«Κλασικό είναι το βιβλίο που όλοι υμνούν αλλά κανείς δεν έχει διαβάσει» αποκρίνεται σε έναν από τους πλέον γνωστούς αφορισμούς του ο Μαρκ Τουέιν και η μοίρα τον εκδικείται ορίζοντάς τον ως έναν από τους πλέον κλασικούς συγγραφείς. Παράλληλα ακούμε αποκρίσεις τύπου: «Δεν γράφονται πια αριστουργήματα», «η λογοτεχνία βρίσκεται σε παρακμή», «πώς να συγκριθεί κάποιο έργο με τα αριστουργήματα του παρελθόντος;».
Φράσεις που παραλλαγμένες ορίζουν, αντιθετικά (αλλά στην πραγματικότητα σε σύμπνοια) με την πρώτη πρόταση, τους προβληματικούς όρους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τη λογοτεχνία. Ως ένα μόνιμο υψηλό παρελθόν, το οποίο στην πραγματικότητα αγνοούμε. Και κατ’ επέκταση ως ένα μόνιμο λειψό παρόν, το οποίο αρχικά υποτιμούμε, ώστε να καταλήξουμε τελικά να το αγνοήσουμε και αυτό. Με αποτέλεσμα η άγνοια και η αποφυγή να καλύπτουν το σύνολο του παρόντος μας.
Αν έπρεπε να βρούμε έναν παράδρομο που θα μας οδηγούσε στην αποφυγή των παραπάνω πολλαπλών αδιεξόδων, αυτός θα ήταν η σχέση μας με τη ζώσα λογοτεχνία. Με τον όρο αυτό προσπαθούμε να περιγράψουμε όχι απλώς τη λογοτεχνία που τώρα γράφεται, αλλά κυρίως τη λογοτεχνία που διαδραματίζεται στο σήμερα και διαδραματίζει το τώρα. Οχι απλώς σε επίπεδο αναφορών, αλλά κυρίως σε επίπεδο προβληματισμού και τρόπων.
Ο όρος δεν μπαίνει αντιθετικά σε σχέση με το παρελθόν, ούτε επιθυμεί να περιγράψει μια αξιολογική κρίση στο σύνολό της, να μιλήσει για μια αυταξία χωρίς άλλα κριτήρια παρά αυτά του χρόνου και της συγχρονίας. Μιλά αποκλειστικά για τη σχέση του έργου με τον αναγνώστη, του μέσου με τον δέκτη.
Στη ζώσα λογοτεχνία θα συναντήσω την πλατεία Βικτωρίας τού σήμερα, τους δρόμους της πόλης μου και τον τρόπο που αυτοί περπατούν. Τους μετανάστες, τον ρατσισμό, τη βία και την απόγνωση. Εναν χώρο που αναγνωρίζω ως κατοικία και όχι απλά ως μοτίβο. Ενα βίωμα που εμπεριέχει το δικό μου βίωμα. Ενα πρόσωπο οικείο στην αρχιτεκτονική, το ύφος και τη στιγμή του.
Τον τρόπο που η γλώσσα μου μοιράζει ευχές, κατάρες, μπινελίκια.
Τον τρόπο που κατοικούνται οι προτάσεις μου. Και αν κάτι έχει σημασία σε όλες τις παραπάνω προτάσεις, αυτό είναι εκείνο εκεί το «μου».
Η ιδιοκτησία ενός πρώτου προσώπου που εμπεριέχει τον πληθυντικό του. Την άμεση ταύτιση, τον αντανακλαστικό δεσμό, το θολό σύνορο της αλληλοεπικάλυψης. Το βασικό στοιχείο της ζώσας λογοτεχνίας λοιπόν είναι η οικειότητα. Η οικειότητα αυτή για πρόσωπα, τόπους και καταστάσεις, που γίνεται οικειότητα για το λογοτεχνικό τους αποτύπωμα, άρα και οικειότητα για την ίδια τη λογοτεχνία.
Το να συνηγορούμε υπέρ της ζώσας λογοτεχνίας μοιάζει με το να συνηγορούμε υπέρ του εαυτού μας. Οχι χωρίς ιστορία, όχι χωρίς κριτήρια, όχι με πειραγμένες ζυγαριές υπέρ του παρόντος, απλά αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα της τώρα αφήγησης να αφηγηθεί τον εαυτό της.
Η σημασία της σχέσης μας με τη ζώσα λογοτεχνία αναδεικνύει την πραγματικότητά μας ως ικανό υλικό για αφήγηση. Πλουτίζει τη στιγμή με τη δυνατότητα και τη σημασία του βάρους. Και τελικά σε μια ορατή αντίστροφη κίνηση φορτίζει τις παρελθούσες στιγμές με το βάρος της ζωής.
Ετσι κάθε τι το παρελθοντικό και περασμένο -κάθε στιγμή που μπορεί να έστεκε παγωμένη στην ακαμψία του κλασικού- φορτίζεται με οικειότητα. Αφού κάθε λογοτεχνία που τώρα στέκει ως κλασική ήταν και αυτή κάποτε μια ζώσα λογοτεχνία, με τις ίδιες ταυτίσεις, τις ίδιες αποκλίσεις και αναγνωρίσεις εαυτού με τα κείμενα του σήμερα.
Η σχέση μας λοιπόν με τη ζώσα λογοτεχνία αναδεικνύεται και ως αρχή μιας νέας επαφής με το κλασικό, την παράδοση και το παρελθόν. Δίνει βάρος στο παρόν, ζωή στο παρελθόν και τελικά καταφέρνει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση μας με την ίδια τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα.
Και αν δεχτούμε πως το παρόν που ζούμε παίρνει διαστάσεις ιστορικών στιγμών, τότε πρέπει ταυτόχρονα να παραδεχτούμε πως οι στιγμές αυτές χρειάζονται τις αντίστοιχες λέξεις τους. Λέξεις όχι δάνειες και παρελθούσες, αλλά ζωντανές και ακαριαίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου