Δεν θυμάμαι τη διαδρομή, δεν έχει άλλωστε και σημασία. Από πού ξεκίνησα και πώς κατέληξα να διαβάζω και πάλι τον Σεφέρη αυτές τις μέρες. Λίγο η κούραση, λίγο η απογοήτευση για την ροή των πραγμάτων και η αναγνωστική μου δυνατότητα αδυνατίζει. Ο στίχος γίνεται βαρύς στην όραση, η μία σελίδα του ποιήματος ξαφνικά γίνεται αχανής. Η ανάγνωση θέλει χρόνο, πιο πολύ θέλει τον δικό της χρόνο, τον χρόνο που αυτή ορίζει. Δεν ξέρω όμως γιατί αυτή τη φορά τα ποιήματα του Σεφέρη δεν λειτουργούσαν όπως τα άλλα ποιήματα που δοκίμασα. Έτσι προσπαθούσα να καταλάβω τι είναι αυτό που λειτουργεί με τόσο διαφορετικό τρόπο συγκριτικά (τουλάχιστον σε εμένα). Έψαξα να βρω ένα κείμενο που είχα γράψει παλαιότερα στα «Ποιητικά» με τίτλο «Ο Γιώργος Σεφέρης και η κρίση», κάπου το μακρινό 2012:
«Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας/ τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος της αδικίας//[…] στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει/- στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας.
Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη δεν περιγράφει την καταστροφή, αλλά την προϋποθέτει. Και μάλιστα ως βασικό υπόστρωμα. Την καταστροφή της Σμύρνης, τους παγκοσμίους πολέμους, τον εμφύλιο, την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο. Ο ταραγμένος ελληνικός αιώνας ήταν σπαρμένος μαύρο φως, σπασμένα αγάλματα και μια θάλασσα νεκρή. Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
Ψηλαφώντας τα αυλάκια στην μνήμη της ποίησης, η φωνή του Σεφέρη μοιάζει να κουβαλά το οικείο φορτίο, την γλώσσα που περιγράφει το συλλογικό, τόσο ως παρόν όσο και σαν προοπτική, ως μια ποιητική έκφραση της μοίρας, της δική μας σύγχρονης μοίρας. Ως προς την περιγραφή, η ποίηση του Σεφέρη καταφέρνει πολύ περισσότερη επικαιρότητα από την αισιόδοξη οπτική του Ελύτη, αλλά και από τις πολιτικά η αυστηρά ιδεολογικά ενταγμένες προοπτικές των ποιητών της αριστεράς.
Μιλώντας άλλοτε για τη μοίρα του σύγχρονου Έλληνα και άλλοτε για την κατάσταση του δυτικού ανθρώπου γενικά, ο Σεφέρης παραμένει ένας μοναχικός του πληθυντικού αριθμού. Η χρήση του πληθυντικού περιγράφει το ποιητικό υποκείμενο αρκετά συχνότερα από το Εγώ του ποιητή. Οι ψυχές μας, η μοναξιά μας, τα σπίτια μας, τα σώματά μας. Αυτό το χυμένο μολύβι που είναι η μοίρα, η προσωπική μοίρα που τόσο συχνά στους στίχους μπλέκεται με την συλλογική. Ο πληθυντικός του Σεφέρη, σπρωγμένος από τις αστοχίες, τα λάθη και τα εγκλήματα του παρόντος, σχεδόν ακαριαία γίνεται και δικός μας πληθυντικός.»
Κρίση ταυτότητας
Όσο και να το απωθούμε, εδώ βρίσκονται οι ρίζες της αφήγησής μας. Ο τρόπος θέασης του παρελθόντος άρα και του παρόντος, ο τρόπος αντίληψης της ταυτότητας, του τοπίου, της θερμοκρασίας, της μοίρας. Ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να τινάξουμε από πάνω μας το βλέμμα της γενιάς του ‘30. Καμία νέα αφήγηση δεν φαίνεται να ζυγώνει. Περάσαμε από τη Χούντα στη μεταπολίτευση, από τον καταναλωτισμό και την πασοκαρία της δεκαετίας του ‘80 και του ‘90 στην αφήγηση μιας μεγάλης Ελλάδας με όρους ισχύος. Και αφού είδαμε και την τελευταία αυτή ιστορία να καταρρέει μπήκαμε στην κρίση μακάριοι και χαμογελαστοί, τσακισμένοι και απογοητευμένοι. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που πάντα κουβαλούσαμε ως τρόπο και ως φορτίο ήταν αυτό το βλέμμα. Μιλάω για το βλέμμα αυτής της γενιάς ως άτυπου επίσημου βλέμματος εκτός εθνικισμού και εκτός πολιτικής στράτευσης. Ως μια αφήγηση μιας αστικής τάξης που απλώθηκε στον χρόνο και στο χώρο και δεν λέει να φύγει από πάνω μας.
Η ίδια η κρίση είναι και κρίση ταυτότητας. Μπορεί να λειτουργεί με διαφορετικούς επί μέρους όρους αλλά είναι κοινή για τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους. Η έλλειψη μιας πρωτότυπης αφήγησης που να μιλάει για όσα συμβαίνουν γύρω μας· μιας αφήγησης που θα λειτουργούσε με όρους αποδοχής, απόρριψης, ολοκληρωτικά ή εν μέρει αλλά θα προσδιόριζε ως άξονας τα πράγματα.
Μια αφήγηση που θα επαναπροσδιόριζε τη σχέση μας με το παρελθόν και το παρόν μας, με τον κόσμο και το εσωτερικό μας· τις αστοχίες και τα εγκλήματα του σήμερα, τις αντοχές και τις υπερβάσεις μας. Μια αφήγηση που δεν θα μας έβγαζε από καμία κρίση, αλλά μέσα στην πύκνωσή της θα μας επέτρεπε έστω να νομίσουμε πως καταλαβαίνουμε.
Φυσικά, δεν υπάρχει εγχειρίδιο κατασκευής αφηγήσεων, ούτε πιστεύω πως μπορείς να εξάγεις εύκολα συμπεράσματα για το πώς προέκυψαν οι αφηγήσεις μέσα στην ιστορία. Σίγουρα όμως θα έχει ενδιαφέρον να αναζητήσουμε έναν νέο μίτο που ενδεχομένως να μας οδηγήσει και σε αδιέξοδο. Ψάχνοντας λοιπόν θραύσματα θα συνεχίσουμε, ψάχνοντας κομμάτια αυτής της ιστορίας. Έχοντας ως επιθυμία να τινάξουμε από πάνω μας τον μετεωρισμό ανάμεσα στα στερεότυπα και τα δάνεια βλέμματα. Ψάχνοντας φωνές του παρελθόντος που θα μας δείξουν που γεννιούνται οι αύριο φωνές:
«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.»
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου