«Μα τι έπαθε ο Πανούσης;» Ερώτηση-μόνιμη επωδός τα τελευταία χρόνια, που πάντα ακολουθούσε κάποια από τις εμφανίσεις του μουσικού. Θυμάμαι την ερώτηση να πέφτει στο τραπέζι ενός μπαρ στα Εξάρχεια κάπου το ‘13, κάτω από την αφίσα των παραστάσεων του Πανούση στο Τρόικα κλαμπ, όπου το άστρο του Δαβίδ μετατρεπόταν, μέσω γραφιστικής σε σβάστικα. Ένα χιλιοειπωμένο, εύκολο και προβληματικό σχόλιο που όχι μόνο δεν κατάφερνε να σοκάρει, αλλά είχε σαν αποτέλεσμα να γεμίσει τον τόπο ναζιστικά σύμβολα, ενώ γύρω οι νεοναζί πολλαπλασιάζονταν, ενώ η φρίκη πέρναγε στην κανονικοποίησή της. Αυτά βέβαια ήταν ψιλά γράμματα σε σχέση με όσα ακολούθησαν.
Ο κάποτε Τζιμάκος
Δεν θα ‘θελα να γράψω για όσους μεγάλωσαν με τα τραγούδια και τις παραστάσεις του Τζίμη Πανούση και τη μετέπειτα απογοήτευση που τους δημιουργήθηκε, με τον ίδιο τρόπο που οι παλαιότεροι μπορεί να έγραφαν για τον Θεοδωράκη π.χ. και το υπουργείο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, ή τη στροφή του Διονύση Σαββόπουλου από εκφραστή μιας γενιάς σε τηλεευαγγελιστή της νεοορθοδοξίας. Οι συγκρίσεις είναι συχνά ο καλύτερος τρόπος να αποφύγεις την ουσία, να πνίξεις τη λεπτομέρεια και την ιδιομορφία της κάθε περίπτωσης, να καταφύγεις στα αντανακλαστικά των μαθημένων αφορισμών.
Η τότε μουσική και η γενικότερη στάση του Πανούση (ειδικά για όσους από εμάς έτυχε να τον ανακαλύψουν σε μικρή ηλικία) είχε κάτι το απελευθερωτικό. Η καρναβαλική διάθεση εκφρασμένη στη σκηνή, στα εξώφυλλα και τους στίχους, η αθυροστομία ειπωμένη σε μια εποχή λαμέ πουριτανισμού, η κριτική στην κυρίαρχη καφρίλα των 80’s, τον υπερκαταναλωτισμό και τα αμερικανικά πρότυπα των 90s και ταυτόχρονα η υφέρπουσα μελαγχολία και απαισιοδοξία, η υπερβολή και η επιθετικότητα ακόμη και η κριτική στάση απέναντι στην κουλτούρα της «ορθόδοξης» αριστεράς, αποτέλεσαν στοιχεία συγκρότησης. Ο Πανούσης κατάφερε να ενσωματώσει την ειρωνεία, την επινοητικότητα και το πολιτικό χιούμορ των πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης, να τα καταγράψει ως ταυτότητα και να μας τα παραδώσει. Μα γράφοντας αυτές τις γραμμές καταλαβαίνω πως αυτό που περιγράφω είναι ουσιαστικά η –εδώ και καιρό- ακυρωμένη σχέση με το εναλλακτικό κοινό της δεκαετίας του ’80.
Ο –κάποτε για μας- Τζιμάκος, μοιάζει παροπλισμένος από τις ίδιες τις παγίδες που η πολιτική σάτιρα κουβαλά στον πυρήνα της. Ο καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει γύρω από τις θέσεις του, μια και το γέλιο είναι από μόνο του κατάφαση. Όταν όμως το γέλιο εκλείπει η πολιτική θέση μοιάζει με φανατισμό που αναζητά την επιβεβαίωση στην έντασή του (κάπως έτσι είδα την παρουσία του Πανούση στην πρόσφατη συνέντευξή του στην Ελληνοφρένεια, όταν η ένταση έφτασε στα όρια του παραληρήματος, με τους «φασίστες» και «καραγκιόζηδες» αριστερούς, τις κοινοτοπίες για τη γενιά του Πολυτεχνείου, τις «ηλίθιες» και «πουλημένες» ηγεσίες. Εμφάνιση που εγκωμίασε και η εφημερίδα «Στόχος»). Εξαρτημένος από τα γύρω γεγονότα ο σατιρικός καλλιτέχνης οφείλει να επανεφευρίσκει συνεχώς τον εαυτό του ανάλογα με τις γύρω αλλαγές. Όταν αποτυγχάνει αυτό δημιουργεί μια φάλτσα αφήγηση και κυρίως φάλτσα σε σχέση με τον προηγούμενο εαυτό του. Και σε αυτές τις συνθήκες ακόμη και η στασιμότητα αποτελεί αλλαγή.
Οι εμμονές ως προτεραιότητες
Σήμερα, ο Τζίμης Πανούσης μοιάζει με έναν εικονοκλάστη που μάχεται ανύπαρκτες εικόνες. Γιατί έχει διαφορά να σατιρίζει το ΚΚΕ για την στάση του στο Χημείο (στο «Τα παιδιά της ΚΝΕ») και άλλο το εκτός τόπου και χρόνου του σημερινού «Η Katyusha του ΚΚΕ» , που μοιάζει με ξαναζεσταμένη θεωρία των δύο άκρων δήθεν ειπωμένο από τα αριστερά, με το κοτσάρισμα του pure νεοφιλελεύθερου και σε άλλες του καταγραφές λαϊκίστικου επιχειρήματος «δεν πληρώνω φόρους γιατί μου κλέβουν τα λεφτά τα κόμματα» και κυρίως με το αχαρακτήριστο στην μικροψυχία του (τουλάχιστον) «πλάι πλάι μαζί με χρυσαυγίτες». Οι εμμονές είναι απαραίτητες για κάθε κωμικό, αλλά όταν αυτές γίνονται απόλυτες προτεραιότητες και μάλιστα ενώ ο ίδιος ο χρόνος αλλάζει το αντικείμενο της σάτιρας, το αποτέλεσμα καταλήγει να μελωδεί ως απόλυτα κακόηχη συντήρηση.
Για το τέλος κρατώ την πρόσφατη εμφάνιση του Πανούση στην εκπομπή του Καζάκη: «Να βγουν να δηλώσουν όλοι αυτοί του ΣΥΡΙΖΑ πως είναι ομοφυλόφιλοι, αυτός ο άνδρας ο Βαρουφάκης που κουνιέται σαν κοπελίτσα, ο άλλος ο Τσακαλώτος, ο Σακκελαρίδης που φέρνει κανονικά σε κοπελίτσα τελειωμένη (…) πιστεύω πως θα το κάνουν, τους έχω ικανούς, θα γελάσουμε.» Δεν ξέρω αν έχει κάποιο νόημα να σχολιάσει κανείς την εμφανή ομοφοβία, τον ματσισμό που από άλλους χώρους τον έχουμε συνηθίσει ή την αισθητική του χιούμορ που παραπέμπει σε γυμνασιάρχη επαρχίας ή Ταλιμπάν μητροπολίτη.
Κάπου ανάμεσα στο ναρκισσισμό της ελάχιστης απόστασης (όπου ό, τι κοντινό σου μετατρέπεται σε θανάσιμο εχθρό για λόγους αυτοεπιβεβαίωσης και συγκρότησης από αντανάκλαση) και το άγχος της πρωτοτυπίας, κάπου ανάμεσα στο χρόνο που κυλά και μας αφήνει πίσω και τον άλλο χρόνο που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση, κάπου ανάμεσα σε μια σάτιρα που παρήλθε και μια άλλη, που προσπαθώντας να ειπωθεί από τα αριστερά, χρησιμοποιεί όλο και πιο δεξιά επιχειρήματα, κάπου εκεί ανάμεσα το γέλιο χάθηκε. Αυτό που μένει είναι η στάχτη ενός χαμόγελου και ένας καλλιτέχνης παντελώς πια ξένος.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου