«Να ευχηθώ υγεία και ευτυχία τίποτα άλλο δεν μπορώ, για τα υπόλοιπα καθαρίστε μόνοι σας». Έτσι επέλεξε να ανοίξει την εκπομπή «Ανατροπή» την περασμένη Δευτέρα ο Γιάννης Πρετεντέρης απευθυνόμενος γλυκομίλητα και ανοιχτόκαρδα στους τηλεθεατές του. Στην εκπομπή καλεσμένοι ήταν καλλιτέχνες από το χώρο του θεάματος και πρόθεση του τηλεπαρουσιαστή να γίνει μια συζήτηση για την πολιτική χωρίς πολιτικούς. Τόσο η αναπάντεχη (για τον παρουσιαστή) τροπή της εκπομπής, όσο και τα σχόλια που γράφτηκαν στο διαδίκτυο καθώς και η έντυπη διένεξη που ακολούθησε ανάμεσα στον καλεσμένο της εκπομπής Γιώργο Κιμούλη με τον αρθρογράφο-συγγραφέα των Νέων Τάκη Θεοδωρόπουλο, συντάσσει ένα ερωτηματικό σε σχέση με το ρόλο των καλλιτεχνών στην εποχή της κρίσης, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στον «επώνυμο» δημόσιο λόγο και τελικά την πραγματική τους θέση απέναντι σε μια κοινωνία που κλυδωνίζεται.
Η Ανατροπή
Η εκπομπή «Ανατροπή» της προηγούμενης Δευτέρας αναγκάστηκε σε μια ελαφρά απόκλιση στη σύνθεση και στο περιεχόμενο από τις προηγούμενες εκπομπές του κυρίου Πρετεντέρη, αφού ήταν καταδικασμένη σε μια στιγμή χαμηλού τηλεοπτικού ενδιαφέροντος. Στη ΝΕΤ την ίδια ώρα, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου έδινε συνέντευξη στην Έλλη Στάη εξηγώντας την εμπλοκή και τους χειρισμούς του σε σχέση με τη λίστα Λαγκάρντ, μονοπωλώντας το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Έτσι ο τηλεπαρουσιαστής στελέχωσε το πάνελ του με «έξι ανθρώπους που έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να μιλάνε για την πολιτική χωρίς να είναι πολιτικοί οι ίδιοι» (και στο σημείο αυτό θα θέλαμε να ρωτήσουμε τον παρουσιαστή πότε και με ποιόν τρόπο κατακτά κανείς αυτό το δικαίωμα; Όχι τίποτα άλλο, αλλά μετά από τόσα μνημόνια έχουμε χάσει λίγο την αίσθηση των δημοκρατικών ελευθεριών και των πολιτικών μας δικαιωμάτων και ο Γιάννης Πρετεντέρης μοιάζει ιδανικός να μας ενημερώσει για τις συναρπαστικές αυτές αλλαγές).
Οι έξι καλεσμένοι της εκπομπής ήταν η Ελένη Ράντου, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Μπέζος ,ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Γιώργος Κιμούλης και ο Γρηγόρης Αρναούτογλου. Το πείραμα φυσικά δεν ήταν πρωτότυπο. Αντίστοιχα πάνελ έχουν εμφανιστεί και στο παρελθόν από την ίδια ή παρόμοιες εκπομπές. Στα πάνελ αυτά η συζήτηση συνήθως περιστρέφεται γύρω από κοινότοπες και χαλαρές διαπιστώσεις από τους συνομιλητές με αντίστοιχα κοινότοπα συμπεράσματα, όπως η έλλειψη παιδείας και ο χαρακτήρας του Έλληνα, η γενική διαφθορά των πολιτικών, η έλλειψη οράματος κτλ. Ενδεικτικό της επίγνωσης σε σχέση με το κλίμα αυτών των εκπομπών από τη μεριά της παραγωγής, ήταν πως η κάθε μία θεματική της συγκεκριμένης εκπομπής ταυτιζόταν με ένα από τα ιδεολογήματα που χρησιμοποιούν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, ώστε να δικαιολογήσουν τις μνημονιακές πολιτικές, να περιγράψουν τον ανθρωπότυπο του πολίτη της ελληνικής κρίσης και να αντιστρέψουν την καταδίκη σε συνευθύνη και ενοχή: «Ο Έλληνας ζούσε πάνω από τις δυνατότητές του», «Ίσως η κρίση να μας βγει τελικά σε καλό», «Ο πολίτης φταίει εξίσου με τον πολιτικό για την κατάσταση, αφού όχι μόνο τον εξέλεγε αλλά ταυτόχρονα συμμετείχε και στο πελατειακό κράτος», «Η κρίση έφερε την άνοδο των δύο άκρων», «Οι νέοι δεν ασχολούνται με την πολιτική» (παλιό αλλά πάντα επίκαιρο). Μέσα στο γενικόλογο της συζήτησης σε τέτοιου είδους εκπομπές, οι τίτλοι των θεματικών και οι ερωτήσεις μετατρέπονται σιωπηλά σε αποκρίσεις και συμπεράσματα.
Η ειλικρίνεια ως πρωταρχική αρετή
Αυτό που προκάλεσε εντύπωση, ήταν πώς οι απαντήσεις των καλλιτεχνών απέκλιναν από το συγκεκριμένο τηλεοπτικό λόγο και διατύπωναν την πραγματικότητα με όρους απόλυτης διαφωνίας. Ως ερωτηματικό και ως αυτοκριτική, ως αγανάκτηση ή πλήρη αντίθεση, ως περιγραφή μιας πραγματικότητας που (σε αντίθεση με τα δελτία του σταθμού) δεν απείχε από την πραγματικότητα. Η αδικία και η σκληρότητα των μέτρων, οι ευθύνες των κυβερνώντων και των δημοσιογράφων, το θέμα της άσκησης βίας από την πλευρά της κυβέρνησης, μέχρι και η τηλεοπτική άδεια του Mega, ειπώθηκαν όχι ως διακριτικές υπόνοιες αλλά ως αυτονόητες αλήθειες, φέρνοντας σε αμηχανία τον παρουσιαστή (εξαίρεση αποτέλεσε ο Γ. Αρναούτογλου ο οποίος με τις κακοδιατυπωμένες του κοινοτοπίες μας υπενθύμισε πόσο κακόηχη είναι, σε συγκυρίες όπως η σημερινή, η επιφανειακή αοριστολογία. Ο Γιάννης Μπέζος ήταν μάλλον ουδέτερος).
Άσχετα με τις προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες για τον κάθε ένα από τους καλλιτέχνες ξεχωριστά, άσχετα με την κριτική που μπορεί κάποιος να τους ασκήσει για τη θέση τους σε ένα σύστημα συγκεκριμένο την περίοδο της ευμάρειας (ή ακόμη και σήμερα), αυτό που έχει ίσως σημασία είναι η ριζική μετατόπιση σε επίπεδο δημοσίου λόγου από την ελαφρότητα παλαιοτέρων αντίστοιχων εκπομπών. Το κέντρισμα του επιτακτικού, όπως εμφανίζεται στην καθημερινότητα της κρίσης, ζητά από τον καθένα να τοποθετηθεί απέναντι σε ζητήματα που δεν χαρίζουν υπεκφυγές. Οι δηλώσεις αποκτούν ευκρίνεια. Τα υποτιμητικά σχόλια την επόμενη μέρα από τον Τάκη Θεοδωρόπουλο στα Νέα, η επιθετική απάντηση του Γιώργου Κιμούλη μια μέρα μετά και η απαξιωτική απάντηση του αρθρογράφου την μεθεπόμενη αποδεικνύουν το ίδιο πράγμα. Η κρίση ανοίγει επιτακτικά το θέμα για τη στάση του καλλιτέχνη και του διανοουμένου απέναντι στην εξουσία και την αδικία. Πολλαπλασιάζει τις εκπτώσεις και τις αποκλίσεις, και τοποθετεί την ειλικρίνεια απέναντι στα γεγονότα ως πρωταρχική αρετή του κάθε δημόσιου λόγου. Ο λόγος του παρόντος δεν εξαγοράζει το όποιο παρελθόν, πολύ περισσότερο δεν επιβραβεύει το μέλλον. Σε μια εποχή όπου οι λέξεις χρησιμοποιούνται κυρίως για να αποπροσανατολίσουν ο λόγος του παρόντος και της πραγματικότητας γίνεται αυτοσκοπός του κάθε καλλιτέχνη.
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου