«Κουβαλώ την ισοπεδωτική οργή
της πλημμύρας»
Γιώργος Μαρκόπουλος, Ερωτικό
Νομίζω πως τώρα αρχίζω να σε μαθαίνω καλύτερα. Τώρα λίγο καιρό μετά. Με τις επαναλήψεις σου να γίνονται επιβεβαιώσεις, τις εξαιρέσεις σου κανόνας, τις υποσημειώσεις σου να καταλαμβάνουν τον κύριο όγκο του κειμένου σου. Τώρα λίγο καλύτερα, με τα τανκς της δημοκρατίας σου να ανεβοκατεβαίνουν στην αρτηρία του εξαντλημένου σου οργανισμού, με τα προσχήματα παρατημένα στα αχρείαστα και τα επιχειρήματά σου πιο άτσαλα κι απ’ τους χορτασμένους αγκώνες σου. Με τους ανταλλακτικούς σου λοβέρδους να κυνηγούν οροθετικές, να αθωώνουν ναζί, να συντροφεύουν τα χέρια που χτυπούν μαθητές και φοιτητές, να κυνηγούν ιστοσελίδες, να φράζουν δημοκρατικές συνελεύσεις με το εκτόπισμα του κενού τους (αγκαλιά πάντα με τους απαραίτητους φορτσάκιδες). Με τον Άδωνή σου να τσαλαβουτά σε μια τηλεοπτική λίμνη, με μια γλώσσα- γραβάτα που η λογική χρησιμοποιεί για θηλιά. Τώρα σε μαθαίνω – όλο και περισσότερο- ενώ μου εξηγείς το πώς η γνώση γίνεται στρατόπεδο και γραμμή παραγωγής, το πώς τα βιβλία υπάρχουν για να στραβώνουν τις πλάτες, το πώς η εκπαίδευση μπορεί να γίνει η εγγράμματη όψη του γκλοπ σου.
Σε σένα μιλώ, εσένα με την κάτω σιαγόνα σου φθαρμένη απ το δάγκωμα. Με τις κυβερνήσεις των πειθήνιων ανίκανών σου, των ανίκητων στον γύψο των εντολών τους. Με τα στρατόπεδα συγκέντρωσής σου συρματόπλεχτα, τους τάφους των μεταναστών υγρούς και αλμυρούς, με τους δημοσιογράφους σου να φτύνουν μελάνι σαν χταπόδια που προσπαθούν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα. Εσένα με το ατελείωτο ξεπούλημά σου, τα δώρα στις τράπεζες, τους επιχειρηματίες της χρονιάς σου, τις περιφραγμένες ακτές σου. Εσένα με τους δημοσιολόγους σου να αναμασούν τα λόγια- μαύρα έντομα στη γλώσσα, καταδικάζοντας θύματα σε μια γιορτή ενοχής χωρίς επιχείρημα, χαζεύοντας από χρυσελεφάντινους πύργους, μακάριοι στη σαπουνάδα της φλυαρίας τους. Με το παρακράτος σου να αυτονομείται από μακρύ χέρι του κράτους και να γίνεται κόμμα, τους ναζί σου να ανασταίνουν γερμανοτσολιάδες- δοσίλογους, αγανακτισμένους πολίτες, χουνταίους στρατόκαυλους, σε ένα ατελείωτο ζόμπι μπουφέ-πάρτι-παρτούζα μέχρι κάποιος να τραβήξει το καζανάκι της ιστορίας.
Στις άκαμπτες ώρες και στα αιχμηρά σου δευτερόλεπτα βλέπω τα κομμένα σου πλάνα. Την όψη σου ανακαινισμένη και ενταφιασμένη, σπασμένη και σιδερόφραχτη. Καμένη από τις δάδες και τους ήλιους των δύο αγαπημένων σου κομμάτων, από τις ολυμπιακές σου φλόγες και την αστερόεσσα φαντασίωσή σου. Σε βλέπω να απολαμβάνεις τη μονοθέσια επικοινωνία σου, αυστηρά ενική σε όλους τους πληθυντικούς σου. Με τα μαγαζιά σου ανοιχτά τις Κυριακές και τα οκτάωρα τσακισμένα. Με το νόμισμά σου να αγοράζει χρυσό και να τοκίζει απελπισία. Με τις αυτοκτονίες σου. Με τον μεγάλο σου αριθμό μουδιασμένο, εξαντλημένο και φοβισμένο. Με τις γενιές σου να συνωστίζονται και να ποδοπατιούνται σε μια μη-ηλικία, σε μια ατελείωτη ελληνική εφηβεία, σε μια ηλικία δείκτη ανεργίας και μοναξιάς. Με τις παλαιωμένες σου γενιές να αναμασούν την προχειρότητά τους χωρίς να φτάνουν στην ενοχή. Με τις φιμωμένες φωνές σου εύηχες στη σιωπή.
(Μόνο το όνομά σου δεν είμαι σίγουρος πως γνωρίζω. Αλλά μην ανησυχείς κανείς δεν κατάφερε ποτέ να κρυφτεί πίσω από την ανωνυμία ενός ονόματος.)
Τώρα σε γνωρίζω. Μην φανταστείς, απλά λιγάκι καλύτερα. Μέσα από μώλωπες και εκδορές στο χείλος του καιρού, λίγο πριν πλημμυρίσει μέσα σου το αντίθετό σου. Με τις πινακίδες σου σβηστές, τους δρόμους στενούς και τα προσεχώς σου να προσπαθούν να μαντέψουν το μέλλον.
Τώρα λέω σε γνωρίζω καλύτερα. Σε σένα μιλάω. Σε γνωρίζω κυρίως μέσα απ’ όλα όσα θρέφουν αυτό που σε τελειώνει. Γιατί εσύ γεννάς αυτό που σε πεθαίνει. Παραφράζοντας ειρωνικά στην άκρη των φράσεων: «Ω εσύ, που τ’ όνομά σου δεν θέλω να αναφέρω σε τούτη τη σελίδα, εσύ που καθιερώνεις το έγκλημα για πράξη ιερή, ξέρω πως η εξουσία σου υπήρξε απέραντη όση το σύμπαν. Όμως, εγώ, υπάρχω ακόμη.»
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου