«Πείτε μου τώρα αν το παιδί δεκαεφτά χρόνων που θα ψηφίσει για πρώτη φορά και το ενδιαφέρει πώς θα είναι η Ελλάδα το 2030 αν το ενδιαφέρει τι έγινε το 1963», «Αυτά αφορούν κάποιους ανθρώπους που έζησαν αυτά τα γεγονότα. Καλό είναι να γνωρίζουμε την ιστορία μας. Αυτό έχει αναφορές και στο Σκοπιανό που θα συζητήσουμε στη συνέχεια».
Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει πως στη ροή του λόγου του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε άλλο ένα στιβαρό ρητορικό σημείο για τους πολιτικούς ανθολόγους του μέλλοντος. Κάτι μαζί με τα: «Εγώ ήμουν πολιτικός κρατούμενος 6 μηνών από τη χούντα», τη διάκριση των εξουσιών που τη διατύπωσε ο Ρουσό (ο Μοντεσκιέ το έκανε), τον ορισμό της παράνοιας που (δεν) έδωσε ο Αϊνστάιν, τον εξωγήινο που διατάζει αλλαγές φύλου από τον Υμηττό κ.λπ.
Στην πραγματικότητα, όμως, η παραπάνω δήλωση δεν είναι ένα ρητορικό ολίσθημα στη ροή του λόγου.
Αποτελεί μια άγαρμπη διατύπωση ιδεολογίας. Κάτι πιο κοντά στο «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση» που είπε στη ΔΕΘ. Μια άτσαλη συμπύκνωση πολιτικού αμοραλισμού απέναντι στην αλήθεια. Πιο πολύ λοιπόν πολιτική απαίτηση και επιταγή παρά τυχαία διαπίστωση.
Μέσα στον πυρήνα της η φράση κρύβει την αποθέωση της ψυχρής και πέρα από την ηθική λειτουργικότητας. Η ιστορία είναι ένα άχρηστο πράγμα μια και δεν απαντά στις τεχνοκρατικές αναζητήσεις που χτίζουν το μέλλον.
Η διατύπωση αποτελεί τη μη ιδεολογία ως απόλυτη ιδεολογία, τη λήθη ως απόλυτο ρυθμιστή του παρελθόντος, το πρακτικό ως απόλυτο αντικαταστάτη του πραγματικού.
Αυτό που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι να προσπαθήσει να ρυθμίσει το κομμάτι της λήθης που περιέχει το κάθε ιστορικό γεγονός. Οχι την απαίτηση για μνήμη αλλά την απαίτηση κάποια πράγματα να ξεχαστούν.
Κυρίως πολιτικά γεγονότα που είναι μη λειτουργικά για την επίτευξη του προσδοκώμενου πολιτικού στόχου. Το ποσοστό της λήθης είναι η κατασκευή του παρελθόντος με βάση αποκλειστικά τις πολιτικές σκοπιμότητες.
Με τον ίδιο τρόπο που απαιτεί να ξεχαστεί ο Λαμπράκης, απαιτεί να θυμόμαστε τη Μακεδονία. Οχι ως μια σειρά ιστορικών γεγονότων και περιόδων αλλά ως ένα λειτουργικό επιχείρημα που κολακεύει ένα συγκεκριμένο εθνικιστικό κοινό. Εδώ η ιστορία δεν πλησιάζει τη λήθη αλά τη μυθολογία. Η απαίτηση όμως είναι η ίδια.
Γιατί, όντως, ιστορία δεν σημαίνει να θυμάσαι. Ιστορία σημαίνει κυρίως να ξεχνάς. Να κρατάς μέσα από ένα χάος γεγονότων τα κομβικά σημεία, τις στιγμές αυτές που συμπυκνώνουν ολόκληρες ιστορικές περιόδους, αξίες και ιδεολογίες, κάθε τι που αξίζει να μείνει στη μνήμη. Με γνώμονα όμως την ιστορική επιστήμη. Κάθε τι άλλο είναι παραχάραξη. Στο όνομα μιας πολιτικής ή μιας ιδεολογίας.
Μέσα στη λειτουργική παραχάραξη ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαίτησε την κατάφασή μας στο γεγονός πως ο Γρηγόρης Λαμπράκης πρέπει να ξεχαστεί.
Η πολιτική απαίτηση που κρύβει μέσα της η φράση απλώνεται και σε ένα ακόμα σημείο της πρότασης. Αυτή του 17χρονου.
Μιλώντας στο όνομά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης ορίζει έναν ανθρωπότυπο. Ενα παιδί που δεν ενδιαφέρεται για το παρελθόν (ακόμη και το πρόσφατο) και το ενδιαφέρει αποκλειστικά το μέλλον του. Εναν θριαμβευτή του ατομισμού που ποδοπατά ιστορίες και αξίες στο όνομα του ατομικού του μέλλοντος.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης το περιγράφει σαν δυσκολία και σαν επιβίωση αλλά μέσα στο όλο πλαίσιο λειτουργεί ως άνευ όρων επιτυχία.
Στην πραγματικότητα, όμως, ούτε καν περιγράφει αλλά δημιουργεί και μας εκθέτει ένα πρότυπο. Με τις συγκεκριμένες αξίες και στόχους, οι οποίες δεν έχουν ανάγκη να θυμούνται τον Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ακριβώς γιατί οι αξίες που ο ίδιος πρέσβευε ως άνθρωπος και ως πολιτικός και πρεσβεύει ακόμη ως σύμβολό τους είναι ξένες. Τους αγώνες ενάντια στο παρακράτος, τους αγώνες για τη δημοκρατία και την ελευθερία, τη γενναιότητα και την αυτοθυσία.
Μέσω λοιπόν της ταύτισης με τους νέους και της προσποίησης του πολιτικού που συμπάσχει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κολακεύει ενώ ταυτόχρονα χειραγωγεί.
Είναι η περιγραφή μιας νεολαίας και ταυτόχρονα η στάση απέναντί της που πήρε την πιο ξεκάθαρη απάντηση στα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και στις αντιφασιστικές πορείες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Απαντήσεις μιας νεολαίας που δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί κανενός είδους τρίκυκλα.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
1 σχόλιο:
εξαιρετικό!
Δημοσίευση σχολίου