Πρόσφατα έτυχε να συζητάω με κάποιον φίλο συγγραφέα και η κουβέντα έφτασε στη γενιά του '30 και τον Θράσο Καστανάκη. Ο φίλος επέμενε πως τον θεωρεί τον σημαντικότερο πεζογράφο της γενιάς αυτής, μια αδικημένη και ξεχασμένη μέχρι και σήμερα περίπτωση.
Η διάθεσή μου τις επόμενες μέρες να τινάξω από πάνω μου τη σχετική άγνοια για τον συγγραφέα επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του φίλου.
Το μόνο βιβλίο του Καστανάκη που κατάφερα να βρω στα βιβλιοπωλεία ήταν ο «Χατζή Μανουήλ».
Τα υπόλοιπα μυθιστορήματα και διηγήματα (που δεν είναι και λίγα) μπορούσα να τα αναζητήσω αποκλειστικά σε παλαιοπωλεία.
Τότε στράφηκα εκεί που πηγαίνω πάντα σε ώρες ανάγκης, στη σχεδία μου από χαρτί και ξύλο, στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου.
Και να τοι, με κοιτούν δερματόδετοι οι «Πρίγκηπες» στην πρώτη τους έκδοση του 1924. Ο «Χορός της Ευρώπης» δίπλα στη «Φυλή των ανθρώπων» (παράδοξη συγκατοίκηση στις μέρες μας). Και πιο δίπλα, ο χορός συνεχίζεται με τη «Χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά», ακριβώς κάτω από το «Μαστίγιο και τους πολυελαίους».
Για να μην το τραβήξω, βρήκα σχεδόν όλα, τα χαμένα πια, βιβλία του Καστανάκη ακουμπισμένα εδώ και τόσο καιρό στη βιβλιοθήκη του πατέρα. Κάποια κουρασμένα από την ανάγνωση, κάποια πιο ήρεμα, όλα τους να περιμένουν νέο βλέμμα να σκάψει τις γραμμές τους.
Τελικά πάντως μέχρι σήμερα μόνο τον «Χατζή Μανουήλ» έχω διαβάσει. Σαν να συνηγορώ σιωπηλά στην ύπουλη στάση των βιβλιοπωλείων.
Μα όπως θα το κατάλαβες, αναγνώστη, (από τον τίτλο ντε) το άρθρο αυτό δεν είναι για τον Θράσο Καστανάκη. Το άρθρο αυτό είναι για τον πατέρα μου και πιο συγκεκριμένα για τη βιβλιοθήκη του. Για αυτόν τον μη-τόπο όπου όλοι οι τόποι χωρούσαν, εκεί όπου ο χρόνος και ο χώρος ταυτίζονται στη χρονολογική διάταξη των βιβλίων, εκεί που η αναγνωστική αγάπη ανθολογεί χωρίς φιλολογικά κριτήρια (όλα τα βιβλία του Σκαρίμπα είναι διπλά στη βιβλιοθήκη, από Καζαντζάκη μόνο η «Αναφορά στο Γκρέκο» στέκει κάπου και η αλήθεια είναι πως και αυτή δεν μπορώ να τη βρω).
Η βιβλιοθήκη, μια φωνή ορυκτή, του συγγραφέα και του αναγνώστη, απλωμένη και μοιρασμένη. Μια ευαισθησία και μια αναζήτηση ρυμοτομημένες σε ράφια.
Γιατί, ανάμεσα στ' άλλα, αυτό που έμαθα από τον πατέρα μου είναι την ανάγνωση ως πάθος, ως μια ιδιωτική υπόθεση ανοιχτή στο οικουμενικό της δημιουργίας με τον πιο υποκειμενικό τρόπο, εκεί που ο εαυτός είναι ο κόσμος και όλοι οι ποιητές, σύντροφοι της αγωνίας μας.
Ο πατέρας μου δεν άφησε πίσω κείμενα γραπτά, αλλά για εμάς άφησε τις ατελείωτες κουβέντες, τον τρόπο που μεταδίδει την έντασή του εκείνος που αγαπά. Και επίσης, τη βιβλιοθήκη του.
«Υπάρχουν ποιητές που γράφουν και ποιητές που απλώς δεν γράφουν», μου έλεγε συχνά, παραφράζοντας έναν στίχο (του Παπαδίτσα, αν δεν κάνω λάθος).
Και ενώ ο πατέρας έφυγε και όλα στη ζωή μου άλλαξαν, ο τρόπος που επισκέπτομαι τη βιβλιοθήκη του είναι η μόνη σταθερά. Ακόμα και τώρα η αίσθηση όταν ψάχνω εκεί και όταν κάθομαι μπροστά της και διαβάζω δεν έχει αλλάξει.
Η αίσθηση πως όταν μπαίνεις μέσα κουβαλάς κάτι από την πρώτη ηλικία, τότε που άρχιζες να περιδιαβαίνεις άγουρος ανάμεσα σε άγνωστους τίτλους και ονόματα.
Η αίσθηση του σεβασμού απέναντι στα βιβλία και την προσεκτική τους ταξινόμηση, ώστε να μπορείς να βρεις αργότερα τον δρόμο σου στο χάος του μεγάλου αριθμού. Και η αίσθηση πως ακούς κάποια στιγμή τον πατέρα σου από κάπου να φωνάζει λίγο θυμωμένος και λίγο περήφανος που πειράζεις τα βιβλία του.
Και κυρίως, πως ακόμη και τώρα συνομιλείς με τον ενθουσιασμό του όταν συνηγορεί από το παρελθόν για κάποιο αγαπημένο του βιβλίο (κάπου εδώ ο Καστανάκης).
Γιατί οι άνθρωποι παραμένουν. Σε αυτά που έχτισαν. Σε εμάς που έχτισαν. Και σε όσα χτίζουμε και μεις λίγο λίγο συνομιλώντας με το παράδειγμά τους.
Και η αλυσίδα της συντροφιάς δεν σπάει. Και οι άνθρωποι δεν χάνονται. Μεταδίδονται. Σαν την ένταση εκείνου που αγαπά.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου