Στο γκαράζ ο γκάνγκστερ Έντι συνεννοείται με τον Πητ για την επιδιόρθωση της Κάντιλακ του. Και ενώ φεύγει ο Πητ κοιτάζει την Άλις να βγαίνει από το αμάξι. Ο χρόνος διαστέλλεται και η κίνηση γίνεται αργή, στον βυθό της όρασης, ανάμεσα σε δύο βλέμματα διακριτικά γατζωμένα κάπου ανάμεσα στον φόβο και την επιθυμία. Λίγα ακόρντα,το κομμάτι να εξιστορεί αυτό που εμείς βλέπουμε κρυφά, αυτό που ο Πητ και η Άλις ακούνε σιωπηλά χωρίς λέξεις: This magic moment /So different and so new /Was like any other /Until I met you /And then it happened /It took me by suprise /I knew that you felt it too /I could see it by the look in your eyes /Sweeter than wine…
Είναι στιγμές που χαράσσονται, όχι γιατί είναι ξεχωριστές ή ιδιαίτερες (που με τον τρόπο τους είναι), αλλά γιατί συμπυκνωμένες μπορούν και εξηγούν. Όπως η παραπάνω σκηνή από την Χαμένη λεωφόρο του David Lynch που ενώ ανταλλάσεις βλέμματα με την Patricia Arquette, μπαίνει το κομμάτι του Lou Reed, όχι για να συνοδέψει, όχι για να περιγράψει, αλλά για να εξιστορήσει το κάθε βλέμμα που θα ανταλλάξεις στο μέλλον, το βάρος της κάθε παρόμοιας στιγμής απλωμένης στην ατελείωτη σκηνή της πραγματικότητας, το μούδιασμα στις παλάμες όταν Εκείνη βγαίνει απ’ το αμάξι κοιτάζοντάς σε.
Και ακόμα περισσότερο, τον τρόπο που αγαπήσαμε τις ταινίες. Χωρίς να γνωρίζουμε την κινηματογραφική γλώσσα, τα αμερικανικά πλάνα, τα αξελερέ και τα jump cut. Αδιαφορώντας για την αρτιότητα των σεναρίων, ζητώντας απλά ιστορίες, έναν μύθο να μας περικλείει. Τον τρόπο που αγαπήσαμε τα τραγούδια. Χωρίς να γνωρίζουμε μουσική (ακόμα να μάθεις εκείνα τα τρία καταραμένα ακόρντα), ενώ τα τραγούδια μιλούσαν αποκλειστικά για εμάς -παρ όλο που είχαμε κάποιες άγνωστες λέξεις-, τραγουδώντας τα χαμηλά με την απαράδεκτη προφορά μας. Γατζωμένα στη δικιά μας εμπειρία, προσωπική μας ιδιοκτησία, όμοια με τις στιγμές. Ήταν όλη αυτή η οικειότητα που μάτωσε πρόσφατα όταν η ροή των ειδήσεων σιώπησε για λίγο ώστε να υπάρξει μονάχα μια είδηση: Στις 27 Οκτώβρη, στα 71 του, στο σπίτι του τη Νέα Υόρκη.
And what costume shall the poor girl wear
To all tomorrow's parties
For Thursday's child is Sunday's clown
For whom none will go mourning
Γιατί το παράδειγμα του Lou Reed είναι ένα παράδειγμα που ή θα υπάρξει στην αποδοχή της οικειότητας ή θα μείνει για πάντα ψυχρό και ξένο. Χωρίς εύκολες pop επιτυχίες, κοινότοπες καταγραφές κοινότοπων συναισθημάτων, χωρίς μελωδίες που να χωρούν σε σφηνάκια. Γιατί ήδη από τις μέρες των Velvet Underground, η μουσική του Lou Reed φλέρταρε εντονότερα με τα αυριανά πάρτι που αργούσαν να έρθουν και όχι με τα χίπικα πανηγυράκια της δεκαετίας. Τον Άντι Γουόρχολ, τις εξελίξεις στη ‘’σοβαρή μουσική’’ -με τους πειραματισμούς να φτάνουν στα όρια του θορύβου- και την ποίηση μιας Rock που δεν ντρεπόταν για τον εαυτό της ούτε προσπαθούσε να υποδυθεί κάτι που δεν ήταν (σε αντίθεση με τις αφόρητα κουραστικές ρητορείες του Jim Morrison π.χ. για τραγουδιστές-σαμάνους, τελετουργίες, σαύρες και ινδιάνους). Ταυτόχρονα, σε μια περίοδο που παραέφαγε λουλούδια, χρώματα, LOVE και την αφέλεια του ‘’διεύρυνε τον εαυτό σου’’ , οι εικόνες από τα τραγούδια του Lou Reed μιλούσαν για έναν κόσμο αμείλικτο: Πρέζα, πόρνες, σαδομαζοχισμός, τραβεστί, τσακισμένες πριγκίπισσες που ψάχναν μια κάποια μεγάλη ζωή, απόκληροι χαμένοι στα βαρβιτουρικά, εκδιδόμενοι και άγγελοι που ουρλιάζαν, άνθρωποι ξεχασμένοι απ όποιον θεό. Μέσα από τους στίχους και τις ιστορίες των τραγουδιών, οι άνθρωποι του περιθωρίου εμφανίζονταν όχι ποδοπατημένοι από μια ηθική υστερία, αλλά ταυτόχρονα ούτε μεγαλοποιημένοι στην χιλιοειπωμένη γοητεία της αυτοκαταστροφής. Βλέποντάς τους στις πραγματικές τους διαστάσεις, τελικά μάθαινες να τους δέχεσαι όπως είναι. Με τις επιλογές τους, τα πάθη και τις αστοχίες τους, τσακισμένους αλλά βαφτισμένους σε μια ανθρωπίλα που δεν μπορεί παρά να κουβαλά ειλικρίνεια, σαν ανθρώπους ανθρώπινους που κατοικούν τις σήμερα πόλεις. Όμοια και τους πιο καθημερινούς μεταγενέστερους ήρωες, την Σάλλυ που δεν μπορεί να χορέψει, την Κάρολαιν, τον Μπίλυ, τους Νεοϋορκέζους, τους ερωτευμένους, το Βερολίνο, το τείχος…
Η συμβολή του Lou Reed στην μουσική, μπορεί να μετρηθεί σε βραβεία, πωλήσεις δίσκων, σημαντικά βιογραφικά στοιχεία και συνεργασίες, αναφορές από μεταγενέστερα συγκροτήματα ως βασική επιρροή τους κτλ. Στην πραγματικότητα όμως, η όποια προσφορά δικαιώνεται με ένα ελάχιστο σιωπηλό χαμόγελο από μέρους μας, ενώ η μουσική χάνεται (τουλάχιστον μέχρι το επόμενο κομμάτι του δίσκου):
She said, hey babe, take a walk on the wild side
I said, hey honey, take a walk on the wild side
And the colored girls say
Doo doo doo doo doo doo doo doo doo.......
(στην Εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου