Είναι το σώμα εδώ ολόκληρο, ειπωμένο χωρίς λέξεις, καταγεγραμμένο χωρίς επιγραφές. Φωτογραφημένο από τον ήλιο που το εμφανίζει από ακτή σε ακτή κατά μήκος της ακτογραμμής του καλοκαιριού. Τεχνικές εικόνας παλιές όσο και η ανάσα, απλές όσο η ανάσα, αναγκαίες όσο και η ανάσα.
Στην άκρη του καιρού που ξεχνά την αρίθμηση, μέσα στον ατελείωτο αυτόν ενεστώτα που είναι η ζέστη, ένα ατελείωτο εδώ και ένα εξίσου βαθύ τώρα.
Ο χρόνος μας φωτογραφίζει με αυτό τον τρόπο. Και ύστερα αγκαλιάζει τα γόνατά του, σκύβει το κεφάλι προς το στομάχι του και ύστερα χάνεται μέσα στον εαυτό του αφήνοντας τελικά πίσω του μονάχα μια τελεία. Τελεία της στιγμής και τελεία της πρότασης. Γιατί όλα αρχίζουν από ένα τέλος. Οταν τα όλα αυτό αποφασίσουν πως πρέπει να το αποδείξουνε αρχή.
Η πρώτη επαφή του ποδιού με το νερό. Εδώ ξεκινάς να κατεβάζεις από την πλάτη σου όλες τις πέτρες του χειμώνα. Τις απογοητεύσεις και τις εξαντλήσεις σου, τη στενή παρακολούθηση των τεκταινομένων που αστόχησαν, τη συμμετοχή σου σε αυτά που παζάρεψε τον εαυτό της και βρέθηκε λειψή, τα ξαφνιάσματα και τις εκπλήξεις.
Πέτρα πρώτη, ο κάματος. Πέτρα δεύτερη, τα αύριο που έδιωξαν τα σήμερα. Και ύστερα τρίτη πέτρα, οι φίλοι που έπαψαν. Και η ράχη έκθετη στο μάτι του καλοκαιριού, ελευθερωμένη και έτοιμη να θρέψει.
Το νερό ώς τον αστράγαλο. Μια διαδρομή μέσα στον νέο χρόνο ή πιο καλά στον χρόνο όπως μας αποκαλύπτεται νέος. Υπενθύμιση πως το κάθε ταξίδι κοιμάται στο ίδιο βήμα μας· κάθε ταξίδι. Το βήμα αυτό που ξεπλένεται με αλάτι και ελάχιστα κύματα που ξεφυσούν, ξεψυχούν και συντρίβονται στον αστράγαλό μας.
Το νερό ώς το γόνατο. Υπόσχεση καλοκαιριού, διακοπής, ανάπαυσης. Σταδιακά από το βάθος του ορίζοντα πλησιάζουν τα προηγούμενα καλοκαίρια. Πλωτά όπως όλες οι υποσχέσεις. Κουβαλώντας στα καταστρώματα τις τόσες ηλικίες, τις τόσες διαφορετικές θερμοκρασίες που στοιβάχτηκαν στο ίδιο δοχείο.
Ο εαυτός σου άκοπος στη Σαντορίνη. Ο εαυτός σου αλατισμένος στη Σέριφο και διαμπερής στην Κέρκυρα. Ο εαυτός σου σκόρπιος στην Πάρο, τη Σύρο και πάλι στη Σύρο. Κυρίως ο εαυτός σου πρόσφατος στην Αντίπαρο, στην Ανδρο, στους Παξούς και την Κύθνο. Και από το βάθος του ορίζοντα ο εαυτός σου θολός, χωρίς να μπορείς να τον διακρίνεις: Κεφαλονιά, παραλίες του Πηλίου, Κουνουπέλι.
Το νερό ώς τη μέση. Τώρα πλέουν δίπλα σου οι αυριανοί εαυτοί σου. Με άψογη τεχνική, αρμονικοί κολυμβητές κολυμπούν με την ακρίβεια που έχουν τα πράγματα που δεν έχουν ακόμη υπάρξει.
Ο εαυτός σου όπως τον απαρνήθηκες χθες. Ο αναμενόμενος εαυτός σου. Ο εαυτός σου όπως τον απεύχεσαι. Και ο εαυτός που μαθαίνει σε ένα μικρό παιδί κολύμπι προσπαθώντας να τον πείσει να βγάλει τα μπρατσάκια του. Ολος ο λυρισμός, ο φόβος και η υπόσχεση κολυμπούν ως ενδεχόμενα δίπλα σου.
Το νερό. Η επικράτεια του ρευστού. Αχανής και χωρίς καταπατήσεις, ατελείωτη μέσα στους δικού της νόμους. Σαν μια ατελείωτη γραμμή ένωσης με τους γύρω, σαν υπενθύμιση κάτι κοινού που κουβαλάς και σε κουβαλάει. Ξεκινώντας από τα έγκατα της μάνας και φτάνοντας σε υπερπόντια ταξίδια πέρα απ' τον ορίζοντα.
Η θάλασσα. Ειπωμένη με τα ονόματα όλων της των πνιγμένων. Συμπαγής σαν σύννεφο, ορυκτή όσο ο αέρας, μαλακή σαν την πέτρα. Ολοι οι άνθρωποι είναι ναύτες. Ενα ποτήρι νερό αρκεί. Και μια υπόσχεση ίσως.
Το νερό μέχρι… μα το σώμα σου έχει ήδη βουτήξει, αφού το νερό προστάζει συμμετοχή. Δεν υπάρχει εδώ μέσα και έξω, εαυτός και μη εαυτός, θάλασσα και μη θάλασσα. Μόνο μια ακαθόριστη κίνηση. Δική σου και του βυθού. Μόνο ένα ακαθόριστο φως. Ανάμεσα στο σώμα και στο νερό, μια πρόχειρη ενότητα. Και για μια τόσο σύντομη στιγμή μια μουσική ίσως. Μια μουσική που βγαίνει από το μέσα των πραγμάτων.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου