Νομίζω πως δεν υπάρχει τέχνη, αλλά ακόμα και ανθρώπινη δραστηριότητα, που να χτυπήθηκε τόσο ολοκληρωτικά και σε τόσα επίπεδα όσο το θέατρο στην Ελλάδα. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό προφανώς και έπαιξε η αδιαφορία –αν όχι η περιφρόνηση– της κυβέρνησης. Προς το παρόν τα θέατρα παραμένουν κλειστά και κανείς δεν γνωρίζει πώς θα είναι το θεατρικό τοπίο μόλις αυτά ανοίξουν. Παθογένειες και προβλήματα πια μεγεθύνονται, παράδοξα έρχονται να απαντηθούν και μαζί ζωές να αλλάξουν. Η πανδημία είναι αφόρητος γλύπτης. Και δεν δείχνει καμία συμπόνια στα υλικά που χρησιμοποιεί.
Το θέατρο για να υπάρξει έχει ανάγκη το ζωντανό κοινό. Ακόμη περισσότερο τη ζωντανή σχέση του ηθοποιού με τον κόσμο. Η συνθήκη αυτή το καθιστά ως την πιο έκθετη τέχνη στην πανδημία. Ενας μουσικός χάνει τις συναυλίες του. Ομως η μουσική βρίσκει τον δρόμο της μέσα από το ραδιόφωνο ή το διαδίκτυο. Ενας συγγραφέας χάνει τις παρουσιάσεις του και τη θέση του στα ράφια των (τώρα κλειστών) βιβλιοπωλείων. Και όμως τα βιβλία μπορούν να παραγγελθούν και να φτάσουν στον αναγνώστη. Αντίθετα το θέατρο παύει να υπάρχει.
Δεν είναι η μικρή παύση ενός επαγγέλματος. Είναι η βουβαμάρα της ύπαρξης. Γιατί ένα θέατρο δεν μπορεί να υπάρξει μακριά από το κοινό και τη δεδομένη σχέση του με αυτό. Τα ραδιοφωνικά έργα, οι μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις, οι ζωντανές διαδικτυακές απαγγελίες δεν αντικαθιστούν την πραγματικότητα του θεάτρου. Απλώς την υπενθυμίζουν ζητώντας την υπομονή μας.
Η σύμβαση αυτών των τρόπων είναι τελείως διαφορετική από τη θεατρική σύμβαση. Στην πραγματικότητα αποτελούν καταγραφές υπό ιδιαίτερες συνθήκες. Ενώ το θέατρο προϋποθέτει αυτό που χάνεται, το φευγαλέο, αυτό που αρνείται να καταγραφεί. Είναι η άσκηση του ανθρώπου στο εφήμερο, σε αυτό που μαγικά εμφανίζεται και μαγικά χάνεται, χωρίς να μπορεί να φυλακιστεί σε μια καταγραφή. Οσο περνάει ο καιρός σκέφτομαι πως το θέατρο μοιάζει σε όλα του στη ζωή που αφήσαμε να μας περιμένει έξω από τον εγκλεισμό.
Δεν ξέρω πώς θα είναι η κατάσταση του θεάτρου μετά την πανδημία. Πόσα θέατρα θα κλείσουν, πόσα θα αυξήσουν τα εισιτήρια, πόσοι ηθοποιοί, σκηνοθέτες ή τεχνικοί θα συνεχίσουν. Αυτό που ξέρω είναι πως το θέατρο είναι η τέχνη της επόμενης μέρας. Είναι η συνθήκη αυτή που ο κόσμος θα αναζητήσει μόλις ξεμουδιάσει από το μάγκωμα του εγκλεισμού. Ακριβώς γιατί το θέατρο είναι συνάντηση. Η συνάντηση αυτή που έχει τόσο έντονα εκλείψει στο παρόν μας.
Αλλωστε το θέατρο γνωρίζει να επιβιώνει. Ολόκληρη η ιστορία του δεν είναι τίποτε άλλο από μια ιστορία επιβίωσης. Επιβίωσε του χριστιανισμού όταν ο χριστιανισμός το απαγόρευσε σε ολόκληρη τη Δύση. Το θέατρο ξαναγεννήθηκε δραματοποιώντας τα χριστιανικά μυστήρια, ενσωματώνοντας τον εχθρό του μέχρι να συναντήσει ξανά την κοσμική μορφή του. Η πανούκλα το έκλεισε στο Λονδίνο την εποχή της ελισαβετιανής του λάμψης. Αυτό έδωσε στον Σέξπιρ τον χρόνο να γράψει τον Μάκβεθ, τον Βασιλιά Λιρ και τον Αντώνιο και Κλεοπάτρα μέσα σε μία και μόνη καραντίνα μερικών μηνών.
Τα ιστορικά γεγονότα το ποδοπάτησαν. Το θέατρο συνέχισε να παίζεται στον πόλεμο, μέσα στις δικτατορίες, μέσα στις φυλακές, ακόμα και στα βουνά των ανταρτών. Και μαζί επιβίωσε μέσα στον αιώνα του κινηματογράφου, μέσα στις δεκαετίες της τηλεόρασης, μέσα στην εποχή του διαδικτύου. Ετσι θα επιβιώσει και στις μέρες της επέλασης των τηλεοπτικών σειρών και του στρίμινγκ. Γιατί το θέατρο είναι η τέχνη της επιβίωσης. Η τέχνη της μνήμης εντός μιας σύμβασης φθοράς, η τέχνη της επαφής διά μέσου ενός φασματικού τέταρτου τοίχου που μας χωρίζει, η τέχνη του κόσμου να είναι άπειρος ακόμα και αν οι διαστάσεις του ταυτίζονται με αυτές μιας ελάχιστης σκηνής.
Το θέατρο ήταν πάντοτε η τέχνη της επόμενης μέρας. Ακριβώς γιατί είναι σύμφυτο με τη φύση του ανθρώπου. Η συμπυκνωμένη εμπειρία της ζωής, ο ανθρώπινος λόγος ως κυρίαρχο εργαλείο έκφρασης και επιλογής, ο διάλογος ως τρόπος των ανθρώπων να υπάρχουν. Γιατί το θέατρο είναι η ίδια η ανθρώπινη συνάντηση.
Δεν ξέρω με ποιους όρους, αλλά ξέρω πως το θέατρο την επόμενη μέρα θα είναι εκεί. Και θα είναι πιο αναγκαίο από ποτέ.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)