«Με ξέρεις, είμαι συγκρατημένος αλλά, όπως και να ΄χει, πρέπει να παραδεχτώ πως τις τελευταίες εβδομάδες ξυπνάω χαρούμενος, ελάχιστα πιο χαρούμενος. [παύση] Αλλά, αν το καλοσκεφτείς, αυτό το ελάχιστα είναι ήδη πολύ...».
Πάντοτε μετρημένος, πάντοτε ελέγχοντας τη στάθμη του ενθουσιασμού, ο φίλος κλείνει τη συζήτησή μας με αυτή την πρόταση πριν από την αναχώρησή του. Το θέμα της, η νίκη της Αριστεράς, το «τι γίνεται τώρα» και κυρίως το «τι σημαίνουν όλα αυτά». Ναι, ειδικά τώρα οι αναλύσεις μας πρέπει να είναι ψύχραιμες, μετρημένες και χωρίς ταύτιση, δίκαιες και χωρίς αίμα βιώματος. Αλλά μήπως τελικά αυτός είναι άλλος ένας τρόπος υπεκφυγής; Τι εξυπηρετεί τελικά όλη αυτή η απόσταση που βάλαμε ανάμεσα στους εαυτούς μας και τα γεγονότα, όλη η απόσταση ανάμεσα στις ζωές μας και την πολιτική; Τα προηγούμενα χρόνια μετρούσαμε την απελπισία με θερμόμετρα αριθμών, τον θάνατο σε κλίμακες αυτοκτονιών, την παγωνιά στις τιμές του πετρελαίου. Θα συνεχίσουμε άραγε έτσι και τώρα;
Η αλλαγή θα είναι βίωμα, αλλιώτικα δεν θα είναι αλλαγή. Την αλλαγή την βλέπεις στο σώμα, στους χρόνους και τους τρόπους του, στον ύπνο και τον ξύπνιο του. Και ναι, το να ξυπνάς αλλαγμένος, έστω και ελάχιστα, είναι κάτι σημαντικό από μόνο του.
Τι σημαίνει η νίκη της Αριστεράς; Και πώς αλλάζει την ταυτότητα ενός χώρου (ή έστω ενός κομματιού του) που σε μεγάλο βαθμό συγκροτήθηκε με αγώνες αλλά ταυτόχρονα και με ήττα; Με διεκδίκηση, αλλά ταυτόχρονα και με τιμήματα; Με επιθυμία αλλά και με βιωμένο εφιάλτη; Τώρα όλα αυτά μοιάζουν να αλλάζουν. Ακόμα και αν η νίκη των περασμένων εκλογών είναι νίκη ενός κομματιού πολύ ευρύτερου από την ίδια την Αριστερά, ακόμη και αν ένα κομμάτι της Αριστεράς διστάζει ή δεν ταυτίζεται καθόλου μαζί της, ακόμα και αν είναι νωρίς, πολύ νωρίς για συμπεράσματα.
Έτσι, μαζί με αυτό το χαμόγελο που ενδέχεται να ξυπνάει μαζί σου, είναι και τα φαντάσματα τις νύχτες που δεν σε αφήνουνε να κοιμηθείς. Κομμάτια από μυθολογίες που σε συγκρότησαν, κομμάτια από αναφορές και γεγονότα που σχημάτισαν τον εαυτό σου και δημιούργησαν τελικά αυτό που εσύ θεωρείς δίκαιο και σωστό. Εικονοστάσια αγίων ενός ευρύτερου κόσμου, αγωνιστών μακρινών εποχών και τόπων, επαναστάσεων, εμφυλίων και ονείρων. Η γενειάδα του Μαρξ να συναγωνίζεται αυτή του Αϊ-Βασίλη, ένα πορτρέτο του Γκράμσι που μικρότερος μπέρδευες με τον Καβάφη, η μορφή του Τσε Γκεβάρα σε μια κόκκινη αφίσα ή σε μια μπλούζα των Rage against the Machine. Οι ήρωες του ελληνικού εμφυλίου, οι Λαμπράκηδες, τα τόσα Πολυτεχνεία. Τα ποιήματα, τα τραγούδια και μια σκηνή από τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Τα σεντόνια αυτά που κάλυπταν κάποτε έπιπλα, βιβλία και καθρέφτες. Ολα όσα ήτανε κάποτε σκόνη και τώρα ξυπνούνε σαν φαντάσματα για να συνομιλήσουν με την απορία του παρόντος μας.
Ναι, είναι ίσως παρωχημένο να τοποθετείς αυτή την αίσθηση στην ανάλυση των γεγονότων. Αλλά όχι στο βίωμα, εκεί δεν γίνεται να κάνεις διαφορετικά. Έτσι ενσαρκωμένες, σαν οντότητες ξεχωριστές, έρχονται σαν φαντάσματα και οι δικές σου λίγες εμπειρίες. Η πρώτη πορεία που κατέβηκες κρυφά, οι ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις σπαρμένες ισόποσα με όνειρο, αφέλεια και δίψα. Η πρώτη πορεία που πέτυχες τον μικρότερο αδερφό σου (είχε κατεβεί κρυφά). Η μοιρασμένη οργή και ο θρήνος στα πρόσωπα των ανθρώπων στην πορεία την επομένη της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου. Η απελευθέρωση από τον φόβο στη συλλογικότητα ενός συνθήματος στον δρόμο, οι καταλήψεις, οι συνελεύσεις και ξανά οι κουβέντες.
Για πολλούς από εμάς όλα αυτά τα φαντάσματα γίνονται παρόν. Τα σεντόνια τους, απελευθερωμένα από τις μπουγάδες της μνήμης, κυματίζουν τις νύχτες σαν σημαίες στα ταβάνια. Και είναι αυτή η έγνοια και αυτός ο φόβος, όλο αυτό το παρελθόν που ήταν πάντα παρόν, να μην το φάει ο σκόρος, όλη αυτή η έγνοια να προστατεύσεις το παρελθόν στο παρόν σου, μέρα με την ημέρα, μέχρι το μέλλον.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου