Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Ο αστακός και η οικειότητα της δυστοπίας



Τι σημαίνει τελικά αυτό το «καλή ταινία», η ερώτηση «σου άρεσε;» , τα αστεράκια, οι βαθμολογίες; Είναι μια ταινία -ένα αισθητικό φαινόμενο- ικανό να ποσοτικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει μετρήσιμο (έστω και στον πρόχειρο λόγο της προφορικής κουβέντας); Να καταφέρνει να προσδιορίσει τη σχέση του μαζί σου με μια παραδοχή ή μια απόρριψη; Και γιατί είμαστε αναγκασμένοι να απαντήσουμε σε κάτι τέτοιο;

Με την κριτική κινηματογράφου στην πλειοψηφία της παροπλισμένη ή υποβαθμισμένη σε μια μορφή ελλιπούς παρουσίασης, προσπαθούμε να διαμορφώσουμε τις δικές μας κλίμακες αξιολόγησης. Κυνηγημένοι απ’ τους δανίκες της αφόρητης εξυπνάδας και ημιμάθειας και τους ανδρεαδάκηδες της χαρούμενης επιφάνειας, προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε. Έχω την αίσθηση πως σε σχέση με τις ταινίες, τόσο συχνά κινούμαστε κάπου ανάμεσα στον τεχνοκρατισμό του ορθού πλάνου και το κουτσομπολιό, κάπου ανάμεσα στην τεχνική αρτιότητα και ό,τι υπάρχει έξω από την ταινία. Στα φεστιβάλ, στις παραγωγές, στις συνεντεύξεις. Ή στην καλύτερη περίπτωση σε μια υποκειμενική άποψη που προσπαθεί να αντικειμενοποιήσει τον εαυτό της. Αλλά τελικά μια ταινία είναι πρωταρχικά ένα γεγονός. Όλα τα άλλα απλώς θα ακολουθήσουν.
Άλλωστε, τι άλλο είναι οι ταινίες από αφορμές; Από δανεικές εμπειρίες ιδωμένες στο σκοτάδι της αίθουσας όμοιο με το ημίφως του ύπνου. Έτσι βιώνεις τις ταινίες, όπως περίπου βιώνεις τα όνειρα. Όχι ως γεγονότα κατά τη διάρκεια του ύπνου, αλλά ως θολές αναμνήσεις τοποθετημένες κάπου στο παρελθόν. Σαν τις στιγμές εκείνες που δεν γνωρίζεις εάν κάτι το έζησες, το είπες ή το είδες στον ύπνο σου. Δάνειες εμπειρίες, δάνεια ζωή, δικό σου συναίσθημα.

Σε κάποιο Aλλού;

Ο λόγος για μια ταινία, που κουβαλά την αίσθηση της ονειρικής αυτής παρέκκλισης, για μια ταινία για την οποία δεν θέλω να πω αν μου άρεσε ή όχι (μου άρεσε). Τον Αστακό του Γιώργου Λάνθιμου. Αυτή την παράδοξη ιστορία για τους ανθρώπους που κλείνονται σε ένα ξενοδοχείο με σκοπό να βρουν το ταίρι τους. Σε περίπτωση που αποτύχουν μεταμορφώνονται σε ζώα που έχουν οι ίδιοι επιλέξει (ο ήρωας της ταινίας επέλεξε τον αστακό). Δεν είμαι σίγουρος πως έχω τα εφόδια να αναλύσω την ταινία. Μπορώ, όμως, να περιγράψω το γεγονός.
Αυτό που μου μένει απ’ τις ώρες της θέασης κυρίως, είναι η οικειότητα της δυστοπίας. Το γεγονός πως ο χρόνος και ο χώρος της ταινίας είναι τοποθετημένοι σε κάποιο αλλού. Αλλά ταυτόχρονα παρά τις αποκλίσεις από το δικό μας εδώ και τώρα, συνορεύουν επικίνδυνα. Στην πραγματικότητα ερχόμαστε σε επαφή με έναν όμοιο πυρήνα με τον δικό μας, τοποθετημένο όμως σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον. Με αποτέλεσμα η ταινία να μιλά για αυτό ακριβώς που δεν δείχνει, για αυτό ακριβώς που αποκλείει. Δηλαδή για το δικό μας περιβάλλον.

Χαρακιές από ένα βελούδινο κυνήγι

Στον αντιδραματικό κόσμο του Αστακού, οι κοινωνικές επιταγές φτάνουν στα όρια τους. Η νόρμα των σχέσεων φτάνει στον ολοκληρωτισμό. Έναν ολοκληρωτισμό που εγκολπώνει την πολιτική ορθότητα (αφού αυτή δεν αμφισβητεί την ουσία του, απλά επανατοποθετεί τα όριά του), που απειλεί μονάχα με βελούδινες τιμωρίες και χαμογελαστές ποινές (εξίσου αιχμηρές στην ουσία τους). Και μας μιλά με τρόπο παραμορφωμένο για ένα μέλλον που είναι ήδη εδώ. Για το πώς το εδώ και το τώρα μας εξορίζει τη μοναξιά, αποφεύγει να αναμετρηθεί με την απώλεια. Μες τη βουή του κόσμου, η μοναξιά είναι στίγμα και η τρυφερότητα πωλείται σε προκάτ συσκευασίες μιας χρήσης. Ναι, ίσως να μη γίνεις ποτέ αστακός. Αλλά μια ή άλλη, θα κουβαλάς πάνω σου χαρακιές από ένα βελούδινο κυνήγι που δεν συνέβη.
Κάπου στα ερείπια της Ευρώπης. Εδώ που ο διπλανός έγινε ξένος πνιγμένος στη μέσα θάλασσα της αδιαφορίας, της καχυποψίας, του φανατισμού. Εδώ που ο ξένος έγινε εχθρός, αφημένος στην τύχη του στις θάλασσες του Αιγαίου.
Αλλά ο λόγος για τον οποίο το γεγονός της ταινίας τελικά μου εντυπώθηκε, είναι από τους όρους που θέτει το τέλος του. Ακόμη και σε αυτό το περιβάλλον (στο δικό μας περιβάλλον το παραμορφωμένο μέχρι τα άκρα του) η αυτοθυσία ορίζεται ως μόνη λύση. Η ταινία δεν καταλήγει στην κατάφαση ούτε στην άρνηση, τοποθετεί την αυτοθυσία ως ζητούμενο. Μια ακραία απόφαση σε έναν κόσμο ακραίο. Ή για να μεταθέσουμε το δίπολο στην δική μας καθημερινή κλίμακα: μια απόφαση αλληλεγγύης σε έναν κόσμο στεγνό από επαφή.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: