Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας και ο αν­θρώ­πι­νος σο­βάς της πό­λης



«Τό­τε η συ­νεί­δη­ση του κό­σμου σβή­νει γύ­ρω σου, για να ε­πι­στρέ­ψει βα­σα­νι­στι­κό­τε­ρη τη στιγ­μή που ξα­να­μέ­νεις μό­νος.
Έτσι συ­νέ­βαι­νε και μ’ αυ­τούς τους δύο. Θαρ­ρού­σες πως η δια­δρο­μή ή­ταν μια πρό­φα­ση. Όσο το τα­ξί­δι διαρ­κού­σε — αυ­τά τα εί­κο­σι λε­πτά — έ­με­ναν α­φο­σιω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους, μ’ έ­να γα­λή­νιο α­παύ­γα­σμα στο πρό­σω­πο που δη­μιουρ­γεί η συ­ντρο­φι­κό­τη­τα κι η αρ­μο­νι­κή ε­πα­φή με τον άλ­λον.»
(Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας, «Η Κυ­ρία Κού­λα»)

Η 6η Δε­κέμ­βρη εί­ναι μια μέ­ρα που δι­δά­σκει θά­να­το. Σε τρο­μά­ζει, σε ε­ξοι­κειώ­νει, σου μα­θαί­νει το ξαφ­νι­κό, το σκλη­ρό, ό­λο ε­κεί­νο το φορ­τίο κιν­δύ­νου που συ­νο­ρεύει τό­σο α­δια­πραγ­μά­τευ­τα με τη ζωή ώ­στε να της δί­νει σχή­μα. Κα­τη­φο­ρί­ζεις προς το κέ­ντρο μιας πό­λης που πάλ­λε­ται α­πό την έ­ντα­ση της δο­λο­φο­νίας του Αλέ­ξαν­δρου Γρη­γο­ρό­που­λου, μέ­σα στην έ­ντα­ση που σου προ­κα­λεί η α­περ­γία πεί­νας του Νί­κου Ρω­μα­νού, στην ορ­γή που σου φέρ­νει το ε­πί­μο­νο φλερτ των κρα­τού­ντων με την ε­κτέ­λε­ση ε­νός νέ­ου αν­θρώ­που. Και κά­που στο δρό­μο που περ­πα­τάς (στο έ­να πε­ζο­δρό­μιο η α­πό­γνω­ση, στο α­πέ­να­ντι ο θυ­μός), φτά­νουν τα νέ­α: ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας δο­λο­φο­νή­θη­κε στο δια­μέ­ρι­σμά του στην Κυ­ψέ­λη στα 83 του χρό­νια. Τα γε­γο­νό­τα υ­πάρ­χουν πα­ράλ­λη­λα μα δεν α­θροί­ζο­νται και συ κου­βα­λάς το κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στά με το ξε­χω­ρι­στό του βά­ρος, στο κέ­ντρο μιας πό­λης που σε κοι­τά α­μή­χα­να.
Στη συ­νέ­χεια, στο σπί­τι, προ­σπα­θείς να α­ντι­λη­φθείς το βά­ρος της κά­θε λέ­ξης. Τη δο­λο­φο­νία, την πο­ρεία του αν­θρώ­που, την κα­τά­θε­ση του συγ­γρα­φέα. Απλώ­νεις τα βι­βλία, -δια­βα­σμέ­να και α­διά­βα­στα- πά­νω στο γρα­φείο. Τα κοι­τάς και σε κοι­τά­νε. Αρχί­ζεις να δια­βά­ζεις κά­ποια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των που κά­ποια στιγ­μή α­γό­ρα­σες και στη συ­νέ­χεια ά­φη­σες για με­τά πά­νω σε κά­ποια στοί­βα (και πό­σο α­πό­το­μα αυ­τό το «με­τά» σε συ­νά­ντη­σε). Προ­σπα­θείς να ε­ντά­ξεις τον ε­αυ­τό σου στη λύ­πη και στον α­πο­τρο­πια­σμό της εί­δη­σης με ά­τσα­λους τρό­πους.

«Θά ’θε­λα να εί­ναι α­κό­μη χθες»

Τό­τε πιά­νεις άλ­λο βι­βλίο που διά­βα­σες πα­λαιό­τε­ρα, σε άλ­λη η­λι­κία. Σου υ­πεν­θυ­μί­ζει την τό­τε α­νά­γνω­ση, την τό­τε η­λι­κία, τους δύο αν­θρώ­πους που συ­να­ντιού­νται τυ­χαία στον η­λεκ­τρι­κό και γί­νε­ται αυ­τό το τυ­χαία -για λί­γο- ζωή α­τό­φια (πρό­κει­ται για την Κυ­ρία Κού­λα του πα­ρα­θέ­μα­τος). Τό­τε κα­τα­λα­βαί­νεις και συ τη συ­νά­ντη­σή σου με τα βι­βλία του Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα. Δεν πρό­κει­ται για μια συ­νά­ντη­ση προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη, μα ταυ­τό­χρο­να ού­τε τυ­χαία. Πιο πο­λύ μοιά­ζει με μια στα­θε­ρή και ε­πί­μο­νη ε­να­τέ­νι­ση με αυ­τό το κά­τι μυ­θι­κό των πιο κα­θη­με­ρι­νών προ­σώ­πων, σαν έ­να βλέμ­μα α­πό το μπαλ­κό­νι της πο­λυ­κα­τοι­κίας, που έ­γι­νε κα­θη­με­ρι­νή α­σχο­λία και σπου­δή. Για­τί η ε­πα­φή με τους αν­θρώ­πους του Κου­μα­ντα­ρέα, ό­σο μα­κριά και αν στέ­κου­νε στο χρό­νο, ό­σο δια­φο­ρε­τι­κές και αν εί­ναι οι ε­μπει­ρίες που βιώ­νουν, πά­ντο­τε κου­βα­λούν αυ­τή την οι­κειό­τη­τα. Μια οι­κειό­τη­τα που ο­ρί­ζει τη σχέ­ση ως αυ­στη­ρά προ­σω­πι­κή, σχε­δόν ως κα­θη­με­ρι­νό δι­κό σου βίω­μα. Και ό­ταν πας να μι­λή­σεις, μι­λάς προ­σω­πι­κά πέ­ρα α­πό βιο­γρα­φίες και φι­λο­λο­γία.
Έτσι α­πο­φα­σί­ζεις να ξε­φυλ­λί­σεις την α­νά­μνη­ση της α­νά­γνω­σης, πιο πο­λύ βίω­μα προ­σω­πι­κό πα­ρά α­ντι­κει­με­νι­κή αρ­χειο­θέ­τη­ση: Άνθρω­ποι μπρο­στά σε κα­θρέ­φτες, ρού­χα φθαρ­μέ­να, φθαρ­μέ­να σώ­μα­τα. Δω­μά­τια ξε­νο­δο­χείων, πο­δο­σφαι­ρι­στές ε­παρ­χια­κών ο­μά­δων μι­κρής κα­τη­γο­ρίας, η λέ­ξη «Ευ­τυ­χία» στα λε­ξι­κά, φρά­σεις που μυ­ρί­ζουν νι­κο­τί­νη. Άνθρω­ποι που ζού­νε μια φο­ρά ό­ταν εί­ναι νέ­οι, α­γω­νία για την ω­ρι­μό­τη­τα, ι­διω­τι­κές πτώ­σεις και ά­ρω­μα μαλ­λιών. Η μι­κρο­γεω­γρα­φία των αν­θρώ­πων α­νά­με­σα στα με­γά­λα βή­μα­τα της ι­στο­ρίας. Το φά­ντα­σμα του εμ­φυ­λίου και των Δε­κεμ­βρια­νών, μια γεύ­ση σκου­ριάς, οι στρι­φο­γυ­ρι­στές σκά­λες, τα κου­ρεία, υ­πο­μο­νή και χρό­νος. Η α­θη­ναϊκή σκη­νο­γρα­φία. Ένας ί­σκιος νε­κρού μέ­ρα με­ση­μέ­ρι, ο οι­κο­γε­νεια­κός χώ­ρος της κα­τα­πίε­σης και της αλ­λη­λεγ­γύης, α­πει­λη­τι­κά Χρι­στού­γεν­να και έ­νας τρο­μο­κρά­της Άι Βα­σί­λης, η κά­ψα του σώ­μα­τος, η ο­μο­φυ­λο­φι­λία, τα σιω­πη­λά δω­μά­τια, οι λεω­φό­ροι, το σχο­λείο θη­λέων, έ­νας ε­πι­δει­ξίας, οι με­τα­νά­στες του Αγίου Πα­ντε­λεή­μο­να. Τα πα­λιά βιο­λιά μέ­σα στις σκο­νι­σμέ­νες θή­κες. Και κυ­ρίως η γλώσ­σα της πό­λης, ό­λες αυ­τές οι λέ­ξεις που κυ­κλο­φο­ρούν τους δρό­μους ε­κτός βι­βλίων, που μες στην α­πλό­τη­τα τους ορ­γί­ζο­νται, συ­να­να­στρέ­φο­νται, μι­λούν και σή­με­ρα θρη­νούν το συγ­γρα­φέα τους.



«Τώ­ρα εί­μαι ά­δειος, χω­ρίς προ­σχή­μα­τα. Στε­ρή­θη­κα την τε­λευ­ταία σπι­θα­μή απ’ ό­που μπο­ρού­σα ν’ α­γω­νί­ζο­μαι. Τι μά­ταιος α­γώ­νας να πε­ρι­σώ­σω τα λε­η­λα­τη­μέ­να! Το κα­κό εί­ναι πως δεν εί­μαι πά­στα αν­θρώ­που μα­θη­μέ­νου ν’ α­δια­φο­ρεί. Το πα­ρα­μι­κρό γύ­ρι­σμα, η πιο μι­κρή α­να­πο­διά με ρί­χνουν κά­τω. Ζω με χά­πια, ε­νέ­σεις, ε­φή­με­ρους έ­ρω­τες. Ο χρό­νος, τέ­λεια κα­τα­στρο­φή, η χρυ­σή ε­πι­φά­νεια με τους λα­μπε­ρούς ω­ρο­δεί­χτες, και μέ­σα τα γρα­νά­ζια σκου­ρια­σμέ­να». Αυ­τά γρά­φει ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας στο βι­βλίο του «Το Αρμέ­νι­σμα» και ό­ντως αυ­τός ο α­γώ­νας για τα λε­η­λα­τη­μέ­να μέ­νει ως κομ­μά­τι της α­νά­μνη­σης. Ο συγ­γρα­φέ­ας θα κυ­νη­γη­θεί για τη συμ­με­το­χή του στα θρυ­λι­κά «18 κεί­με­να» ε­πί χού­ντας, για το Αρμέ­νι­σμα θα δι­κα­στεί τέσ­σε­ρις φο­ρές με το κα­θε­στώς να χα­ρα­κτη­ρί­ζει το βι­βλίο του ά­σε­μνο. Πολ­λοί α­πό τους νεό­τε­ρους θα τον θυ­μού­νται να μπαι­νο­βγαί­νει στη γει­το­νι­κή του κα­τά­λη­ψη της Δη­μο­τι­κής Αγο­ράς της Κυ­ψέ­λης, να συμ­με­τέ­χει σε εκ­δη­λώ­σεις υ­πέρ των με­τα­να­στών στον Άγιο Πα­ντε­λεή­μο­να, να κά­νει δη­λώ­σεις για την πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση των τε­λευ­ταίων ε­τών. Πά­ντο­τε με τρό­πο ή­πιο μα στα­θε­ρό, ό­μοιο με τις λο­γο­τε­χνι­κές του κα­τα­θέ­σεις.
Ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας μας μί­λη­σε ό­σο λί­γοι για τον αν­θρώ­πι­νο σο­βά της πό­λης, για το βίω­μα της, την α­νά­μνη­σή της, τον α­συ­ναί­σθη­το παλ­μό της. Για­τί η πό­λη εί­ναι ο μύ­θος της και η κα­τα­γρα­φή της. Και α­πό τις 6 Δε­κέμ­βρη μοιά­ζει αυ­τή η πό­λη να μί­κρυ­νε α­νε­πα­νόρ­θω­τα.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: