Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Κι ὁ θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δεν χάνεται




Μα είναι ώρες που οι λέξεις δεν σε χωράνε. Κάτι πας να πεις, κάτι να γράψεις, ξανακοιτάς το χαρτί και είναι σιωπή. Τότε έρχεται εκείνο το καβαφικό «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως/ που κάπως ξέρεις από φάρμακα/νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω» και σε κάνει να ψάχνεις λόγια σε βιβλία που εκείνη τη στιγμή είναι και δικά σου λόγια. Με τον Θοδωρή, αρκετά παλαιότερα πριν η εφημερίδα μετακομίσει στην Αθηνάς, πηγαίναμε μετά τη συντακτική στα βιβλιοπωλεία, ψάχναμε βιβλία, κουβεντιάζαμε. Την Κυριακή, μετά την είδηση του θανάτου του, με έπιασε κάτι να διαβάσω ένα βιβλίο που είχα πάρει σε μια από αυτές τις γρήγορες εξορμήσεις. Φθαρμένο, παλαιοπωλικό, σχεδόν εξαντλημένο από τα παλιότερα βλέμματα που πέρασαν από πάνω του. Το «όταν έρχεται ο ξένος» του Γιάννη Ρίτσου σε αυτοτελή έκδοση (υπάρχει και στην «Τέταρτη διάσταση»). Το μακροσκελές ποίημα είναι ένα από τα ομορφότερα ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα τους τελευταίους αιώνες. Όμως για μένα, ακόμα περισσότερο είναι τα λόγια που θα ήθελα να γράψω τη στιγμή αυτή, σε αυτή εδώ τη γωνιά της Εποχής, αντικριστά από την τρίτη σελίδα της Εποχής, που θα ανήκει πάντα στον Θοδωρή Μιχόπουλο:

Όταν έρχεται ο ξένος

Ὅλα δικά μας – εἶπε ὁ Ξένος – ὅλα τοῦ κόσμου τούτου ! / Καὶ τοὺς νεκρούς μας τοὺς κουβαλᾶμε μέσα μας, / χωρίς ὁ χῶρος νὰ στενεύῃ, χωρίς νὰ βαραίνουμε∙ / συνεχίζουμε τὴ ζωὴ τοὺς ἀπ’ τὶς βαθειές στοές καὶ τὶς ἔρημες ρίζες, / τὴ δική τους ζωή, τὴ δική μας ἀκέρια μὲς στὸν ἥλιο. Τότε ἀκριβῶς εἶναι ποὺ γίνεται / μιὰ μεγάλη ἡσυχία, μιὰ μεγάλη διαφάνεια∙ / διακρίνονται πέρα τὰ γαλανά νησιά καὶ τὰ νησίδια ποὺ ποτέ ὣς τότε δέ φάνηκαν, / κι ἀκούγεται εὐδιάκριτα ἡ χορωδία τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ἀπ’ τὴν ἀντίπερα ὄχθη / – τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ποὺ φύγανε νωρίς, ἀφήνοντας / μισοτελειωμένη τὴν πρώτη τους συνομιλία μὲ μιὰ μαργαρίτα…
Σᾶς ἔλεγα, λοιπόν, πὼς δέν ὑπάρχει ὁ θάνατος – τελείωσε ὁ Ξένος, / ἥμερα, ἁπλά, τόσο ποὺ ἐμεῖς χαμογελάσαμε χωρίς δισταγμό, / δέ φοβηθήκαμε τοὺς σκεπασμένους καθρέφτες. Ἕνας τρίγωνος ἥλιος στὸν ἀπέναντι τοῖχο / εἶχε ἐπιμηκυνθῆ, φωτιζόταν ὁλόκληρο τὸ βορεινό δωμάτιο / ἀπὸ μιὰ μόνιμη ἀντανάκλαση… Μᾶς πῆρε τὸ ἄρωμα / ἀπὸ βουνά καρπῶν ποὺ ξεφορτῶναν στὰ μανάβικα. / Ἀκούσαμε τοὺς χτύπους στὸ γειτονικό σιδεράδικο καὶ τὰ τρὰμ ποὺ ἔστριβαν δίπλα στὰ κρεοπωλεῖα… // Εἴχαμε τὴν ἰσόρροπη αἴσθηση μιᾶς ἀφάνταστης εἰρηνικῆς συγκομιδῆς, / ἀπὸ μεγάλες, τετράδιπλες, ζαχαρωμένες ντομάτες, τοποθετημένες / μὲ προσοχή καὶ τάξη σὲ ὀρθογώνια καφάσια, ποὺ μεταφέρονταν / ἀπ’ τὶς ἀγροτικές περιοχὲς ἴσα στὶς ἀγορές τῶν πόλεων καὶ στὰ πολύβουα λιμάνια..- / πελώρια αὐτοκίνητα τρέχαν στοὺς ἡλιόλουστους δρόμους, / σὰ μυστικά ὁλοπόρφυρα βουνά… / Σηκωθήκαμε, / ξεσκεπάσαμε τοὺς καθρέφτες, κοιταχτήκαμε, / κ’ ἤμασταν νέοι πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, νέοι / ὓστερ’ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, γιατι ὁ χρόνος κι ὁ ἥλιος / ἔχουν τὴν ἴδια ἡλικία: τὴν ἡλικία μας! / Κι αὐτό τὸ φῶς δέν ἤτανε καθόλου ἀντικατοπτρισμός, / μὰ τὸ δικό μας φῶς, φιλτραρισμένο μέσα ἀπ’ ὅλους τους θανάτους! // Κι αὐτός ὁ Ξένος ἦταν ὁ πιό δικός μας!.. Οἱ γυναῖκες τοῦ ζέσταιναν νερό νὰ πλυθῆ, / οἱ ἄντρες βγῆκαν νὰ ψωνίσουν γιὰ τὸ τραπέζι. Τὸ πιὸ μικρό κορίτσι τοῦ σπιτιοῦ / ἔφερε παστρικές πετσέτες, ἕνα μικρό ρόδινο μοσκοσάπουνο, / ἕνα κύπελλο ζεστό νερό, τὸ μεγάλο πινέλο τοῦ ξυρίσματος, / καὶ τ’ ἀκούμπησε πλάι στὸν ὁλόγυμνο καθρέφτη. // Ὁ ἀτμός ἀπ’ τὸ ζεστό νερό χνώτιζε λίγο-λίγο τὸν καθρέφτη, σάμπως νὰ τὸν ἕντυνε καὶ πάλι, / καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ξένου, ποὺ ἄρχισε νὰ ξυρίζεται, / μὲς ἀπ’ τὶς σαπουνάδες θαμποφαίνονταν, μὲς στὸ ὄρθιο κρύσταλλο, / ἀγαθό, νεανικό καὶ μειλίχιο σὰν πρωινό φεγγάρι…

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: