκη σε επικοινωνία.

Και ο τρίτος λόγος είναι πως η άρση της αναμονής βρίσκεται υπό διαρκή άρση. Κάτι το οποίο ακούγεται λογικό αν λάβουμε υπόψη μας την έλλειψη προετοιμασίας και τη βιασύνη για λήξη της καραντίνας. Αν όμως συνδυάσουμε τον δεύτερο αυτό λόγο με τους δυο προηγούμενους –τον πρωτεύοντα δηλαδή ρόλο της οικονομίας και τις παρακαταθήκες που αφήνει η καραντίνα–, αυτό που παίρνουμε ως συμπέρασμα είναι μια σκληρή διαπίστωση: το γεγονός πως η άρση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων σε μια συνθήκη έκτακτης ανάγκης αφήνει ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Μια εμπεδωμένη κατάσταση περιορισμού συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων υπέρ ενός γενικότερου καλού. Και αν αυτή τη φορά το γενικότερο καλό ήταν κάτι κοινά αποδεκτό και πασιφανές, ποιος μας εγγυάται πως την επόμενη φορά ο λόγος αυτός θα είναι τόσο ξεκάθαρος και κοινά αποδεκτός;

Το ίδιο ερώτημα ισχύει φυσικά πια για όλες τις κοινωνίες που χτυπήθηκαν –ή θα χτυπηθούν– από τον ιό και η καθεμία θα το απαντήσει με τον δικό της τρόπο. Είναι ζήτημα εμπέδωσης της δημοκρατίας και δημοκρατικού βάθους της κάθε κοινωνίας ξεχωριστά. Το πρόβλημα όμως είναι πως μια διαδικασία παλινωδιών σε σχέση με την καραντίνα (το γεγονός δηλαδή πως μπορεί να επιστρέψουμε στα ίδια μέτρα σε μια βδομάδα, έναν μήνα ή το φθινόπωρο απλώς γιατί η κυβέρνηση έκρινε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος) επεκτείνει και απλοποιεί την εμπέδωση του περιορισμού, την άρση της άρσης, την απότομη και απόλυτη συρρίκνωση ελευθεριών και δικαιωμάτων. Δημιουργώντας έτσι μια μόνιμη συνθήκη δημοκρατίας υπό διαρκή άρση. Μια εσωτερίκευση της καραντίνας και μετατροπή της σε πολιτικό εργαλείο, προσβάσιμο για αυριανές χρήσεις.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Μέσα στο κουτί


Ο χρόνος περνάει ήσυχα μέσα στο κουτί. Μικρό το περιθώριο για κινήσεις. Κάθε έκταση του χεριού, κάθε τέντωμα του ποδιού αντιστοιχεί σε ένα ταξίδι. Ήσυχοι και ακίνητοι περνούμε τον χρόνο μας μέσα στο κουτί. Μπορείς να κλείσεις τα μάτια. Είναι μια από τις πιο συνηθισμένες μας ασχολίες. Και να προσπαθήσεις να καταλάβεις τη διαφορά. Αφού το κλείσιμο των ματιών δεν έχει μεγάλη διαφορά από το σκοτάδι του κουτιού. Κλείνεις τα μάτια. Ανοίγεις τα μάτια. Κλείνεις τα μάτια. Πάντα σκοτάδι. Δεν είναι όμως το ίδιο. Και ο κάθε τρόφιμος κουτιού του ξέρει. Είναι και τα δύο σκοτάδι. Το ένα όμως απ αυτά είναι δικό σου. Γι’ αυτό το προτιμάς. Τρέχεις εκεί όταν νιώθεις ανασφάλεια, όταν κάτι σε ενοχλεί , όταν νιώθεις να απειλείσαι. Πίσω από τα βλέφαρα, στο αχανές σκοτάδι, στα μέσα τοπία που αναβλύζουν τον ενικό σου.

Κάποιοι λένε πως θυμίζουμε νεκρούς. Έτσι χωμένοι και οριζοντιωμένοι. Ακίνητοι μέσα στο κουτί και μες στην ησυχία. Λένε πως δεν έχει διαφορά. Και όμως είναι η μεγαλύτερη διαφορά στον κόσμο. Ζωντανός μέσα στο κουτί. Έχεις το δικαίωμα να λες: «τουλάχιστον δεν είμαι νεκρός». Και αυτή είναι όλη η διαφορά στον κόσμο.
Δίπλα μας στέκουν κι άλλα κουτιά. Οριζοντιώσεις λίγο πολύ όμοιες με τις δικές μας. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις πόσα κουτιά είναι. Ακούς κάποιες φορές κινήσεις εκεί μέσα, τα μέλη να κουνιούνται, οι ανάσες να ανασύρονται, κάποιες φορές ακόμα και λέξεις να φτάνουν μέχρι την επιφάνεια. Έτσι γνωρίζεις πως οι γύρω σου είναι ακόμα ζωντανοί. Καθώς επίσης -και αυτή τη φορά με βεβαιότητα- πως και εσύ είσαι ζωντανός. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Είναι πολλοί αυτοί που χάθηκαν. Ήσυχα κουτιά, πιο ήσυχα ακόμα και από τα δικά μας. Κουτιά που τα ανοίγουν και ξαφνικά δεν βρίσκουν μέσα τίποτα. Και δεν γνωρίζουν, αν κάποτε κατοικήθηκαν ή αν έστεκαν άδεια τόσο καιρό δίπλα στα δικά μας. Χλευάζοντάς μας με τον τρόπο τους για την αδυναμία μας να μαντέψουμε με ακρίβεια τι συμβαίνει εκεί μέσα. Είναι αυτό που συμβαίνει και με την βροχή. Πρέπει να βγεις έξω για να καταλάβεις αν βρέχει ή αν όχι.
Όπως είπα στέκουν και άλλα κουτιά δίπλα μας. Και είναι αυτά που μας δίνουν κουράγιο για την εδώ παραμονή μας. Τις ήσυχες νύχτες κουβεντιάζουμε. Αρκεί ένα βήξιμο και η επανάληψή του από το δίπλα κουτί ή η δική σου επανάληψη. Είναι σαν να λες «συνεχίζω» και ύστερα απλά να συνεχίζει. Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο. Η ομιλία είναι κάτι που έχουμε αφήσει πίσω μας. Μια πράξη σχεδόν αποκλειστικά κάθετη χωρίς θέση στο οριζόντιο παρόν μας. Οι λέξεις δεν έχουν σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να σπάσει η σιωπή. Ένας ήχος. Μια παύση της παύσης και ύστερα όλα μπορούν να συνεχίσουν σιωπηλά. Είναι που μέσα στην ησυχία, μέσα στην απόλυτη ησυχία ποιος θα μας επιβεβαίωνε πως είμαστε ζωντανοί; Έχουμε ανάγκη τους άλλους για να μας πείσουν. Να μας πουν με την παρουσία τους πως η ακαμψία μας δεν είναι νεκρική ακαμψία, πως η σιωπή μας δεν είναι νεκρική σιωπή.

Μια μέρα το ξέρουμε θα βγούμε από εδώ. Αλλά δεν είναι ακόμα αυτή η ώρα. Θα ανοίξουμε τα ξύλινα καπάκια, τις χαρτονένιες πορτούλες, ό, τι έχει ο καθένας. Θα συρθούμε έξω απ το σκοτάδι. Αλλά δεν είναι ακόμα η ώρα. Θα σηκωθούμε μια μέρα όρθιοι. Θα τεντωθούμε, πίνοντας λαίμαργα όλον τον αέρα του δωματίου. [Το δωμάτιο! Έκταση αχανής, γεμάτη βήματα, τροχιές και αποστάσεις.] Και μέσα στο δωμάτιο θα κοιτάξει ο ένας τον άλλο. Επιβεβαιώνοντας για τελευταία φορά πως τόσο καιρό ακόμα και κλεισμένοι δεν σταθήκαμε μονάχοι. Πως τόσο καιρό χωρίς καμία επαφή ήταν και άλλοι δίπλα μας έτοιμοι να βήξουνε για μας στις πιο επείγουσες στιγμές. Θα δούμε λοιπόν αυτούς τους άλλους και θα τους βήξουμε με ευγνωμοσύνη.

Το ξέρουμε, όλα αυτά τα ξέρουμε, αλλά δεν είναι ακόμα αυτή η ώρα.

(στην εφημερίδα Εποχή)