Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Σταθμοί





Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ' όνειρό μου
είναι ένα σκοτεινό τοπίο
και περιμένω ένα τραίνο.
Ο σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες
που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες
γιατί έχει πολύν καιρό να 'ρθει
τραίνο σ' ετούτον το σταθμό
και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια
κάθομαι πίσω απ' ένα τζάμι
μάκρυναν τα μαλλιά τα γένια
σά νάμαι άρρωστος πολύ
κι όμως με παίρνει πάλι ο ύπνος
σιγά-σιγά έρχεται εκείνη
κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι
με προσοχή με πλησιάζει
το μπήγει στο δεξί μου μάτι!
Μίλτος Σαχτούρης, «Ο σταθμός»



Κατεβαίνω κυλιόμενος στον υπόγειο σταθμό, στον σταθμό τον φωλιασμένο στα υπόγεια της πόλης, και ο ερχομός μου σημαίνει την επίσημη έναρξη της μέρας μου.
Χωρίς υποδοχές, χωρίς τυμπανοκρουσίες, η μέρα με υποδέχεται με ένα αντίστροφο ρολόι να κυνηγάει τον ερχομό του τρένου.
Από εδώ μπαίνουμε στη μέρα μου και είναι όλες οι στιγμές της πλωτές πάνω στις ράγες. Από τις ράγες αυτές θα περάσουν οι ώρες μου για να μετρηθούνε. Γιατί ό,τι ρέει στην κοίτη του τρένου θα περάσει από ετούτον τον σταθμό.
Τα βαγόνια, τα σώματα, οι ώρες. Και πολλά μισάωρα μετά, αφού εγκαταλείψεις το βαγόνι που σε αποβιβάζει, θα κουβαλάς μαζί σου αυτές τις ράγες, σαν απόδειξη της διαδρομής σου, θα τις κουβαλάς έτσι ασήκωτες (ασήκωτες όπως και οι μέρες), σαν να φυτρώνουνε στην πλάτη σου, βιαστικό βιομηχανικό αγκάθι, φτερά τσαλακωμένα για όσους γυμνάστηκαν στην πτώση και όχι στο πέταγμα, σαν οδοδείκτες κάθετοι, σκάλες προς τον βυθό των ωρών.
Μα είναι ο σταθμός αυτός που ταξιδεύει, ποτέ τα τρένα, ποτέ τους τα βαγόνια. Είναι ο σταθμός αυτός που εμπεριέχει τα ταξίδια, που σημαίνει τις διαδρομές, τις αφετηρίες και τις επιστροφές.
Και υπάρχει ένας και μοναδικός σταθμός μέσα στον κόσμο. Ενας σταθμός από όπου ξεκινούν και σταματάνε όλα τα ταξίδια.
Ολες οι διαδρομές ξεκινούν και καταλήγουν στον σταθμό. Καρδιά στις μεταλλικές αρτηρίες με εμάς στη θέση του παλμού της. Εμείς με την ιλιγγιώδη νωθρότητα προσώπων που περιμένουν, εμείς μέσα στην αναμονή της σειράς μας.
Εμείς αργοπορημένοι ή ανέμελοι. Ταξιδιώτες της ακινησίας σε μια πόλη που μπουσουλά στην ακαμψία της.
Πάντοτε μεθυσμένοι για ταξίδι (ακόμα και οι πιο νηφάλιοι). Ακόμα και αν το ταξίδι διαρκεί όσο το άνοιγμα και το κλείσιμο των βλεφάρων.
Γιατί ταξίδι είναι ό,τι μας καταργεί. Αυτό που κάνει τον χρόνο χώρο, αυτό που μας σταθμεύει σε ένα μόνιμο παρόν. Το παρόν είναι ο μόνιμος σταθμός μας, πάντοτε ενδιάμεσος από το παρελθόν προς το μέλλον.
Και έτσι, είναι ο σταθμός που ταξιδεύει, ποτέ τα τρένα, ποτέ τους τα βαγόνια.
Κατεβαίνεις και συ στον υπόγειο σταθμό μαζί μας. Οι υπόγειοι σταθμοί. Πηγάδια κυκλοφορίας όπου ψαρεύουμε τους εαυτούς μας σε κίνηση. Ο θόρυβος εδώ τρυπώνει παντού σαν τη σκόνη.
Αρκεί ένα φύσημα για να γεννήσει τον πάταγο, για να σηκώσει τη σκόνη-θόρυβο ικανή να ξεκουφάνει ακόμη και τον πιο ήρεμο, τον πιο συνειδητό επιβάτη.
Ρόδες πάνω στις ράγες, βαγόνια πάνω στις γραμμές, σίδερα πάνω στα σίδερα. Τριβή που γίνεται φως και ήχος.
Χτυπιέται πάνω στους τοίχους του σταθμού και επιστρέφει, ορίζει την ορμή και τον ερχομό, ήχος που δίνει σχήμα σε ό,τι πλησιάζει.
Και έτσι ταυτόχρονοι περιμένουμε στον σταθμό. Και οι δυο μας με τις ράγες να εξέχουν στις πλάτες μας, να αγκαλιάζουν τα πλευρά μας, πολλές φορές να μπλέκονται με τις ράγες των δίπλα μας, όταν ο χρόνος μας διασταυρώνεται σε ένα τυχαίο βλέμμα, σε ένα επιπόλαιο σπρώξιμο ή σε μια χειρονομία που αναβλήθηκε.
Αλλωστε οι σταθμοί και τα τρένα έρχονται από παλιά και πηγαίνουν ακόμη μακρύτερα. Κάπου στα 1924, ο Joseph Roth γράφει για τους βερολινέζικους σταθμούς και τις βερολινέζικες ράγες προβλέποντας τη γραμμή του μέλλοντός μας: «Δειλά και σκονισμένα θα φυτρώνουν τα μελλοντικά χορτάρια ανάμεσα στις μεταλλικές τραβέρσες των τρένων. Το “τοπίο” αποκτά σιδερένιο προσωπείο».

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: