Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Τι μένει από την καραντίνα;



Κάθε αναμονή έχει ως κυρίαρχη ανταμοιβή τη λήξη της. Το σημείο που αναδρομικά δικαιολογεί την ύπαρξή της. Μπορούμε να πούμε πως με τα μέτρα χαλάρωσης ισχύει κάτι τέτοιο; Σε καμία περίπτωση. Για αρκετούς λόγους. Πρώτον, γιατί καταλαβαίνουμε πως ο λόγος που δικαιολογεί τη λήξη δεν προκύπτει από τους στόχους της αναμονής ή την επίδοση εκείνων που αναμένουν. Προκύπτει από τις παράπλευρες απώλειες της αναμονής. Το κόστος που αυτή έχει στην οικονομία και στην ψυχολογία των ανθρώπων. Χωρίς εμβόλιο ή θεραπεία. Χωρίς μαζικά και στοχευμένα τεστ ανίχνευσης στον πληθυσμό ή τεστ αντισωμάτων, με μόνο σύμμαχο τον καιρό και τον φόβο που εδώ και δύο μήνες ενσαρκώθηκε και πια ζει εντοιχισμένος στις δειλές χειρονομίες μας εκτός των τειχών. Ατομική ευθύνη, ανοσία της αγέλης και όποιος αρρωστήσει είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του.
Δεύτερον, γιατί, όπως διευκρίνισε ο πρωθυπουργός, η αναμονή αυτή αφήνει παρακαταθήκες: «Αυτές οι παρακαταθήκες αποτελούν εγγύηση για το αύριο. Γιατί δεν κινητοποίησαν μόνο πολύτιμα χαρακτηριστικά του λαού μας, που έμεναν χρόνια σε αδράνεια, αλλά και γιατί προσέφεραν μια νέα ποιότητα στην τραυματισμένη από τον λαϊκισμό Δημοκρατία μας. Σκεφτείτε, στο πεδίο της πολιτικής αμβλύνθηκαν οι επιφυλάξεις και η παλιά καχυποψία. Τώρα, πλέον, οι Ελληνίδες και οι Ελληνες ακούν τους εκπροσώπους της Πολιτείας, ξέροντας ότι θα τους ακούσουν και εκείνοι». Αν κάποιος μεταφράσει τον λαϊκισμό ή τη φράση «ακούμε τους εκπροσώπους της Πολιτείας» με βάση παλαιότερες δηλώσεις μελών της κυβέρνησης, κυβερνητικές πρακτικές αλλά και επιλογές του πρωθυπουργού, μπορεί πολύ εύκολα να καταλάβει τι σημαίνει η δήλωση. Πως η περίοδος της καραντίνας αποκτά νομιμοποιητικό χαρακτήρα για μια σειρά από μέτρα που ούτως ή άλλως η κυβέρνηση προετοίμαζε ή επιθυμούσε διακαώς. Περιορισμός απεργιών και πορειών, ακραία καταστολή, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και νέες μορφές εργασίας, με το κόστος να πέφτει στους εργαζομένους, ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση των πολιτικών για το μεταναστευτικό, αλλαγές στην παιδεία κ.λπ. Το συμπέρασμα δηλαδή πως για συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους η πολιτική της έκτακτης ανάγκης μπορεί να μην είναι τόσο έκτακτη, αλλά είναι ανάγκη. Το αναγκαίο αυτό σοκ που θα επιτρέψει την άρση ενδοιασμών και αντιστάσεων και θα κανονικοποιήσει το έκτακτο. Με όλο το βίωμα της απομόνωσης, της έμπρακτης αλληλεγγύης και της υπομονής να μεταφράζεται κατά το δοκούν σε κατάφαση υπέρ προαποφασισμένων αλλαγών. Με το φορτίο της προσωπικής θυσίας και κόστους να μεταμορφώνεται ρητορικά και πολιτικά σε υπεραξία που καρπώνεται η κυβέρνηση και επιχείρημα υπέρ μιας ιδεολογίας που κατέστρεψε τα δημόσια νοσοκομεία, κατασπατάλησε με ίδιον όφελος σε συνθήκες συναγερμού και μετέτρεψε την ανάγκη σε επικοινωνία.

Και ο τρίτος λόγος είναι πως η άρση της αναμονής βρίσκεται υπό διαρκή άρση. Κάτι το οποίο ακούγεται λογικό αν λάβουμε υπόψη μας την έλλειψη προετοιμασίας και τη βιασύνη για λήξη της καραντίνας. Αν όμως συνδυάσουμε τον δεύτερο αυτό λόγο με τους δυο προηγούμενους –τον πρωτεύοντα δηλαδή ρόλο της οικονομίας και τις παρακαταθήκες που αφήνει η καραντίνα–, αυτό που παίρνουμε ως συμπέρασμα είναι μια σκληρή διαπίστωση: το γεγονός πως η άρση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων σε μια συνθήκη έκτακτης ανάγκης αφήνει ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Μια εμπεδωμένη κατάσταση περιορισμού συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων υπέρ ενός γενικότερου καλού. Και αν αυτή τη φορά το γενικότερο καλό ήταν κάτι κοινά αποδεκτό και πασιφανές, ποιος μας εγγυάται πως την επόμενη φορά ο λόγος αυτός θα είναι τόσο ξεκάθαρος και κοινά αποδεκτός;

Το ίδιο ερώτημα ισχύει φυσικά πια για όλες τις κοινωνίες που χτυπήθηκαν –ή θα χτυπηθούν– από τον ιό και η καθεμία θα το απαντήσει με τον δικό της τρόπο. Είναι ζήτημα εμπέδωσης της δημοκρατίας και δημοκρατικού βάθους της κάθε κοινωνίας ξεχωριστά. Το πρόβλημα όμως είναι πως μια διαδικασία παλινωδιών σε σχέση με την καραντίνα (το γεγονός δηλαδή πως μπορεί να επιστρέψουμε στα ίδια μέτρα σε μια βδομάδα, έναν μήνα ή το φθινόπωρο απλώς γιατί η κυβέρνηση έκρινε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος) επεκτείνει και απλοποιεί την εμπέδωση του περιορισμού, την άρση της άρσης, την απότομη και απόλυτη συρρίκνωση ελευθεριών και δικαιωμάτων. Δημιουργώντας έτσι μια μόνιμη συνθήκη δημοκρατίας υπό διαρκή άρση. Μια εσωτερίκευση της καραντίνας και μετατροπή της σε πολιτικό εργαλείο, προσβάσιμο για αυριανές χρήσεις.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: