Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Θαμμένοι μέσα στην παρένθεση


Πράττουμε με βάση όσα επιτάσσει η ανάγκη. Όχι από κάποια διαταγή ή κάποια απαγόρευση, αλλά εντός ενός πλαισίου περιορισμού τέτοιου ώστε να μπορεί να μεταφραστεί σε αλληλεγγύη. Κάθε μας κίνηση κουβαλά τη σφραγίδα του προσωρινού. Σύντομα ή έστω αργότερα, η επιδημία θα υποχωρήσει και αργότερα θα εξαλειφθεί. Και τόσο έντονα μας σφραγίζει το προσωρινό, ώστε πολλές φορές να ξεχνάμε πως η κοινωνία που ζούμε εκτός από μέλλον έχει και παρόν. Η καθημερινή άρση της κανονικότητας (για λίγο πιο μετά… και ύστερα λίγο πιο μετά…) δίνει στις μέρες μας το σχήμα της παρένθεσης. Αλλά συνεχίζουμε να ζούμε εκεί μέσα, ακόμα αν συχνά ξεχνάμε τους δύο κοίλους τοίχους που μας αποσπούν από την κανονική ροή της πρότασης. Πόσες απαγορεύσεις, πόσες συνταγματικές εκτροπές, πόση σκληρότητα μπορούμε να ανεχτούμε εντός της παρένθεσης; Το γεγονός της προσωρινότητας μάς έχει κάνει να αποδεχόμαστε πιο εύκολα γεγονότα που υπό συνθήκες κανονικότητας δεν θα ήταν αποδεχτά. Και όμως, η αίσθησή μας είναι πως εμείς είμαστε η κανονικότητα και όχι το έκτακτο γεγονός. Πως εμείς συνεχίζουμε κανονικά, ενώ οι συνθήκες γύρω μας αλλάζουνε για λίγο. Με τον ίδιο τρόπο που η παρουσία μας, η ύπαρξή μας κουβαλά το βάρος του μόνιμου, αυτού που δεν γίνεται να εξαλειφθεί. Παρά την φθαρτότητα και την προσωρινότητά μας. Μόνιμοι και πολιορκημένοι από φθαρτότητα συνεχίζουμε εντός της παρένθεσης και η σκέψη μας πάει στους νεκρούς.

Τις πρώτες μέρες της καραντίνας, νέα από φίλους, ειδήσεις και αναδημοσιεύσεις έρχονταν από την Ιταλία, από τη Λομβαρδία και το Μπέργκαμο. Περιγραφές μιας ακραίας κατάστασης για τις συνθήκες στα νοσοκομεία, για τον πανικό, για μια συνθήκη που ξεπερνά το ανθρώπινο και σε αρπάζει από τον λαιμό. Πιο έντονα σε αυτές τις περιγραφές θυμάμαι τους νεκρούς. Τους ανθρώπους που έφευγαν χωρίς να μπορέσουν να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους, τους ανθρώπους που έφευγαν χωρίς κηδεία, περιμένοντας τη σειρά τους για να θαφτούν. Και ανάμεσα σε άλλες καταστροφές αυτή για κάποιο λόγω ξεχώριζε στο βλέμμα μας.
Και ύστερα έφυγε ο Μανώλης Γλέζος και δεν καταφέραμε να πάμε στην κηδεία του. Και ύστερα ο Περικλής. Και μεις καθόμαστε σαν χαμένοι στα μπαλκόνια, λίγο σαν να θρηνούμε και λίγο σαν να προσπαθούμε να διαχειριστούμε την αμηχανία μας. Έχοντας -ίσως για πρώτη φορά- καταλάβει το βάρος των πραγμάτων στην παρένθεση. Δεν κρίνω τους λόγους που τη δημιούργησαν. Θεωρώ πως είναι η σωστή στάση. Μιλώ για το γεγονός ως έχει. Προς το παρόν, είμαστε κοινωνίες χωρίς κηδείες, μόνο με νοερούς αποχαιρετισμούς. Μονάδες που εύχονται υγεία για τους γύρω τους προσθέτοντας στους όλους φόβους τους, έναν ακόμα. Αυτόν που λέει πως δεν θα καταφέρουμε να αποχαιρετίσουμε τους δικούς μας.

Πάνω απ’ όλα η ανάγκη, δεν αντιλέγω. Αλλά υπάρχει ένα συμβολικό φορτίο πιο βαρύ. Μια δομική συνθήκη τέτοια που ορίζει τις κοινωνίες με βάση την αντίληψη και τη διαχείριση των νεκρών. Τόσο σε πραγματικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. Αν η όλη παράδοξη διαδικασία της φετινής ανάστασης στα μπαλκόνια έφερε κάποιες σκέψεις, αυτές είναι γύρω από την σημασία της τελετουργίας στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Ειδικά τις στιγμές που η παραμυθία είναι μια αναγκαία συνθήκη, που το τελετουργικό σε βοηθά να ενωθείς με τη ροή του χρόνου και τους τρόπους της κοινωνίας που έρχονται από τα βάθη, να μοιραστείς το άλγος και να καταφέρεις να συνεχίσεις. Γιατί ο αποχωρισμός δεν αποτελεί στιγμή αλλά διαδικασία. Του ατόμου, αλλά ταυτόχρονα και όλης της κοινωνίας. Μια κοινωνία που δεν αποχαιρετά καταλήγει να είναι μια κοινωνία τραυματισμένη, ανίκανη να θυμηθεί με σωστούς τρόπους. Μια κοινωνία που δεν μπορεί να φθαρεί ομαλά, μόνο σπάει απότομα σαν στιγμή που έφυγε από τα χέρια μας και τώρα είναι χίλια κομμάτια στα πατώματα.
Γιατί οι νεκροί δεν είναι οι χαμένοι. Είναι οι πραγματικοί μόνιμοι των δικών μας ημερών. Αυτοί που δεν χωρούν σε παρένθεση. Αυτοί που διαρκώς μας κάνουν να επιστρέφουμε στο παρόν μαζί τους. Και αυτό που μας πολιορκεί εντός της παρένθεσης και εντός της καραντίνας είναι απουσία σε αναμονή. Περιμένουμε λοιπόν. Κάποτε θα τελειώσει. Κάποτε θα μπορούμε να χαιρετηθούμε και να αποχωριστούμε και πάλι ανθρώπινα.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: