(…)
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους
σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο
Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα
ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν
ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι
συντροφιὰ
(Μίλτος Σαχτούρης,
«Η δύσκολη Κυριακή»)
Του Θωμά Τσαλαπάτη
Οι παλιοί έλεγαν πως το κρύο έρχεται κάθε χρόνο κάπου στις 21 Νοεμβρίου. Κάπου εκεί γιόρταζαν και την Παναγία την μεσοσπορίτισσα, γιατί μέχρι την ημερομηνία αυτή θα έπρεπε να έχει τελειώσει τουλάχιστον η μισή σπορά. Μα πια το μοίρασμα των εποχών, η αρμονία που επικαλείται και εορτάζει πράξεις και εργασίες, που μορφοποιεί τρόπους, δίαιτες και εκτονώσεις έχει περάσει ανεπιστρεπτί μέσα στον έναν, το μόνο τόνο της σύγχρονης ζωής.
Το κρύο δεν μπορεί να είναι ανάμνηση. Σε αντίθεση με την πλαδαρότητα, το τέντωμα και τη σχετικότητα της ζέστης, ορίζει το πιο αδιάκοπο, το πιο επιθετικό παρόν, μια επανάληψη που η πλήρης θύμηση της έρχεται μονάχα στο εκ νέου βίωμα. Το κρύο ποτέ δεν επιστρέφει, λουσμένο στο λευκό, στο άγραφο, είναι πάντα από την αρχή. Και λίγο πριν ξεσπάσει, κάτι σε πιάνει να γυρίσεις στα βιβλία, προβάροντας νύχτες χειμώνα, νύχτες εσωτερικής κατανάλωσης. Στα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Τζακ Λόντον, όπου το κρύο αποκαλύπτει τη θριαμβική υπεροχή της φύσης έναντι του ανθρώπου -κρύο σαν δόντι λύκου-, στους «Ανυπεράσπιστους» του Δημήτρη Χατζή, όπου το κρύο υπάρχει ως επιτακτικό ξεγύμνωμα του ανθρώπου από ιδέες, ιδεολογίες και στρατόπεδα (για λίγο βέβαια) όταν μια ομάδα αναρτών βρίσκει καταφύγιο δίπλα σε μια ομάδα του Εθνικού Στρατού και επιβίωση στο από κοινού τρίψιμο των σωμάτων, ή στο χιόνι εκείνο που περιέγραφε ο Τζέιμς Τζόις στους Νεκρούς: «Η ψυχή του γλάρωσε σιγά σιγά, καθώς άκουγε το χιόνι να πέφτει απαλά σ’ όλη την πλάση, και απαλά να πέφτει, σαν τον ερχομό του έσχατου τέλους, πάνω σε ζωντανούς και σε νεκρούς». Γυρίζεις στις σελίδες, σαν να περιμένεις πως η ουδέτερη θερμοκρασία των λέξεων θα σε μονώσει και πως θα σε προστατέψει από τα σημεία στίξης που στέκουν απειλητικά πάνω απ το κεφάλι σου σαν πρωτοβρόχι.
Τα παγωμένα σώματα
Τα τελευταία χρόνια με την πρώτη παγωνιά κάτι σε αρπάζει. Εδώ δεν ξεδιψάει πια η συσσωρεμένη ζέστη του καλοκαιριού, το σώμα δεν ζητά, δεν προσδοκά, δεν περιμένει. Σαν να νοιώθεις την επίθεση πρώτα στα μέσα και ύστερα στο δέρμα. Ένας φόβος ασυναίσθητος και αιχμηρός για ό,τι δίπλα σου απλώνει, για ό,τι επαναλαμβάνεται με την τάξη του εφιάλτη: οι άστεγοι, τα μαγκάλια, τα ατυχήματα, οι τιμές του πετρελαίου, οι κρύες αίθουσες, τα παγωμένα σώματα των καλοριφέρ. [Μικρή παρένθεση που δεν καταφέρνω -και αρνούμαι- να αποβάλω: Τον χειμώνα του 2012, όταν ο δήμαρχος Καμίνης έστειλε τα ΜΑΤ να απομακρύνουν αστέγους που είχαν καταλάβει άδειο κτίριο του δήμου ώστε να ζεσταθούν τις πιο παγωμένες μέρες του έτους: ξυλοδαρμοί, μήνυση στους καταληψίες, 15 άστεγοι στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων, το παγωμένο χαμόγελο της νομιμοφροσύνης να παίζει χαρωπό χιονοπόλεμο με το απάνθρωπο].
Καθώς η ανισότητα βαθαίνει, η διάκριση, η ταξικότητα, η αδικία έχουν την τάση να εμφανίζονται και να γιορτάζουν εξώστρεφα τον εαυτό τους στα πιο απλά: Στην τροφή, στη θερμοκρασία, στην αίσθηση, σε ό,τι διατυπώνει τη ζωή στις πιο πρωταρχικές της μονάδες. Αυτό που κατεβαίνει και απλώνει, λοιπόν, στους μήνες και στις μέρες γύρω είναι ένα κρύο πληθυντικό, το κρύο του καθενός.
Ο καθένας έχει την παγωνιά του, το κρύο, το χιόνι του. Για άλλους είναι το χαζοχαρούμενο βαμβακερό χιόνι των Χριστουγέννων, των βιτρινών και των χιονοδρομικών, για άλλους απλώς μια ενόχληση, κάποια στιγμή μπροστά σε κάποιο τζάκι ή κάτι τέτοιο. Μα είναι για τόσους, για πολλούς μαζί και για τον καθένα ξεχωριστά, το βουβό αυτό χιόνι, το χωρίς περιγραφές, χωρίς παρομοιώσεις, το κρύο αυτό που από την αρχή του άρθρου, προσπαθώ να κατονομάσω μα δεν μπορώ να πω, γιατί είναι το κρύο αυτό που έρχεται για κάποιους ανθρώπους τόσο κυριολεκτικό που δεν κατοικεί στις λέξεις.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου