Ας αρχίσουμε με μια προσωπική εμμονή. Απ’ όλα τα βιβλία που μπορείς να συναντήσεις τυχαία στους πάγκους ενός βιβλιοπωλείου, αυτά που μου προκαλούσαν πάντα τη μεγαλύτερη περιφρόνηση ήταν τα εγχειρίδια αυτοβελτίωσης. «20+ 1 τρόποι να συναντήσετε την ευτυχία», «Πώς να γίνετε εκατομμυριούχοι σε ένα μήνα», «Πώς να ψηλώσετε τρία μέτρα τρώγοντας αποκλειστικά ζαμπόν». Η πιο εκνευριστική υποκατηγορία αυτής της ομάδας ήταν τα συγγράμματα που χρησιμοποιούσαν κλασικούς φιλοσόφους ώστε να επενδύσουν την απλοϊκή θετικότητά τους, να εκλαϊκεύουν μέχρι παραμορφώσεως και να συμβουλεύσουν για τη ζωή (γενικά) δανειζόμενοι αυθεντία από παλαιά κείμενα τα οποία υποβίβαζαν σε αποσπασματικούς αφορισμούς του τίποτα: «Πλάτωνας όχι πρόζακ», «Νίτσε - 99 μαθήματα καθημερινής φιλοσοφίας», «Πώς η φιλοσοφία του Χάιντέγκερ θα σας βοηθήσει να γιατρέψετε την ποδάγρα» και άλλα τέτοια.
Η φιλοσοφία από επιστήμη και λόγος, ξεπέφτει σε μια πρόφαση σοβαροφάνειας, σε μια ανέξοδη συμβουλή ελαφρότερη από το χαρτί που την περιέχει. Σε καιρούς απόλυτα πρακτικούς, η φιλοσοφία μπορεί να έχει νόημα μόνο ως απόλυτα εφαρμόσιμη λειτουργία, ως ένα εγχειρίδιο τρόπων και σκέψης, ως ένας απόλυτος και εύκολος ταυτόχρονα, καθορισμός. Για τους λόγους αυτούς λοιπόν, ενθουσιάστηκα με την πρόσφατη εκδήλωση του Ποταμιού, όπου ο Στέλιος Ράμφος ψυχανέλυσε (τουλάχιστον έτσι το βάφτισαν) τον Σταύρο Θεοδωράκη μπροστά σε 1.500 άτομα. Εδώ η φιλοσοφία μας εμφανίστηκε ως σουβέρ πολιτικών θέσεων, η δημόσια ψυχανάλυση ως μεταμφίεση μιας κομματικής συγκέντρωσης που αποφεύγει να παραδεχτεί την ταυτότητάς της, ως υψηλός (!) λόγος των πιο κοινότοπων, των πιο τετριμμένων ιδεών.
Κοινοτοπία
Όπως μας αποκαλύφτηκε και από τις δύο ώρες που κράτησε η κουβέντα ο Στέλιος Ράμφος έχει αναδειχθεί σε αρχιτελετάρχη στην τελετή αυτομαστίγωσης του ελληνικού λαού (μαζί με τον άλλο μεγάλο φιλόσοφο Νίκο Δήμου, του οποίου η τελευταία μεγάλη φιλοσοφική νίκη είναι πως κατάφερε να κατατροπώσει την έννοια του φραπέ). Όλη η προσπάθεια καλλιέργειας μιας συνολικής ενοχής που θα έπρεπε να νοιώθουμε ώστε να αποδεχτούμε τα μνημόνια, τις πολιτικές και τις εφαρμογές του μας παρουσιάζεται εδώ, όχι με οικονομικούς δείκτες, όχι με πολιτικά επιχειρήματα αλλά ντυμένη με το αποκριάτικο κουστούμι του φιλοσοφικού λόγου, ή μάλλον ενός λόγου που προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως συνορεύει με τη φιλοσοφία, απλά και μόνο γιατί επιλέγει τον πιο μακρύ και δύσβατο εκφραστικό τρόπο, ώστε να καταλήξει στην κοινοτοπία του τίποτα.
Αυτή η κοινοτοπία, αρθρωμένη μέσα από συντηρητικές και χιλιοειπωμένες φράσεις όπως «η γλώσσα μας πεθαίνει», «ο ρωμιός ενδιαφέρεται για την οικογένειά του», «οι ιδεολογίες έχουν πεθάνει», «είμαστε τουρλού», φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν συναντά το μπαρόκ της εκφραστικής εκζήτησης: «γεωλογικό μέλλον», «τον χρόνο μας τον διέπει ένα παρελθοντικό μέλλον», «καφενείο: η οργανωμένη μορφή αποκρούσεως του μέλλοντος», «η στενότητα της μερικότητας στον άνθρωπο της έγνοιας». Κάθε πρακτικό, ή μετρήσιμο επιχείρημα στέκει εξόριστο από αυτό το είδος λόγου. Και μάλλον καλύτερα γιατί όταν γίνεται συγκεκριμένος ο φιλόσοφός μας έχει την τάση να παραθέτει λανθασμένα στοιχεία, όπως π.χ. πως η Χούντα άφησε μηδενικό χρέος (22,5 του ΑΕΠ χρέος άφησε μαζί με μια σειρά σκανδάλων), ή να παρουσιάζεται τελείως ξεκάθαρα η πραγματική πολιτική του θέση (το μνημόνιο έσωσε τους μισθούς και τις συντάξεις, η κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει το έργο της κτλ).
Ο νεοέλληνας
Στην πραγματικότητα, όπως και αν είναι αρθρωμένο το επιχείρημα της κριτικής του Ράμφου στηρίζεται σε δύο άξονες. Άξονας πρώτος: με το να προσδίδει χαρακτηριστικά στον νεοέλληνα που είναι κοινά σε όλες τις δυτικές κοινωνίες παρουσιάζοντας τα όμως αποκλειστικά ως εγχώρια παρακμή. Ο καταναλωτισμός, ο ατομισμός, η ζωή που κυριαρχείται από την πίστωση, τις κάρτες και την κατασκευή πλαστών επιθυμιών, δεν είναι χαρακτηριστικά του «ρωμιού». Είναι ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε ο καπιταλισμός σε όλες τις δυτικές χώρες από το ‘80 και μετά και σε μεγάλο βαθμό ο κύριος λόγος της κρίσης. Άξονας δεύτερος: με το να περιγράφει γενικόλογα τη νοοτροπία του νεοέλληνα. Ο τρόπος αυτός κατά την άποψή μου δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια αριστοκρατική γενίκευση και μια αντιστροφή του ιδεολογήματος του «περιούσιου λαού». Μια ημιρατσιστική προτροπή για αυτομαστίγωμα, βασισμένη σε στερεότυπα και γενικεύσεις που εδώ θα βαφτιστούν «φιλοσοφικές παρατηρήσεις». Ο τεμπέλης που πάει στα καφενεία, που ρουσφετολογεί και νοιάζεται μόνο για το σόι του. Λίγο πολύ μια ξαναζεσταμένη παλιά καλή ελληνική ταινία στερεοτύπων, ειπωμένη -δήθεν- σαν να την περιέγραφε ο Φουκώ ή έστω ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και ταυτόχρονα ειπωμένη με την αλαζονεία του περιμένοντος το βέβαιο χειροκρότημα.
Η συγκεκριμένη εκδήλωση λοιπόν κατάφερε να μας περιγράψει άλλη μια δυνατότητα χρήσης της φιλοσοφίας (ή αυτού του πράματος τέλος πάντων). Η φιλοσοφία ως πρόφαση βάθους ενός πολιτικού χώρου που δεν καταφέρνει να ζωγραφίσει ούτε καν την επιφάνεια των θέσεών του.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου