Οι οργανικοί διανοούμενοι, ο χαμηλός ονειροκρίτης και μια ερώτηση που
δεν υπήρξε ποτέ της ερώτηση
Είναι ο οργανικός διανοούμενος, που όμως θα αρνηθεί τον προσδιορισμό «οργανικός» με βδελυγμία. Ταυτόχρονα, είναι ο πρώτος που θα τρέξει να αυτοπροσδιοριστεί ως διανοούμενος. Ορίζοντας τον εαυτό του ως διανοούμενο πάντοτε στο πεδίο του κυρίαρχου, έτσι ακριβώς αποκτά (στην πραγματικότητα ζητά να αποκτήσει) οργανικότητα.
Το πνευματικό μαρτυρολόγιο, από τον Μαγιακόφσκι
έως τον Έζρα Πάουντ, δεν περιέχει, βλέπετε, μόνο αγγέλους - ωστόσο και οι
δαίμονές του είναι ισάξιοι των αγγέλων του, αφού από μόνοι τους θα μπορούσαν να
σώσουν την τιμή των λεγόμενων διανοουμένων. Ακόμη και ο «φασισμός» του Έζρα
Πάουντ, λ.χ., αναδίδει περισσότερη ανθρωπιά από ολόκληρο το ηθικά και
συναισθηματικά αφασικό εκείνο μόρφωμα που αποτελεί σήμερα τον κόσμο των
«οργανικών» διανοουμένων.
Γεράσιμος
Λυκιαρδόπουλος, «Τι απέγινε το άλας της γης;»
Από το
βιβλίο Μέρες του 2004
Η κρίση, με
το ξήλωμα των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των κατακτήσεων προσδιόρισε την
κατάσταση του παρόντος ως μια μόνιμη ρευστότητα, ως μια πραγματικότητα υπό
συνεχή αίρεση, ορίζοντας την αμφιβολία ως τη μόνη βεβαιότητα. Μέσα στο πλαίσιο
αυτό τέθηκαν ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν. Τι είναι η κρίση; Είναι κρίση
οικονομική; Ηθική; Πολιτιστική; Κρίση ενός συστήματος; Μιας εξουσίας; Ενός
λαού; Ποιος τέλος πάντων θα μας δώσει τις έστω ελάχιστα καθησυχαστικές
απαντήσεις;
Ο διανοούμενος κλήθηκε να απαντήσει. Ανασύρθηκε από την φορμόλη των ετών της ευημερίας, – όταν η σκέψη υπήρξε πολυτέλεια και ο σύνθετος λόγος σπαταλημένος χρόνος- και βγήκε από τον σκόρο του εκσυγχρονισμού. Επιστράτευσε τις πιο ακριβείς του λέξεις, τις στόλισε περισπωμένες και δασείες, έπλυνε τα δόντια του, ακόνισε την ομιλία του, φόρεσε τα γυαλιά του. Μπροστά σε ένα πλήθος επιτακτικό άνοιξε το στόμα του …. Μα το μόνο που βγήκε ήταν σιωπή. Μια σιωπή γάργαρη και εκκωφαντική.
-Γιατί
σιωπούν οι διανοούμενοι; Αναρωτήθηκαν οι εφημερίδες, τα κανάλια, ο κύριος
Ψυχάρης. Και κυρίως τώρα, την πιο δύσκολη στιγμή μας; Μήπως γιατί δεν έχουν
τίποτα να πουν; Μήπως γιατί ποτέ δεν ήταν διανοούμενοι αλλά παρασιτικοί
απατεώνες των λέξεων; Μήπως γιατί τελικά, δεν υπάρχουν πια διανοούμενοι;
-Γιατί
σιωπούν οι διανοούμενοι; Αυτό το ερώτημα τίθεται και σε μας.
Ας το
παραδεχτούμε. Το συγκεκριμένο ερώτημα είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα,
αποπροσανατολιστικά και επιθετικά ερωτήματα που έθεσε ο κυρίαρχος λόγος κατά
την περίοδο της κρίσης. Ας το εξετάσουμε.
Το πρώτο
που συναντά κανείς είναι μια συντριπτική αντίφαση. Το ερώτημα «γιατί σιωπούν οι
διανοούμενοι» έχει το ίδιο φτιαχτεί από διανοουμένους (δημοσιογράφους,
συγγραφείς, οργανικούς διανοουμένους, διευθυντές και οργανωτές σκέψεων). Αρκεί
λοιπόν η διατύπωσή του ώστε να αυτοαναιρεθεί. Αφού η σιωπή σπάει ήδη από την πρώτη
λέξη.
Ρωτώντας για τη σιωπή, στην πραγματικότητα τη
θέτει ως υπαρκτή κατάσταση, την περιγράφει, την ορίζει ως κάτι μόνιμο και
τελικά την επιβάλει. Ας υποθέσουμε έναν συγκεκριμένο διανοούμενο καλεσμένο σε
μια οποιαδήποτε διαδικασία ερωταποκρίσεων. Έστω ότι ο άνθρωπος αυτός καταφέρνει να απαντήσει με ακρίβεια και
σαφήνεια σε όλα τα ερωτήματα. Για την οικονομία, την ηθική, την αισθητική κτλ.
Έστω ότι καταφέρνει να απαντήσει σε ολόκληρο το ερώτημα της Κρίσης. Κάθε φορά,
σε κάθε τέλος, όταν η συζήτηση κλείνει θα τον περιμένει άλλη μία τελευταία
ερώτηση:
- Kαλά όλα αυτά που μας λέτε, αλλά αφού είναι έτσι, τότε, γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι; Άσχετα με την απάντηση του φίλου μας, το ερώτημα θα
τίθεται ξανά και ξανά, γιατί θα είναι πάντα το τελευταίο ερώτημα, θα περιγράφει
όλες τις προηγούμενες απαντήσεις ως σιωπή, άσχετα με την έκταση, την ακρίβεια ή
την ποιότητα των επιχειρημάτων. Γιατί πρέπει να το καταλάβουμε καλά, πως το
ερώτημα δεν είναι ερώτημα, είναι επιταγή. Να λοιπόν μια ερώτηση που δεν
τελειώνει με ερωτηματικό, αλλά με θαυμαστικό. Το θαυμαστικό της προστακτικής.
Αν λοιπόν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, η πραγματική διατύπωση της φράσης
(ειπωμένη πάντα από την εκάστοτε εξουσία) δεν είναι: γιατί σιωπούν οι
διανοούμενοι; Αλλά: Οι διανοούμενοι πρέπει να σιωπούν!
Δεν θα θελα
να προχωρήσω σε έναν ορισμό του διανοουμένου, κάτι τέτοιο έπρεπε να είχε γίνει
από την αρχή και βρισκόμαστε ήδη αρκετές παραγράφους μετά. Ας προβούμε όμως σε
μια αναγκαία διευκρίνιση επισημαίνοντας κάποια στοιχεία δανεισμένα από τον Γκράμσι. Όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι αφού σκέφτονται και κρίνουν τα φαινόμενα και πράττουν με βάση αυτή την κρίση. Δεν υπάρχουν όμως όλοι οι άνθρωποι κοινωνικά ως διανοούμενοι. Ως διανοούμενο περιγράφουμε απλά τον άνθρωπο που υποβάλει τα φαινόμενα στο κόσκινο του στοχασμού και της κριτικής διατυπώνοντας ερωτήματα δημόσια και ανοιχτά. Η λέξη διανοούμενος δεν περιγράφει μια αξία, αλλά μια κατάσταση. Αν μιλάμε λοιπόν για διανοουμένους μιλάμε όχι για το μέγεθός τους αλλά πρωτίστως για την λειτουργικότητά τους, για τη θέση τους μέσα στην κοινωνία των ιδεών και των επιχειρημάτων. Έτσι μπορούμε να μιλούμε για ποιητές, πεζογράφους ή μουσικούς. Αλλά ταυτόχρονα μιλάμε για δημοσιογράφους, διαφημιστές, συμβούλους κτλ Και εδώ ερχόμαστε στους οργανικούς διανοουμένους, τους ανθρώπους δηλαδή που διατύπωσαν το αρχικό μας ερώτημα.
Ας δεχτούμε (για λόγους συντομίας, διακινδυνεύοντας να ξαστοχήσουμε στο πεδίο της επιστημονικής ακρίβειας) πως ο οργανικός διανοούμενος ταυτίζεται με τον καθεστωτικό διανοούμενο. Είναι λοιπόν αυτός που πράττει πάντοτε υπέρ μιας εξουσίας με στόχο το προσωπικό του όφελος.
Ας δεχτούμε (για λόγους συντομίας, διακινδυνεύοντας να ξαστοχήσουμε στο πεδίο της επιστημονικής ακρίβειας) πως ο οργανικός διανοούμενος ταυτίζεται με τον καθεστωτικό διανοούμενο. Είναι λοιπόν αυτός που πράττει πάντοτε υπέρ μιας εξουσίας με στόχο το προσωπικό του όφελος.
Είναι ο οργανικός διανοούμενος, που όμως θα αρνηθεί τον προσδιορισμό «οργανικός» με βδελυγμία. Ταυτόχρονα, είναι ο πρώτος που θα τρέξει να αυτοπροσδιοριστεί ως διανοούμενος. Ορίζοντας τον εαυτό του ως διανοούμενο πάντοτε στο πεδίο του κυρίαρχου, έτσι ακριβώς αποκτά (στην πραγματικότητα ζητά να αποκτήσει) οργανικότητα.
Ο
διανοούμενος αυτός δεν σιωπά, για να γυρίσουμε στο αρχικό ερώτημα. Ή μάλλον
σιωπά με έναν πολύ πιο εκκωφαντικό τρόπο. Σιωπά με το να μιλά όλο και
περισσότερο. Από επιχείρημα σε επιχείρημα, από διατύπωση σε διατύπωση είναι η
ιδιότητα του διανοουμένου με την πρωταρχική της έννοια, αυτή που σιωπά στην
κάθε του φράση.
Γιατί όλο
και πιο συχνά ο οργανικός διανοούμενος θα σου πει: μπορεί να μην έχω τίποτα απολύτως να πω, αλλά
θα το πω όσο πιο δυνατά γίνεται! Μέσα στη θορυβώδη του εξωστρέφεια ξεχνά πως η
πραγματική γλώσσα έχει τις ρίζες της στη σιωπή. Όχι στο λευκό χρώμα του κενού,
αλλά στο μαύρο της συμπύκνωσης.
Ο οργανικός
διανοούμενος είναι κατά βάση βολτερικός. Θα σου πει: Διαφωνώ με όλα όσα λες
αλλά θα δώσω και την ζωή μου ακόμα, για να συνεχίσω να διαφωνώ με όλα όσα λες.
Ο λόγος του έχει μητέρα τη στάχτη και πατέρα του τον τσιγαρόβηχα. Ο οργανικός
διανοούμενος θα σου πει: Μαρφίν, εγκλήματα στις σκουριές, καταδικάζετε τη βία
απ όπου και αν προέρχεται; Μια σοβαρή Χρυσή Αυγή ίσως; Μαύρος και κόκκινος
φασισμός. Το να πετάς σκουπίδια είναι ο χειρότερος φασισμός, το να κορνάρεις
είναι ο χειρότερος φασισμός, το να κλείνεις το κέντρο της πόλης για να
διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου αυτό και αν είναι ο χειρότερος φασισμός. Κάθε
φορά θα μιλά για τον χειρότερο φασισμό
ξεχνώντας βέβαια μόνο μία περίπτωση: το φασισμό των Ναζί, του μαχαιρώματος και
του ρατσιστικού μίσους. Στην ειλικρίνειά της η φράση διατυπώνεται ως εξής: -Το
να διαφωνείς μαζί μου είναι ο χειρότερος φασισμός.
(συγνώμη αν είμαι υπερβολικός, άλλωστε δεν το είχα κρύψει ποτέ: πάντοτε ανήκα στο ένοπλο τμήμα τον Ατενίστας)
Ο ο.δ. όταν
κοιμάται δεν βλέπει όνειρα, βλέπει διαφημίσεις. Άλλωστε οι άνθρωποι αυτοί
πάντοτε είχαν χαμηλό ονειροκρίτη.
Οι
οργανικοί διανοούμενοι θα σε λογοκρίνουν κατηγορώντας σε για λογοκρισία.
Ο ο.δ.
διακατέχεται από το μόνιμο άγχος της πρωτοτυπίας. Εθισμένος στην επιφάνεια
πρωτοτυπεί μονίμως κοινότοπα, αναμασώντας το παλιό σαν αποκάλυψη (τι άλλο είναι
η θεωρία των δύο άκρων αν όχι ένα αναμάσημα του «διμέτωπου αγώνα» και λοιπών
παλαιών ιδεολογημάτων;). Η τακτική αυτή μπορεί να τον βγάλει οπουδήποτε ακόμα
και στην άκρα δεξιά:
Αν η ποίηση
σταματά στην περίφημη φράση του Αντόρνο: «πώς να γράψουμε ποίηση μετά το
Άουσβιτς;» τότε στις μέρες μας ξαναγυρνά στην παιδική της ηλικία μετά την διατύπωση
της Σώτης Τριανταφύλλου: «είμαστε στην πολλή δυσάρεστη θέση να χτίζουμε
στρατόπεδα συγκέντρωσης». (Μια και μιλήσαμε για ποίηση... Κάθε φορά που ο
Αντώνης Σαμαράς διαβάζει δημόσια ένα ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, πεθαίνει ένας
ναύτης.)
Μια
παράφραση διαφωτισμού, ένας αρχοντοχωριατισμός ως προς τις ευρωπαϊκές
κατακτήσεις και ένας καιροσκοπισμός ως προς τις προθέσεις. Μια προσωπική λογική
που επιθυμεί να περιγράψει τον εαυτό της ως κοινή λογική (ακόμα και όταν δεν
κουβαλά τίποτα το λογικό).
Δεν έχουμε
ανάγκη από περισσότερους ή καλύτερους διανοούμενους, αλλά από μοιρασμένη γνώση.
Δεν έχει σημασία να φτιαχτούν διανοούμενοι, αλλά πολίτες. Πολίτες που θα
κρίνουν, θα διαλέγονται και θα πράττουν επεξεργασμένα. Αν έχει έναν στόχο ο διανοούμενος
τού σήμερα, αυτός είναι η αυτοκατάργησή
του, το άνοιγμα των πεδίων εκείνων που θα μοιράσουν τη γνώση φυτεύοντας
ερωτηματικά εκεί που χθες καλλιεργούσαμε κατοικίδια θαυμαστικά.
Μέχρι
τέλους, ας μην προσδιορίσουμε τη λέξη διανοούμενος. Ας την αφήσουμε να έχει τόσους ορισμούς όσους
και εχθρούς. Δηλαδή άπειρους. Ας αφήσουμε τη λέξη να διαλυθεί στην ασάφεια της
και στη φθορά της χρήσης. Μέχρι τη στιγμή που θα διασπαστεί και θα μοιραστεί
εξίσου σε έναν κόσμο άξιο να φιλοξενήσει τους πολίτες που τον συγκροτούν.
(το κείμενο διαβάστηκε στο Γκρι Καφέ, στο Τριήμερο Φεστιβάλ ανοιχτής συζήτησης και ζωντανής μουσικής κατά τη διάρκεια της συζήτησης «Διανόηση και δημόσιος λόγος». Δημοσιεύτηκε ταυτόχρονα στο σαιτ /http://bibliotheque.gr/ και στις Αναγνώσεις της Αυγής)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου