Να ξεκινήσω λοιπόν με όρους προσωπικούς και λέγοντας πως ο Μπομπ Ντίλαν στάθηκε η βασική αφορμή που με οδήγησε στο γράψιμο.
Οταν μετά από θέαση της μετριομέτριας ταινίας «Ασυμβίβαστη γενιά», σε εντόνως άγουρη ηλικία, ο πατέρας μου μου έκανε δώρο ένα cd και ένα βιβλίο με μεταφρασμένα τραγούδια του Ντίλαν (καφέ μου σύντροφε των παιδικών μου χρόνων, ξεχνώ τον μεταφραστή και τον εκδοτικό σου).
Δεν θέλει και πολύ να ασχοληθείς με την ποίηση. Αρκεί να ακούσεις σε νωπή ηλικία το «Mr Tambourine man» και να ρίξεις μια ματιά στους στίχους του.
Δεν μπορώ λοιπόν να προσποιηθώ πως κρίνω αντικειμενικά. Το κείμενο αυτό όμως δεν έχει ως στόχο να μιλήσει για την καλλιτεχνική υπόσταση του Ντίλαν (αυτό θα γίνει την επόμενη εβδομάδα), αλλά για τη συγκεκριμένη βράβευση.
Ακόμη κι αν μπορούμε να αναφέρουμε άπειρες βραβεύσεις που μας φαίνονται αστείες (με χαρακτηριστικότερη αυτή του Τσόρτσιλ με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1953), ακόμη περισσότερες κατά καιρούς φημολογούμενες υποψηφιότητες στα όρια του εξωφρενικού, ακόμη κι αν μπορούμε να αριθμήσουμε λεγεώνες υπέροχων λογοτεχνών που δεν βραβεύτηκαν ποτέ, είτε το θέλουμε είτε όχι, τα Νόμπελ δημιουργούν κανόνα.
Οχι έναν λογοτεχνικό κανόνα απόλυτο ή απαράβατο, αλλά παρ' όλα αυτά έναν κανόνα που ξεπερνά το κοινό της λογοτεχνίας και απευθύνεται σε παγκόσμιο ακροατήριο.
Δημιουργώντας με κάθε βράβευση οικονομικά γεγονότα, μεταφράσεις, πρότυπα και μιμήσεις.
Η έκπληξη λοιπόν στα φετινά βραβεία δεν έχει να κάνει με την καλλιτεχνική ποιότητα του Μπομπ Ντίλαν αλλά με την ένταξή του σε αυτόν τον κανόνα.
Το λογοτεχνικό πεδίο διευρύνεται. Οχι επειδή τα Νόμπελ αποφάσισαν να βραβεύσουν τον Μπομπ Ντίλαν, αλλά ακριβώς επειδή ακόμη και αυτός ο συντηρητικός θεσμός δεν μπόρεσε να αγνοήσει το γεγονός αυτό (της διεύρυνσης).
Η αρχή φυσικά έγινε πέρυσι με τη βράβευση της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Η γραφή της Αλεξίεβιτς δεν είναι μυθοπλαστική αλλά πιο πολύ μια διαχείριση ντοκουμέντων, δημοσιογραφικής έρευνας, συνεντεύξεων, ιστορίας συνοδευόμενης από σκέψεις, σχόλια κτλ.
Οι δύο αυτές βραβεύσεις καταγράφουν λοιπόν μια κανονικοποίηση της λογοτεχνικής διεύρυνσης η οποία έχει συντελεστεί στο σώμα της τέχνης εδώ και καιρό και ανεξάρτητα από βραβεία αναδεικνύει μια σειρά παραδοχών.
Τη συνομιλία των τεχνών, τη συνύπαρξή τους, τη διαχείριση της πραγματικότητας και το θόλωμα ανάμεσα στην πρωτότυπη σκέψη και την πραγματικότητα ως καλλιτεχνικό υλικό.
Η βράβευση του Ντίλαν ήδη έχει προκαλέσει αντιδράσεις και ειρωνικά σχόλια (το κείμενο αυτό γράφεται Πέμπτη απόγευμα).
Σε αντίθεση βέβαια με σχεδόν όλα τα προηγούμενα Νόμπελ έχει καταφέρει να αποτελέσει γεγονός.
Ισως να έχει περισσότερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε το τι θα σηματοδοτήσει μια τέτοια βράβευση (μια τέτοια κανονικοποίηση δηλαδή). Και να εξετάσουμε την οπτική μας για τα όρια της ποίησης και τα στεγανά της τέχνης.
Ακόμη άλλωστε κι αν εξαντλήσουμε τα σοβαρά κριτήριά μας, καταλήγουμε στην παραδοχή πως η τραγουδοποιία αποτελούσε πάντοτε κομμάτι της λογοτεχνίας και σε ευθεία συνομιλία με αυτό που απαιτούμε ως σοβαρό λογοτεχνικό πεδίο.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την επιρροή των προβηγκιανών τροβαδούρων στα ποιήματα του Εζρα Πάουντ ή -αν θέλουμε να μεταφερθούμε στα δικά μας- την επιρροή του Λεό Φερέ ή του Ζορζ Μπρασένς στην ποίηση του Βαρβέρη.
Η αυστηρή περιχαράκωση αυτού που ως αυτόκλητοι φιλόλογοι έχουμε μάθει να περιγράφουμε -και με τρόπο μάλιστα αυτονόητο- ως υψηλή τέχνη μοιάζει να τρίζει.
Το να κρίνουμε τον Μπομπ Ντίλαν ως ποιητή (και ακόμη χειρότερα ως στιχουργό) είναι τελείως λάθος.
Πρώτον γιατί ο ίδιος δεν διεκδίκησε αυτόν τον ρόλο (αν εξαιρέσουμε την ενδιαφέρουσα πειραματική συλλογή tarantula του 1971) και δεύτερον γιατί η λογοτεχνία του είναι οι στίχοι, η μουσική, η μεταξύ τους σχέση, η διάδοση και η επιρροή τους.
Ενα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα με δημιουργική έκταση πολύ μεγαλύτερη από αυτή των βραβείων Νόμπελ. Και με αυτή την έκταση αποφάσισε να συνομιλήσει η επιτροπή των βραβείων Νόμπελ βραβεύοντάς τον.
Ο συντηρητικός κανόνας των Νόμπελ λοιπόν αποδέχεται κάτι αυτονόητο για κάθε άνθρωπο που γράφει, διαβάζει, δημιουργεί: την άνευ όρων εμπλοκή με την έκφραση.
Και αυτό είναι μια μεγάλη νίκη. Οχι των Νόμπελ, αλλά των ανθρώπων αυτών.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου