Το Παρίσι τη νύχτα
Τρία σπίρτα αναμμένα ένα ένα μέσα στη νύχτα
Το πρώτο για να δω ολόκληρο το πρόσωπό σου
Το δεύτερο για να δω
τα μάτια σου
Το τρίτο για να δω
το στόμα σου
Κι ολόκληρη η σκοτεινιά
για να μου θυμίζει όλο αυτό
Σφίγγοντάς σε
στην αγκαλιά μου.
Ζακ Πρεβέρ
Στο Παρίσι δεν πήγα ποτέ. Οικοδομημένο στο φαντασιακό με όρους πρωτεύουσας και κέντρου κάθε αισθητικής διατύπωσης, ως υποχρεωτικός τόπος προσκυνήματος όλων όσοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία, τον κινηματογράφο, την ποίηση και κυρίως των μύθων γύρω απ αυτές. Μύθων ζωογόνων στις πρώτες κρίσιμες ηλικίες μας, τελικά όσο και η ίδια η ουσία. Μια πόλη στην οποία φτάνεις μόνο όταν δεν την επισκέπτεσαι, ως συλλογή εντυπώσεων φράσεων και αποσπασματικών σεκάνς ταινιών. Όποιος δεν πήγε «θα έχει για πάντα το Παρίσι», το άλλο, αυτό το παράλληλο της εφηβικής σου αφέλειας και της πρώτης σου ωρίμανσης, αυτό που σε κερδίζει πολύ περισσότερο με τη γοητεία και όχι με την ομορφιά, με κάποια εικόνα μια όμορφης γαλλίδας σε μια μέτρια ταινία και όχι με τους δεμένους τόμους του Βολταίρου ή του Μπαλζάκ, με μια αίσθηση και όχι με την υψηλή κουλτούρα και την συγκροτημένη αντίληψη. Με ένα νεύμα και όχι με μια επιχειρηματολογία.
Από εκεί ξεκινήσαμε. Άλλοι μας προχωρήσαμε προς αυτή την κατεύθυνση και άλλοι την αφήσαμε να ξεθωριάσει σαν πρόχειρο ποίημα που πλύθηκε μαζί με τα ρούχα. Άλλοι μας πήγαμε στο Παρίσι, μείναμε εκεί, διαβάσαμε του δερματόδετους τόμους του Μπαλζάκ. Μα η ηλικία μας αποκεντρώθηκε από την πρωτεύουσα. Έδωσε προτεραιότητα στο Βερολίνο, τη Βαρκελώνη, στην πρακτικότητα του Λονδίνου. Άλλωστε, το Παρίσι είχε περάσει ήδη από την εξέγερση του 2005, από το «Μίσος» που όλοι μας είδαμε περίπου στην ίδια ηλικία, φόρτωσε εικόνες, έγινε τόπος υπαρκτός, πρωτεύουσα ενός κράτους και όχι μίας σημασίας. Η ηλικία φέρνει ρεαλισμό και ο ρεαλισμός δεν κοιτά καρτ- ποστάλ αλλά χάρτες, εισιτήρια και διαδρομές του μετρό.
Ήταν όλος αυτός ο ρεαλισμός που διαλύθηκε με πάταγο την προηγούμενη βδομάδα ακριβώς γιατί το παράλογο κατέλαβε τη θέση του ως πραγματικότητα. Αυτή η ξαφνική συνάντηση με το γεγονός αργά τη νύχτα λίγο πριν από τον ύπνο, όταν χαζεύοντας στο διαδίκτυο συναντάς φίλους να γράφουν πως είναι καλά, απότομα σχόλια που δεν μπορείς να καταλάβεις, γαλλικές σημαίες, γαλλικά τραγούδια, ποιήματα που είχες χρόνια να συναντήσεις.
Δεν περιγράφω εδώ κάποια πολιτική στάση. Δεν θέλω να μιλήσω για τους τζιχαντιστές, τον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία. Για ένα ξάφνιασμα μονάχα. Μια ατελείωτη αμηχανία που φτάνει σε βάθος, ανακατεύοντας ακόμα και όσα βρίσκονται πιο βαθιά σου, φέρνοντάς τα έτσι μπλεγμένα και αταξινόμητα στην επιφάνεια.
Η πρώτη αντίδραση όσων έζησαν στο Παρίσι, όσοι το επισκέφτηκαν πολλές ή ίσως μια φορά ήταν να γράψουν μια προσωπική τους εμπειρία. Να μιλήσουν για την δική τους πόλη, την εμπειρία, το κομμάτι τους αυτό που τους συνδέει με την πόλη, την οικειότητά τους σε κατάσταση συναγερμού. Μα είπαμε, εγώ στο Παρίσι δεν πήγα ποτέ.
Εδώ και χρόνια και περιστασιακά ακούω τους τρεις (φέτος τέσσερις) δίσκους των Eagles of death metal. Όχι ως πρώτη επιλογή αλλά ως συγγενή μπάντας των Queens of the Stone age (ο Josh Homme παίζει και στις δύο μπάντες), ως μια απερίφραστη έκφραση της συνειδητής ελαφρότητας, της feel good διάθεσης σε σωστές δώσεις, στον αμέριμνο τόνο της χαζομάρας, του χαβαλέ και των ατελείωτων riffs, της ειρωνείας του ονόματός τους (οι άνθρωποι δεν παίζουν μέταλ) ή των δίσκων και των τραγουδιών τους (Peace, Love, Death Metal ).
Η συναυλία τους τον Ιούλιο στην Ελλάδα ακυρώθηκε (δημοψήφισμα, διαπραγμάτευση που χρόνος για Eagles of death metal;). Υπό ομαλές συνθήκες λογικά θα πήγαινα με τους φίλους μου (ή και όχι). Με τον ίδιο τρόπο που υπό ομαλές συνθήκες αν μέναμε στο Παρίσι θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε στο Bataclan. Όπως βρίσκεσαι ή δεν βρίσκεσαι σε μια συναυλία.
Δεν μιλώ εδώ ούτε για μια ταύτιση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα όποια μέτρα ανελευθερίας, την υστερία τρόμου τον αντιμουσουλμανισμό που φάγαμε στην μάπα από τόσους αυτόκλητους διανοουμένους της πεντάρας. Μιλώ για ένα ακατέργαστο πρώτο συναίσθημα, που επιθυμεί να παραμείνει ακατέργαστο και επιθυμεί να διατυπωθεί.
Τις τελευταίες μέρες ακούω ξανά τους τρεις δίσκους στο mp3 μου. Προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνουν σήμερα. Ουρλιαχτά και πυροβολισμούς πίσω από τα κομμάτια, εικόνες έξω από το θέατρο, η λέξη Bataclan να επαναλαμβάνεται εμμονικά στη σκέψη. Και μέσα στην αντίθεση που φτιάχνουν τραγούδια με τίτλους όπως «Cherry Cola», «I Want You So Hard (Boy’s Bad News), «(I Used to Couldn’t Dance) Tight Pants» και την σοβαρότητα των γεγονότων, νιώθεις πως η αμεριμνησία είναι πολυτέλεια, οι παλιές Παρισινές εικόνες μια παράφραση και πως η δική σου εποχή της αθωότητας έχει τελειώσει αμετάκλητα εδώ και καιρό.
Τρία σπίρτα αναμμένα ένα ένα μέσα στη νύχτα λοιπόν. Το ένα για να δεις τους αετούς νεκρούς, το άλλο για να δεις πως η σκουριά τρώει τα μέταλλα και το τελευταίο για να δεις πόσο τρομακτική η λέξη θάνατος όταν στέκεται σε μια πρόταση μονάχη.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου