‘’ Αυτός ο κόσμος
δεν θα τελειώσει ούτε με έναν βρόντο ούτε μ’ ένα λυγμό, αλλά μ’ έναν τίτλο
εφημερίδας, μ’ ένα σλόγκαν, μ’ ένα μυθιστόρημα της πεντάρας πιο χοντρό και από
κέδρο του Λιβάνου.
(…)
Η σιωπή
είναι μια εναλλακτική λύση. Όταν οι λέξεις στην πολιτεία είναι φορτωμένες
βαρβαρότητα και ψέμα, τίποτα δεν μιλάει δυνατότερα από ένα άγραφο ποίημα.’’
(George Steiner, Η σιωπή και ο ποιητής, εκδόσεις Έρασμος)
Τον Αύγουστο
δεν υπάρχουν ειδήσεις, μου λες, το είπε και ο Ουμπέρτο ο Έκο, που ήταν να έρθει
στη χώρα μας αυτές τις μέρες. Το μελάνι δεν τρέχει στις φλέβες των αναγνωστών
τον Αύγουστο, άντε ίσως να μεταγγιστεί για λίγο σε αναγνώσματα της παραλίας (‘’όχι
Μαντά, όχι Δημουλίδου, σε θάλασσες και ακτές’’ μας προτρέπει ο καθαριστής
γλάρος της παλιάς διαφήμισης ). Τον Αύγουστο όλα περιμένουν. Και μείς ψαρεύουμε
τη φωνή μας, ανάμεσα σε μια παύση και μια σιωπή. Και έτσι γράφεις χωρίς θέμα,
κυνηγημένος από το άσπρο της σελίδας, τον λευκό θόρυβο, το εκτυφλωτικό του
λευκού. Και ελεύθερος στα λιβάδια του άδειου, κυνηγάς λέξεις τετράποδες, μπας
και όταν τις δέσεις όλες μαζί καταφέρεις να φτιάξεις μια παράγραφο. Και όπως
πάντα το γράψιμο γίνεται αγκομαχητό, μα τώρα γράφεις την σιωπή και σκέφτεσαι, τι
να πω και τι να γράψω; Και χωρίς θέμα;
Μα πως χωρίς θέμα; Και σκέφτεσαι όλα τα άρθρα της χρονιάς, τα θέματα που
ψάχνεις κάθε βδομάδα, αυτά που βρίσκεις και εκείνα που σε βρίσκουν. Όλα τα
άρθρα που έγραψες και αυτά που δεν πρόλαβες να γράψεις, προτάσεις που αφαίρεσες
και άλλες που σκέφτηκες όταν μέρες μετά διάβαζες το κείμενο τυπωμένο.
Κι έτσι ένα
κείμενο που γράφεται χωρίς θέμα, καταλήγει να μιλά για όλα τα θέματα που δεν
γραφτήκαν. Μην φανταστείτε τα Μεγάλα Θέματα, αυτά που πάντα πιστεύουμε πως
αποσιωπούνται (και κάποιες φορές όντως κάτι τέτοιο συμβαίνει). Όχι, για τα
μικρά θέματα μιλάμε, για το ακαριαίο του ελάχιστου, το στιγμιαίο που απλώνεται,
το δευτερεύον που κουβαλά όλες τις πρωτιές. Για την αγωνία ενός πατέρα που
ανοίγει τον φάκελο ενός λογαριασμού, τον κόμπο στη φωνή ενός φίλου που μόλις
του ήρθε το χαρτί για τον στρατό, για εκείνον που φορά τρύπιο παπούτσι στη
βροχή, για εκείνον που ψάχνει φαρμακείο μες την νύχτα όλο αγωνία (και τελικά το
βρίσκει) και για εκείνον που ψάχνει περίπτερο μες τη νύχτα όλο ανεμελιά (και
τελικά μόλις έκλεισε). Για τον καλοκαιρινό ενθουσιασμό ενός κοριτσιού που
ανακαλύπτει έναν αχινό όλο σάρκα και τρέχει στους δικούς της να το πει
περιμένοντας την επιβράβευση. Για το ξάφνιασμα του μικρού παιδιού που πέφτει
και χτυπά και την παύση λίγο πριν από το κλάμα. Για εκείνους που περιμένουν το
λεωφορείο, ενώ τίποτα πια δεν περιμένουν… Για εκείνους που χτυπάνε εισιτήριο
στην ερημιά, ψάχνουνε θέση μανιωδώς και τελικά καταλήγουν να κάθονται
στριμωγμένοι σε ένα άδειο τρόλεϊ. ‘’Συλλογίστηκε κανείς τι υποφέρει ένας
ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;’’ ρωτάει ο ποιητής και πώς να
μιλήσεις, πώς να μιλήσεις για όλους αυτούς που η πόρτα της ζωής τους μάγκωσε το
δάχτυλο; Πώς να μιλήσεις για τον μετανάστη που αντικρίζει για πρώτη φορά το
κέντρο της Αθήνας; Για τον φόβο του γερασμένου ανθρώπου που για άλλη μια φορά
σε λίγο θα τσεκάρει αν κλείδωσε την πόρτα; Για τη διαδρομή αυτού που πηγαίνει
ένα δαχτυλίδι σε κάποιον μαυραγορίτη που Αγοράζει Χρυσό; Για τον ιδρώτα του
ανθρώπου που μόλις πριν λίγο πέρασε τα 50 και μαθαίνει μέσα σε ένα απόγευμα πως
απολύεται για την σωτηρία της πατρίδος; Για τα πέντε δάχτυλα που έβαλαν την
υπογραφή και για όσους ακονίζουν τη γλώσσα τους στο ψέμα; Πόσο εκκωφαντική είναι όλη αυτή η σιωπή;
Τον Αύγουστο
που απέμεινε, θα απαγγείλουμε από παραλία σε παραλία το άγραφο ποίημα της πιο βάρβαρης χρονιάς μας. Μα εσύ μου λες
πιο βιβλίο θα πάρεις μαζί στις διακοπές σου (καλύτερα ένα βιβλίο, να του δείχνεις
αφοσίωση όσο κι αν διαρκέσουν οι διακοπές) και εγώ θα πάρω μαζί μου το ίδιο
βιβλίο. Και μες την διακοπή, κάθε τι απογυμνωμένο από σκοπό, από στόχο και αξία χρήσης, καθετί μπορεί να
σε μάθει να αντέχεις. Γιατί ίσως κανείς μας να μην βρει ‘’τον κόσμο σε έναν
κόκκο άμμου και τον παράδεισο σε ένα
άγριο λουλούδι’’ όπως θα θελε ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ. Αλλά ίσως να μπορούμε ακόμη να
συναντήσουμε την σημασία και την ουσία του ελάχιστου. Ίσως όταν ύστερα από μια ανηφόρα σε βράχους,
αγκάθια και ξερά χορτάρια, συναντάς την πιο ξαφνική παραλία, ίσως όταν σε κυριεύει ο πιο απρόσμενος και ο
πιο αναίτιος ενθουσιασμός, ή όταν καταλαβαίνεις τον δεσμό της πιο σφιχτής
συντροφικότητας. Μπροστά σε ένα βότσαλο
που η θάλασσα έσπρωχνε για χρόνια στην στεριά και μόλις το συνειδητοποιείς
πιάνεις τον εαυτό σου για λίγο να ντρέπεται να το πετάξει πίσω, μπροστά στην
αρμύρα του δέρματος, η απλά μπροστά στον
ίσκιο μιας κοντούλας λεμονιάς που ακόμα και αν δεν φτάνει για να ασβεστώσει όλα
τα σκοτάδια του κόσμου, καταφέρνει με άνεση χαμογελαστή να δροσίσει όλα τα
σκοτάδια μέσα σου.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου