Συνήθιζε να
ζωγραφίζει στο χέρι της το ίδιο σημάδι, στο ίδιο σημείο. Πάντοτε το ίδιο
σημάδι. Με μια αίσθηση της τάξης τελείως διαφορετική και ασυνήθιστη, χωρίς
χρονικές γεωμετρίες, χωρίς τακτικές επαναλήψεις. Άφηνε το σημάδι εκεί σε πλήρη
σύνθεση, δουλεμένο με λεπτομέρεια στην πυκνότητα του χρώματος, τις πτυχές και
τις σκιάσεις. Δουλεμένο στο χέρι της από το άλλο χέρι της, καμβάς και
καλλιτέχνης να ταυτίζονται, να εμφανίζεται στο ένα χέρι αυτό που φαντάστηκε το
άλλο, ό, τι κοιμάται στην φαντασία του δεξιού χεριού της να ξυπνά στην σάρκα
του αριστερού. Το άφηνε εκεί και το κοιτούσε ενώ ξεθώριαζε μέσα στις μέρες, ενώ
η σύνθεσή της απορροφιόταν από το δέρμα και από την μέρα γύρω από το σώμα. Δεν
φρόντιζε να το ανανεώσει τονίζοντας τις χαμένες λεπτομέρειες. Μόνο έφτανε
κάποια στιγμή –όταν πολύ λίγα θύμιζαν το αρχικό σχέδιο- και πέρναγε σε μια
βίαιη αναστήλωση. Βίαιη τόσο ώστε να ξεπερνά την αναπαλαίωση και να φτάνει σε
τελείως νέα αποτελέσματα, μεστά από θρίαμβο μέσα στον ενθουσιασμό του
καινούριου. Φτάνοντας ξανά στο ίδιο σχέδιο με μια δημιουργική ένταση τέτοια, με
μια δέσμευση απέναντι στην σημασία που είχε το σχέδιο αποκλειστικά για εκείνη,
με μια χαρά τελείως προσωπική και εσώστρεφη, φτάνοντας, λοιπόν, στο ίδιο σχέδιο
με τρόπο τέτοιο, ώστε να καθιστά το αποτέλεσμα όμοιο και καινούριο ταυτόχρονα.
Αυτή η ανωτερότητα της ταπεινής ιεροτελεστίας,
μιας ιεροτελεστίας που γεννιέται όχι από την ακρίβεια στην επανάληψη του
τυπικού, αλλά αντίθετα στο πάθος, την ικανότητα και το περιεχόμενο ακόμη και αν
τα ιερά εργαλεία περιορίζονταν σε ένα στυλό Bic. Μια ιερότητα στα όρια του αυτισμού,
όταν ο ταπεινός τεχνίτης ταυτίζεται με την κατασκευή του σε σημείο τέτοιο ώστε
να αδιαφορεί τελείως για οποιαδήποτε εξωτερική κρίση και να δημιουργεί για τον
εαυτό του και μόνο. Σε τέτοιο βαθμό που θα έλεγες πως την ώρα εκείνη, με τα
ταπεινά υλικά και τους ταπεινούς σκοπούς δημιουργεί τον εαυτό της.
Και αυτή
η ταπεινή συνήθεια συνεχίστηκε για χρόνια πολλά, πολύ μετά, ενώ το κορίτσι
έγινε γυναίκα και ο κόσμος κόσμοι. Ήταν ο ίδιος ο ενθουσιασμός της ανασύνθεσης
του πρώτου αρχικού σχεδίου πάνω στο δέρμα. Ένας τρόπος να μετράς τον χρόνο ή να
χάνεις τον χρόνο μέσα στη συνέχεια, ένα άλλο είδος πλαστικής χειρουργικής που
διατηρείς ένα μονάχα μεμονωμένο χαρακτηριστικό σταθερό, σαν μια ρυτίδα ή ένα
λακκάκι.
Και όμως η
γυναίκα αυτή και το κορίτσι αυτό σιχαίνονταν τα τατουάζ. Μπορείς εύκολα να
διακρίνεις το περιφρονητικό της βλέμμα κάθε φορά που κάποιος (παρασυρμένος από
την ακρίβεια του σχεδίου) μπέρδευε τη ζωγραφιά του σώματός της με τατουάζ, ή
όταν -ακριβώς επειδή γνώριζε την πρακτική της- κατέληγε στην (αναμενόμενη για
τον ίδιο) ερώτηση: γιατί δεν το κάνεις τατουάζ;
‘’ Τα
τατουάζ κουβαλούν μια μονιμότητα ξένη στο σώμα. Κόντρα στο ίδιο το δέρμα
παραμένουν, απλώς παραμένουν, ενώ όλα γύρω τους γερνούν, ενώ το σώμα γερνά. Όλα
γύρω τους κουράζονται, μαζεύονται και ασθμαίνουν ενώ αυτά παραμένουν στην ίδια
ένταση.’’
‘’ Η
θεματολογία τους συνήθως αποτυπώνει την ηλικία που έχουμε όταν παίρνουμε την
απόφαση να κάνουμε τατουάζ. Μιας νεαρής απόφαση βουτηγμένη στην ξεγνοιασιά, την
αφέλεια ή την πλήρη άγνοια. Έτσι, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το γήρας, με το
γήρας αυτό που το τατουάζ θα συναντήσει όπως μας διαβεβαιώνει η άφθαρτη
θριαμβολογία του σχεδίου.
‘’Μπορώ να εκτιμήσω
ένα τατουάζ, μπορώ να εκτιμήσω κάτι διακριτικό ή ακόμη και ένα μανίκι άμα κάτι
τέτοιο ταιριάζει. Από την άλλη μου φαίνεται εξαίσια κωμικό το γεγονός πως με
την μαζική υστερία για τατουάζ που επιβεβαιώνεται όλο και πιο έντονα κάθε
καλοκαίρι σε κάθε παραλία, οικοδομούμε μια στρατιά από πολύ περίεργους
μουτζουρωμένους μελλοντικούς γέρους. ‘’
Δεν ήταν η
μονιμότητα νομίζω, αυτή που την συνέπαιρνε στο σχέδιο της. Ήταν η ανάγκη της
για συμμετοχή σε κάτι που εξελίσσεται, η ανάγκη της για φθορά. Και τελικά η
ανάγκη της να αισθανθεί πως κάτι την είχε ανάγκη για να επιβιώσει.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου