Ο χρόνος περνάει ήσυχα μέσα στο κουτί. Μικρό το περιθώριο για κινήσεις. Κάθε έκταση του χεριού, κάθε τέντωμα του ποδιού αντιστοιχεί σε ένα ταξίδι. Ήσυχοι και ακίνητοι περνούμε τον χρόνο μας μέσα στο κουτί. Μπορείς να κλείσεις τα μάτια. Είναι μια από τις πιο συνηθισμένες μας ασχολίες. Και να προσπαθήσεις να καταλάβεις τη διαφορά. Αφού το κλείσιμο των ματιών δεν έχει μεγάλη διαφορά από το σκοτάδι του κουτιού. Κλείνεις τα μάτια. Ανοίγεις τα μάτια. Κλείνεις τα μάτια. Πάντα σκοτάδι. Δεν είναι όμως το ίδιο. Και ο κάθε τρόφιμος κουτιού του ξέρει. Είναι και τα δύο σκοτάδι. Το ένα όμως απ αυτά είναι δικό σου. Γι’ αυτό το προτιμάς. Τρέχεις εκεί όταν νιώθεις ανασφάλεια, όταν κάτι σε ενοχλεί , όταν νιώθεις να απειλείσαι. Πίσω από τα βλέφαρα, στο αχανές σκοτάδι, στα μέσα τοπία που αναβλύζουν τον ενικό σου.
Κάποιοι λένε πως θυμίζουμε νεκρούς. Έτσι χωμένοι και οριζοντιωμένοι. Ακίνητοι μέσα στο κουτί και μες στην ησυχία. Λένε πως δεν έχει διαφορά. Και όμως είναι η μεγαλύτερη διαφορά στον κόσμο. Ζωντανός μέσα στο κουτί. Έχεις το δικαίωμα να λες: «τουλάχιστον δεν είμαι νεκρός». Και αυτή είναι όλη η διαφορά στον κόσμο.
Δίπλα μας στέκουν κι άλλα κουτιά. Οριζοντιώσεις λίγο πολύ όμοιες με τις δικές μας. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις πόσα κουτιά είναι. Ακούς κάποιες φορές κινήσεις εκεί μέσα, τα μέλη να κουνιούνται, οι ανάσες να ανασύρονται, κάποιες φορές ακόμα και λέξεις να φτάνουν μέχρι την επιφάνεια. Έτσι γνωρίζεις πως οι γύρω σου είναι ακόμα ζωντανοί. Καθώς επίσης -και αυτή τη φορά με βεβαιότητα- πως και εσύ είσαι ζωντανός. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Είναι πολλοί αυτοί που χάθηκαν. Ήσυχα κουτιά, πιο ήσυχα ακόμα και από τα δικά μας. Κουτιά που τα ανοίγουν και ξαφνικά δεν βρίσκουν μέσα τίποτα. Και δεν γνωρίζουν, αν κάποτε κατοικήθηκαν ή αν έστεκαν άδεια τόσο καιρό δίπλα στα δικά μας. Χλευάζοντάς μας με τον τρόπο τους για την αδυναμία μας να μαντέψουμε με ακρίβεια τι συμβαίνει εκεί μέσα. Είναι αυτό που συμβαίνει και με την βροχή. Πρέπει να βγεις έξω για να καταλάβεις αν βρέχει ή αν όχι.
Όπως είπα στέκουν και άλλα κουτιά δίπλα μας. Και είναι αυτά που μας δίνουν κουράγιο για την εδώ παραμονή μας. Τις ήσυχες νύχτες κουβεντιάζουμε. Αρκεί ένα βήξιμο και η επανάληψή του από το δίπλα κουτί ή η δική σου επανάληψη. Είναι σαν να λες «συνεχίζω» και ύστερα απλά να συνεχίζει. Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο. Η ομιλία είναι κάτι που έχουμε αφήσει πίσω μας. Μια πράξη σχεδόν αποκλειστικά κάθετη χωρίς θέση στο οριζόντιο παρόν μας. Οι λέξεις δεν έχουν σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να σπάσει η σιωπή. Ένας ήχος. Μια παύση της παύσης και ύστερα όλα μπορούν να συνεχίσουν σιωπηλά. Είναι που μέσα στην ησυχία, μέσα στην απόλυτη ησυχία ποιος θα μας επιβεβαίωνε πως είμαστε ζωντανοί; Έχουμε ανάγκη τους άλλους για να μας πείσουν. Να μας πουν με την παρουσία τους πως η ακαμψία μας δεν είναι νεκρική ακαμψία, πως η σιωπή μας δεν είναι νεκρική σιωπή.
Μια μέρα το ξέρουμε θα βγούμε από εδώ. Αλλά δεν είναι ακόμα αυτή η ώρα. Θα ανοίξουμε τα ξύλινα καπάκια, τις χαρτονένιες πορτούλες, ό, τι έχει ο καθένας. Θα συρθούμε έξω απ το σκοτάδι. Αλλά δεν είναι ακόμα η ώρα. Θα σηκωθούμε μια μέρα όρθιοι. Θα τεντωθούμε, πίνοντας λαίμαργα όλον τον αέρα του δωματίου. [Το δωμάτιο! Έκταση αχανής, γεμάτη βήματα, τροχιές και αποστάσεις.] Και μέσα στο δωμάτιο θα κοιτάξει ο ένας τον άλλο. Επιβεβαιώνοντας για τελευταία φορά πως τόσο καιρό ακόμα και κλεισμένοι δεν σταθήκαμε μονάχοι. Πως τόσο καιρό χωρίς καμία επαφή ήταν και άλλοι δίπλα μας έτοιμοι να βήξουνε για μας στις πιο επείγουσες στιγμές. Θα δούμε λοιπόν αυτούς τους άλλους και θα τους βήξουμε με ευγνωμοσύνη.
Το ξέρουμε, όλα αυτά τα ξέρουμε, αλλά δεν είναι ακόμα αυτή η ώρα.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου