«Τότε η συνείδηση του κόσμου σβήνει γύρω σου, για να επιστρέψει βασανιστικότερη τη στιγμή που ξαναμένεις μόνος.
Έτσι συνέβαινε και μ’ αυτούς τους δύο. Θαρρούσες πως η διαδρομή ήταν μια πρόφαση. Όσο το ταξίδι διαρκούσε — αυτά τα είκοσι λεπτά — έμεναν αφοσιωμένοι μεταξύ τους, μ’ ένα γαλήνιο απαύγασμα στο πρόσωπο που δημιουργεί η συντροφικότητα κι η αρμονική επαφή με τον άλλον.»
(Μένης Κουμανταρέας, «Η Κυρία Κούλα»)
Η 6η Δεκέμβρη είναι μια μέρα που διδάσκει θάνατο. Σε τρομάζει, σε εξοικειώνει, σου μαθαίνει το ξαφνικό, το σκληρό, όλο εκείνο το φορτίο κινδύνου που συνορεύει τόσο αδιαπραγμάτευτα με τη ζωή ώστε να της δίνει σχήμα. Κατηφορίζεις προς το κέντρο μιας πόλης που πάλλεται από την ένταση της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, μέσα στην ένταση που σου προκαλεί η απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού, στην οργή που σου φέρνει το επίμονο φλερτ των κρατούντων με την εκτέλεση ενός νέου ανθρώπου. Και κάπου στο δρόμο που περπατάς (στο ένα πεζοδρόμιο η απόγνωση, στο απέναντι ο θυμός), φτάνουν τα νέα: ο Μένης Κουμανταρέας δολοφονήθηκε στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη στα 83 του χρόνια. Τα γεγονότα υπάρχουν παράλληλα μα δεν αθροίζονται και συ κουβαλάς το καθένα ξεχωριστά με το ξεχωριστό του βάρος, στο κέντρο μιας πόλης που σε κοιτά αμήχανα.
Στη συνέχεια, στο σπίτι, προσπαθείς να αντιληφθείς το βάρος της κάθε λέξης. Τη δολοφονία, την πορεία του ανθρώπου, την κατάθεση του συγγραφέα. Απλώνεις τα βιβλία, -διαβασμένα και αδιάβαστα- πάνω στο γραφείο. Τα κοιτάς και σε κοιτάνε. Αρχίζεις να διαβάζεις κάποια συλλογή διηγημάτων που κάποια στιγμή αγόρασες και στη συνέχεια άφησες για μετά πάνω σε κάποια στοίβα (και πόσο απότομα αυτό το «μετά» σε συνάντησε). Προσπαθείς να εντάξεις τον εαυτό σου στη λύπη και στον αποτροπιασμό της είδησης με άτσαλους τρόπους.
«Θά ’θελα να είναι ακόμη χθες»
Τότε πιάνεις άλλο βιβλίο που διάβασες παλαιότερα, σε άλλη ηλικία. Σου υπενθυμίζει την τότε ανάγνωση, την τότε ηλικία, τους δύο ανθρώπους που συναντιούνται τυχαία στον ηλεκτρικό και γίνεται αυτό το τυχαία -για λίγο- ζωή ατόφια (πρόκειται για την Κυρία Κούλα του παραθέματος). Τότε καταλαβαίνεις και συ τη συνάντησή σου με τα βιβλία του Μένη Κουμανταρέα. Δεν πρόκειται για μια συνάντηση προγραμματισμένη, μα ταυτόχρονα ούτε τυχαία. Πιο πολύ μοιάζει με μια σταθερή και επίμονη ενατένιση με αυτό το κάτι μυθικό των πιο καθημερινών προσώπων, σαν ένα βλέμμα από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας, που έγινε καθημερινή ασχολία και σπουδή. Γιατί η επαφή με τους ανθρώπους του Κουμανταρέα, όσο μακριά και αν στέκουνε στο χρόνο, όσο διαφορετικές και αν είναι οι εμπειρίες που βιώνουν, πάντοτε κουβαλούν αυτή την οικειότητα. Μια οικειότητα που ορίζει τη σχέση ως αυστηρά προσωπική, σχεδόν ως καθημερινό δικό σου βίωμα. Και όταν πας να μιλήσεις, μιλάς προσωπικά πέρα από βιογραφίες και φιλολογία.
Έτσι αποφασίζεις να ξεφυλλίσεις την ανάμνηση της ανάγνωσης, πιο πολύ βίωμα προσωπικό παρά αντικειμενική αρχειοθέτηση: Άνθρωποι μπροστά σε καθρέφτες, ρούχα φθαρμένα, φθαρμένα σώματα. Δωμάτια ξενοδοχείων, ποδοσφαιριστές επαρχιακών ομάδων μικρής κατηγορίας, η λέξη «Ευτυχία» στα λεξικά, φράσεις που μυρίζουν νικοτίνη. Άνθρωποι που ζούνε μια φορά όταν είναι νέοι, αγωνία για την ωριμότητα, ιδιωτικές πτώσεις και άρωμα μαλλιών. Η μικρογεωγραφία των ανθρώπων ανάμεσα στα μεγάλα βήματα της ιστορίας. Το φάντασμα του εμφυλίου και των Δεκεμβριανών, μια γεύση σκουριάς, οι στριφογυριστές σκάλες, τα κουρεία, υπομονή και χρόνος. Η αθηναϊκή σκηνογραφία. Ένας ίσκιος νεκρού μέρα μεσημέρι, ο οικογενειακός χώρος της καταπίεσης και της αλληλεγγύης, απειλητικά Χριστούγεννα και ένας τρομοκράτης Άι Βασίλης, η κάψα του σώματος, η ομοφυλοφιλία, τα σιωπηλά δωμάτια, οι λεωφόροι, το σχολείο θηλέων, ένας επιδειξίας, οι μετανάστες του Αγίου Παντελεήμονα. Τα παλιά βιολιά μέσα στις σκονισμένες θήκες. Και κυρίως η γλώσσα της πόλης, όλες αυτές οι λέξεις που κυκλοφορούν τους δρόμους εκτός βιβλίων, που μες στην απλότητα τους οργίζονται, συναναστρέφονται, μιλούν και σήμερα θρηνούν το συγγραφέα τους.
«Τώρα είμαι άδειος, χωρίς προσχήματα. Στερήθηκα την τελευταία σπιθαμή απ’ όπου μπορούσα ν’ αγωνίζομαι. Τι μάταιος αγώνας να περισώσω τα λεηλατημένα! Το κακό είναι πως δεν είμαι πάστα ανθρώπου μαθημένου ν’ αδιαφορεί. Το παραμικρό γύρισμα, η πιο μικρή αναποδιά με ρίχνουν κάτω. Ζω με χάπια, ενέσεις, εφήμερους έρωτες. Ο χρόνος, τέλεια καταστροφή, η χρυσή επιφάνεια με τους λαμπερούς ωροδείχτες, και μέσα τα γρανάζια σκουριασμένα». Αυτά γράφει ο Μένης Κουμανταρέας στο βιβλίο του «Το Αρμένισμα» και όντως αυτός ο αγώνας για τα λεηλατημένα μένει ως κομμάτι της ανάμνησης. Ο συγγραφέας θα κυνηγηθεί για τη συμμετοχή του στα θρυλικά «18 κείμενα» επί χούντας, για το Αρμένισμα θα δικαστεί τέσσερις φορές με το καθεστώς να χαρακτηρίζει το βιβλίο του άσεμνο. Πολλοί από τους νεότερους θα τον θυμούνται να μπαινοβγαίνει στη γειτονική του κατάληψη της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης, να συμμετέχει σε εκδηλώσεις υπέρ των μεταναστών στον Άγιο Παντελεήμονα, να κάνει δηλώσεις για την πολιτική κατάσταση των τελευταίων ετών. Πάντοτε με τρόπο ήπιο μα σταθερό, όμοιο με τις λογοτεχνικές του καταθέσεις.
Ο Μένης Κουμανταρέας μας μίλησε όσο λίγοι για τον ανθρώπινο σοβά της πόλης, για το βίωμα της, την ανάμνησή της, τον ασυναίσθητο παλμό της. Γιατί η πόλη είναι ο μύθος της και η καταγραφή της. Και από τις 6 Δεκέμβρη μοιάζει αυτή η πόλη να μίκρυνε ανεπανόρθωτα.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου