Υπάρχει ένα μπαρ κάτω από την Αθήνα. Τρία-τέσσερα επίπεδα πιο χαμηλά από το επίπεδο της θάλασσας, χωρίς οδό διαφυγής, οδό επαφής, χωρίς διαδρόμους που να σε φέρνουν εδώ, χωρίς διαδρομή που να το ενώνει με την υπόλοιπη πόλη. Εδώ είναι ο άλλος βυθός, αυτός που επιπλέει ανάμεσα σε ανάσες και μεταμέλειες.
Εδώ χτυπά η άλλη καρδιά της πόλης, αυτή που αγκομαχάει μες στην ειλικρίνειά της, χωρίς φωτογένεια, χωρίς πόζα, χωρίς στησίματα.
Εδώ χτυπούν τα λάθη χωρίς δικαιολογίες και κανείς δεν ζητάει τον λόγο. Μια και μέσα στην αιθάλη του κλειστού χώρου όλοι οι θαμώνες συντονίζουν την εξάντληση τους και όλα μοιάζουν αποδεκτά.
Εδώ χτυπάει η άλλη καρδιά, αυτή που αποδέχεται τον άνθρωπο βουτηγμένο στην ανθρωπίλα του. Εναν σβώλο ύπαρξης με αδύναμο παλμό. Γεμάτο βρόμα, ιδρώτα και κατοικίδια μαγεία.
Υπάρχει ένα μπαρ κάτω από την Αθήνα. Με τα σκαμπό και τις καρέκλες απλωμένες στα σπλάχνα της. Ο χώρος κλειστός, σχεδόν περιφραγμένος, κρύβει το φως και τον χρόνο και δεν μπορείς να κοιτάξεις έξω από τα παράθυρα να δεις αν είναι μέρα ή νύχτα.
Η διαμονή σου εδώ δεν έχει αργοπορίες. Ο καθένας κάθεται όσο ακριβώς πρέπει· πολλές φορές, δηλαδή, ακριβώς όσο χρειάζεται και κάποιες φορές όσο τον χρειάζονται. Υπολείμματα από σάντουιτς με τόνο, γόπες τσιγάρων, αφρός ξεθυμασμένης μπίρας και νερουλιασμένα παγάκια.
Ποτήρια και ψίχουλα, τασάκια και μπολάκια. Επένδυση στους τοίχους και μια σκόνη που ενώνει τις διαφορετικές ανάσες με τις διαφορετικές επιδερμίδες. Το μέσα νέφος ανεβαίνει μέσα από τη γη.
Το δάπεδο εδώ ανασαίνει. Γίνεται ομίχλη και συναντιέται με τους καπνούς των τσιγάρων. Γίνεται ορίζοντας που πλησίασε επικίνδυνα την όραση και μεταμφιέστηκε σε κάπνα.
Εδώ ακόμα και η εξάντληση μπορεί να σταθεί όρθια και καθετί αναπνέει τοποθετημένο στη θέση του. Θα μπορούσε να είναι κι έτσι. Αν και η διακόσμηση του συγκεκριμένου μπαρ ορίζεται αποκλειστικά από αυτούς που την κοιτάνε.
Υπάρχει ένα μπαρ κάτω από την Αθήνα. Εδώ θαμώνες είναι όσοι εξέπεσαν. Οχι οι απόκληροι, οι άνθρωποι που στάλθηκαν στο περιθώριο ή αυτοί που αποκλείστηκαν.
Εδώ κάθονται οι άνθρωποι του μάταιου θριάμβου, αυτοί που υποσχέθηκαν χωρίς κόστος, οι ματαιωμένες μεγαλοφυΐες αλλά και όσοι αναγνωρίζουν τη ματαιότητα που κρύβει η αποδοχή και η επιβράβευσή τους.
Εδώ βρίσκεις τους ανθρώπους που δεν μίλησαν όταν έπρεπε και αυτούς που δείλιασαν μπροστά στη βέβαιη νίκη τους. Τους βιρτουόζους βουβών οργάνων, όσους έγραψαν με καλλιγραφικά γράμματα μυθιστορήματα λευκών σελίδων, τους συλλέκτες που γέμισαν σφραγισμένα μουσεία που κανένα μάτι δεν ακούμπησε, χορευτές χωρίς σώμα και βουβούς τενόρους, δίδυμους μοναχογιούς και αγέννητους συνταξιούχους, χθεσινούς πολλά υποσχόμενους και αυριανούς ξεχασμένους.
Αγνώστους μεταξύ τους με μόνη τους επικοινωνία τη βουβή συμφωνία τους, μια κίνηση του κεφαλιού που προηγείται της ύπαρξής της και επιβεβαιώνεται ακριβώς στην απουσία της. Μια αμφίβολη ομάδα ειδικού σκοπού.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε ένα παράδοξο. Μπροστά σε ένα κλειστό κλαμπ που συνεχώς μεγαλώνει περιγράφοντας εντονότερα αυτό που αποκλείει παρά αυτό που περιέχει, όσους μένουν εκτός παρά όσους συμμετέχουν.
Και έτσι σιωπηλά, το μπαρ συνομιλεί με την υπόλοιπη πόλη. Την περιγράφει, την προειδοποιεί και την ορίζει. Κάθε φορά που κάποιος στην πόλη ανοίγει ένα μπουκάλι, κάποιος εδώ πέφτει από το σκαμνί του· κάθε φορά που κάποιος στην πόλη τραγουδά, κάποιος εδώ ακονίζει ένα ψαλίδι.
Κάθε φορά που κάποιος λέει το όνομά του, κάποιος στο μπαρ ξεχνάει να γυρίσει. Κάθε φορά που κάποιος στην πάνω πόλη φωνασκεί για να επιβεβαιωθεί, εδώ κάποιος αμφιβάλλει. Και κάθε φορά που κάποιος υπόσχεται, εδώ κάποιος σιωπά.
Είναι αυτή, η άλλη μας αρχαιολογία. Αυτή που ξεθάβει μονίμως όχι το παρελθόν αλλά το παρόν μας. Οπως ακριβώς είναι. Χωρίς δικαιολογίες, χωρίς ψέματα ή προφάσεις. Υπάρχει ένα μπαρ κάτω από την Αθήνα και κάποιες φορές συναντιόμαστε εκεί. Παρουσίες ταυτόχρονα και ενδεχόμενα.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου