Καθώς περπατάς με τα πόδια σου στο νερό κατά μήκος της
παραλίας και η παραλία δεν τελειώνει. Ενώ τα πόδια βουλιάζουν στην υγρή
άμμο και το νερό άγουρα κρύο, απροετοίμαστος Μάης μήνας που βάζει τα
δυνατά του να φερθεί σαν καλοκαίρι. Και μέσα σε όλα το είχες ξεχάσει. Τη
θάλασσα, την κόπωση να είναι ευχάριστη, ακόμα και το περπάτημα. Μα
είναι εκεί για να επιστρέφουν. Πάντα επιστρέφουν σαν μισοτελειωμένη
φράση που άφησες για μήνες στο γραφείο και τώρα γυρίζεις και την
ολοκληρώνεις σαν να μην έφυγες ποτέ. Το νόημα της φράσης σε διακατέχει,
με τον ίδιο τρόπο που η φωνή σου επιβιώνει στην ηχώ. Ηχος δικός σου και
αντανάκλαση επίσης. Η φράση επαναλαμβάνεται μέσα σου σαν ηχώ ηχούς που
εποστρακίζεται στα εσωτερικά τοιχώματά σου και όλο μεγαλώνει. Μια μέρα
θα καταλάβει ολόκληρο το σχήμα σου. Και όταν επιστρέψεις στο γραφείο, η
φράση θα έχει ολοκληρωθεί πριν καλά καλά τη γράψεις. Και συνεχίζεις το
περπάτημα με τα πόδια σου στο νερό, κατά μήκος της παραλίας.
Οι
ώρες αυτές μέσα στη ζωή· οι ώρες αυτές που συναντάς τη μεγάλη ησυχία.
Ολα γύρω σου μοιάζουν στη θέση τους. Κοντινά, αλλά ταυτόχρονα απόμακρα.
Τα νιώθεις πως υπάρχουν, αλλά δεν μπορούν να σε αγγίξουν. Οι περαστικοί
περνούν σαν να επιτελούν κάποιο ρόλο. Μόνο για σένα. Μέσα στο δικό σου
βουβό τοπίο, όπου οι ήχοι υπάρχουν αλλά δεν σημαίνουν. Το πόδι
βουλιάζει. Κι ο χρόνος συνεχίζει. Και εσύ συνεχίζεις. Αλλά κάθε τι
υπάρχει δεμένο από τον ίδιο ρυθμό. Σε μια συμφωνία πιο βαθιά από τη
συνεννόηση. Θα μπορούσε να είναι συνενοχή. Κάτι μυστικό και την ίδια
στιγμή μοιρασμένο. Κάτι που δεν ομολογούμε αλλά μας δένει συνοψίζοντας
εμάς του ίδιους μέσα στο μη ομολογημένο νόημά του.
Η
ησυχία. Να ξεχειλίζει από μέσα σαν ξαφνική μόνωση που βουβαίνει το
περιβάλλον, τοίχος αυθόρμητος, διάφανος που σε μετατοπίζει από
συμμετέχοντα σε παρατηρητή. Της θάλασσας, των γύρω ακόμα και του εαυτού
σου. Του εαυτού σου κυρίως. Στο κάτω κάτω εκεί συναντιούνται όλα τα
υπόλοιπα. Και αποφεύγεις τα γύρω σώματα πότε πατώντας την άμμο και πότε
τα φύκια και η σκέψη σου έχει σε τέτοιο βαθμό αγκαλιάσει τον εαυτό της
που δεν είναι πια λέξεις. Μόνο βουβές καταφάσεις που σε σπρώχνουν προς
τα μπρος, σαν άθροισμα αμίλητων συμπερασμάτων που τώρα συμπεραίνει εσένα
και όλο μεγαλώνει. Βουβαίνοντάς σε. Και επεξηγώντας σε μέσα στον ρυθμό
του βαδίσματος. Και ο ρυθμός επιστρέφει και κάθε τι μένει ακούνητο ή
κουνιέται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στις δυο περιπτώσεις. Και ενώ ο
ήλιος πέφτει, κι ενώ η θάλασσα παγώνει, εσύ σταματάς. Σαν να έφτασες
κάπου, σαν τόσα βήματα να μπορούν να ερμηνευτούν αποκλειστικά από το
σημείο που βρίσκεσαι τώρα, βαφτίζοντας κάθε προηγούμενη τροχιά
προορισμό. Εσύ σταματάς. Και δεν υπάρχει τίποτα τριγύρω. Μια εικόνα
όμοια με αυτές που μόλις άφησες πίσω, μια διαδοχή που απλώς διαδέχεται,
ένα ίδιο ακόμα πιο ίδιο. Το τυχαία συμβάν. Χωρίς να συμβαίνει.
Και όμως, εδώ το συναίσθημα είναι πιο βαθύ. Σχεδόν άπατο.
Μια
ενότητα. Που είναι πίστη και υπόθεση την ίδια στιγμή. Πιο πολύ αίσθηση,
ανατρίχιασμα ή κάτι, ανάμνηση μιας εμπειρίας που δεν έχει βιωθεί. Η
ενότητα. Η αίσθηση αυτή που σε κάνει ολόκληρο. Μετά το κλείσιμο στους
ίδιους τοίχους, πίσω από τις ίδιες πόρτες για τόσες μέρες. Εστω για λίγο
νιώθεις πως κατοικείς σε ένα μέλλον οικείο σαν τον ορίζοντα, σαν την
έκταση που δεν σταματά να εκτείνεται. Και ανήκεις. Επιτέλους ανήκεις.
Στην έκταση και στον ορίζοντα, στο βάδισμα και στη θάλασσα, αλλά πιο
πολύ στην ησυχία αυτή που αναβλύζει μέσα από το κάθε τι γύρω σου και σου
υπενθυμίζει. Και σου παρέχει. Και σε συνοψίζει.
Η μεγάλη ησυχία. Που σε ολοκληρώνει σαν να ήσουν φράση παρατημένη στη σιωπή του γραφείου της για μήνες.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου