Ο Δεκέμβρης
πλησιάζει και πάλι. Έχει την τάση να το επαναλαμβάνει κάθε χρόνο, παρ' όλο που
αυτό δυσαρεστεί πολλούς. Η 6η
Δεκέμβρη υποδέχεται τον νέο μήνα. Είναι
η ημερομηνία της δολοφονίας του
Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η ημερομηνία που προσδιόρισε μια γενιά, έναν τρόπο αντίληψης της ηλικίας, των ορίων
και της διεκδίκησης. Και τελικά η ημερομηνία που υποδέχτηκε τον κόσμο της
κρίσης, όπως τον βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Ο Δεκέμβρης
συνεχίζει να υπάρχει. Περιορισμένος και βουβός ως υπέδαφος σε ό, τι τον
διαδέχτηκε. Στις πλατείες, στις μαζικές πορείες, στην ανατροπή του πολιτικού
σκηνικού. Σε αυτούς που τον έζησαν από κοντά, σε αυτούς που έπλασε και
καθόρισε, σε αυτούς που επαναπροσδιόρισε. Τα γεγονότα συνεχίζουν να υπάρχουν ως
ερωτηματικό, ως ένα μωσαϊκό αιτιών, ως κάτι το ακαριαίο το οποίο μέχρι και τώρα
μοιάζει να μην έχει προσδιοριστεί απόλυτα. Τα συμπαγή συμπεράσματα μοιάζουνε
πάντοτε παρακινδυνευμένα. Αν όμως μπορούμε να εξάγουμε ένα συμπέρασμα σε σχέση
με το τι συνέβη τις μέρες εκείνες του 2008, αυτό θα ήταν πως ανεξάρτητά απ ό,
τι άλλο διεκδίκησε ή απαίτησε, ο Δεκέμβρης έθεσε ένα όριο θανάτου. Αρνήθηκε να
κάνει αποδεκτό το γεγονός της δολοφονίας ενός νέου παιδιού, περιγράφοντας
έμπρακτα τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια τέτοια πράξη από την μεριά της
εξουσίας. Ο θάνατος προσδιορίστηκε ως απόλυτη ύβρις και ο Δεκέμβρης αποτέλεσε
τη Νέμεσή του.
Από τότε
άλλαξαν πολλά. Μέσα όμως στην πολυσημία του, ο Δεκέμβρης έχει την τάση να
εντάσσει νέα αιτήματα στη νωπή ανάμνηση των γεγονότων του, επικαιροποιώντας
ακαριαία την τότε διάθεση στην σήμερα κατάσταση. Τι συμβαίνει λοιπόν με εκείνο
το όριο του θανάτου στην σήμερα Ελλάδα;
Η εξουσία
διαφημίζει την δυνατότητά της να επιβάλει τον θάνατο και να επιτρέπει τη ζωή.
Στην Ελλάδα του σήμερα, ο θάνατος έχει γίνει ρυθμιστής. Ένας θάνατος που δεν
ειπώνεται ποτέ με την αμεσότητα και το ξεκάθαρο της εκτέλεσης, αλλά έμμεσα. Ως έκθεση στο κίνδυνο του θανάτου, ως πολιτικός
θάνατος δικαιωμάτων, ως κοινωνική περιθωριοποίηση και ως κοινωνικός
στιγματισμός. Ακόμα περισσότερο, στην περίπτωση των μεταναστών -από τα
στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Φαρμακονήσι μέχρι τις δολοφονίες της Χρυσής
Αυγής - παρατηρούμε να ισχύει σχεδόν σε απόλυτο βαθμό αυτό που ο Achille Mbembe περιγράφει στο άρθρο του ‘’Necropolitics’: στην οικονομία της βιοπολιτικής ο
ρατσισμός αναλαμβάνει τη διευθέτηση του θανάτου έτσι ώστε το κράτος να μπορεί
να ασκεί την εξουσία του.
Φυσικά, στην
Ελλάδα του σήμερα, ο ρατσισμός αυτός έχει γίνει επίσημη κυβερνητική πολιτική. Ο
θάνατος λοιπόν ως εργαλείο εξουσίας διατρανώνει τον εαυτό του ενώ ταυτόχρονα
τον κρύβει πίσω από την απουσία του άμεσου της εκτέλεσης.
Κάτι τέτοιο
δεν φαίνεται να ισχύει στην περίπτωση του Νίκου Ρωμανού. Στην περίπτωση αυτή
ξεδιπλώνεται σε αργή κίνηση καθημερινά μπροστά στα μάτια μας μια παθητική
εκτέλεση από την πλευρά του κράτους. Το ποιοτικό αυτό άλμα σκληρότητας
περιγράφει την εκδικητικότητα της εξουσίας και ταυτόχρονα την ταυτότητα της
ακροδεξιάς κυβέρνησης. Πέρα από τις όποιες εκτιμήσεις σε σχέση με τα αίτια
αυτής της στάσης (τελευταία όλο και πληθαίνουν τα σχόλια και τα άρθρα που
περιγράφουν τη διαχείριση του θέματος ως μια προσπάθεια να πυροδοτηθούν
αναταραχές οι οποίες αργότερα θα χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο πίεσης, επίθεσης
και προσπάθειας απομόνωσης της αντιπολίτευσης), βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αμείλικτο
συμπέρασμα: Αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα είναι μια
προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης των ορίων του θανάτου και του δικαιώματος της
εξουσίας στη ζωή του καθενός. Η υπόθεση του Νίκου Ρωμανού δεν είναι απλά μια
υπόθεση που μας αφορά όλους, είναι μια μάχη που δίνεται και για τον κάθε ένα
από μας. Και όσο οι μέρες περνούν τόσο η κυβέρνηση μοιάζει να φλερτάρει με το
ενδεχόμενο της ύβρεως, μιας ύβρεως αυτή τη φορά συντεταγμένης και
υπολογισμένης. Και μάλιστα σε έναν μήνα που έχει ταυτίσει το όνομά του με τη
Νέμεση.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου