Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Πρωτοχρονιάτικο κουρείο



Το ψαλίδι αφαιρεί ό,τι το περιττό, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δώσει σχήμα σε αυτό που απομένει. Να δώσει βάθος εσωτερικό στο εξωτερικό χαρακτηριστικό, να περιγράψει το στιλ του φορέα της τρίχας, να πει σε εξωστρέφεια όσα η εσωστρέφεια επιτρέπει. Το κεφάλι στέκει εδώ σαν γλάστρα προς καλλωπισμό. Και ό,τι φύεται επιθυμεί να μεγαλώσει ενάντια στους κουρείς.
Να υπερχειλίσει και να υπερβεί το ύψος, να πέσει από το βάρος προς τα κάτω και να χυθεί στους ώμους, να απλωθεί προς τις τέσσερις γωνίες του δωματίου και να σημάνει την κυριαρχία του φορέα της τρίχας στην πεπερασμένη αυτή επικράτεια. Μάταια όμως. Ολοι προτιμούν ένα κούρεμα από τις επεκτατικές περιπέτειες των τριχών.
Πλησιάζει Πρωτοχρονιά και ο πατέρας τον έχει πάει στο συνοικιακό κουρείο. Και μόλις συνειδητοποιεί πως στον «Καλλιτέχνη» (με δύο λάμδα, όπως ο κουρέας λέει, ακριβώς γιατί είναι πολύ καλλιτέχνης) πηγαίνουν μόνο αγόρια με τους μπαμπάδες, ή σκέτοι μπαμπάδες. Μανάδες και κόρες θα πάνε στο απέναντι κομμωτήριο που δυστυχώς δεν έχει σχέση με τέχνη αλλά αποκλειστικά με τρίχες.
Είναι εδώ στοιβαγμένες σε αναμονή η θαλπωρή, η ανία, η αρχή της παιδικής ντροπής και η συστολή απέναντι στον κόσμο των μεγάλων. Και η συστολή μεγαλώνει, ενώ εσύ μεγαλώνεις μέχρι τελικά να αντιληφθείς πως είσαι μεγάλος.
Λίγο να σουλουπωθείς για τις γιορτές και τα τραπέζια που έρχονται με όλο το βάρος της επανάληψης και το εξαιρετικό που κουβαλούν οι γιορτές.
Δεν αμφισβητείς, μόνο ζεις μαγκωμένος στην ηλικία σου. Και κόσμος μπαίνει στο κουρείο και κόσμος βγαίνει. Συζητά για διάφορα, για το ποδόσφαιρο, για τη γειτονιά. Για κάποιον που βγήκε και ύστερα δεν ξαναμπήκε ποτέ.

Για κάποιον που χάθηκε και κανείς δεν τον είδε. Για κάποιον που ήταν πάντοτε εκεί και μόλις τώρα το συνειδητοποίησαν. Και ύστερα κουνούν το κεφάλι μέσα σε μια παύση βαριά, σχεδόν ασήκωτη λες. Και ύστερα συνεχίζουν ενώ κάποιος μπαίνει. Και ενώ τα ψάρια στο ενυδρείο αφήνουν μπουρμπουλήθρες να ανεβαίνουν προς την επιφάνεια και να σκάνε με έναν σιωπηλό πάταγο.
Και ενώ δυο καθρέφτες αντικριστοί στους δύο μεγάλους τοίχους αντανακλούν ο ένας τον άλλο συνεχίζοντας το σχήμα τους μέχρι την αιωνιότητα. Σαν να δίνουν παρηγοριά με το σχήμα τους που συνεχίζει, διαρκώς συνεχίζει και μαζί του οι μορφές που πιάνονται στο ενδιάμεσο. Ο καλλιτέχνης, ο πατέρας, ο μικρός που επισκέφτηκε το πρωτοχρονιάτικο κουρείο. Ολα συνεχίζουν αντικριστά σχεδόν για πάντα.

Απλά κάθεσαι και κοιτάς απέξω ενώ τα μαλλιά σου κονταίνουν και το κεφάλι σου αλλάζει σχήμα. Ηθελες να αφήσεις τα μαλλιά να μακρύνουν να κρυφτείς πίσω τους. Να μη σε βλέπει κανείς και συ κανέναν να μη βλέπεις. Μα τώρα κοιτάς. Στο πεζοδρόμιο. Εκεί κάτι σπουργίτια κάτι τρώνε, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, σκέφτεσαι, τα πουλιά τρώνε τα πάντα.
Και ύστερα σκέφτεσαι όντως τα πουλιά να τρώνε τα πάντα. Τους σπόρους και το πεζοδρόμιο, την ταλαίπωρη νεραντζιά στον δρόμο της Κυψέλης, το κάλυμμα του αυτοκινήτου και το ίδιο το αυτοκίνητο, την ίδια την Κυψέλη. Να τρώνε το κουρείο το ίδιο.
Με το ενυδρείο, τους καθρέφτες και τις βαριές τους σιωπές. Να το κουβαλούν στο στομάχι τους πάνω στο πέταγμα.
Να το μετουσιώσουν σε πτήση και πτώση όπως κάθε τι παιδικό. Και τα σπουργίτια συνεχίζουν να συλλέγουνε τροφή. Προσεκτικά και τυχαία, συστηματικά και αφηρημένα. Ετσι όπως συλλέγει και εμάς ο χρόνος.

Τις τρίχες, τα νύχια, τις νιφάδες του νεκρού δέρματος που πέφτουν αθόρυβα στη γη. Τα λόγια που έφυγαν, τις φράσεις που ειπώθηκαν, τη μορφή μας βιαστικά διατυπωμένη μέσα σε σελίδες και εικόνες. Κυρίως βέβαια τη σκιά μας. Βιαστικό αποτύπωμα της μορφής μας πάνω στον χώρο και τον χρόνο. Λίγους λίγους, σαν απόκτημα σταδιακά κερδισμένο, όχι γεγονός αλλά διαδικασία που καταλήγει να μας συλλέξει ολόκληρους.
Οχι τη μορφή ή το σώμα. Αλλά την πορεία μας μέσα στον χρόνο. Οσα αφήνουμε πίσω κάθε στιγμή.
Και ενώ κοιτάς, η σκέψη σταματάει. Μια σκούπα συλλέγει τις πεσμένες τρίχες σου από το πάτωμα και μια φωνή καλεί σε αποχώρηση από το κουρείο.
Ο πατέρας έφυγε, το κουρείο έκλεισε. Αναρωτιέμαι στα πόσα λάμδα να βρίσκεται τώρα ο Καλλιτέχνης. Μόνο ο χρόνος επιμένει. Αυτός που σαν τα πουλιά καταπίνει τα πάντα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

2 σχόλια:

Θεοπούλα Ανθογαλίδου είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Θεοπούλα Ανθογαλίδου είπε...

Θεοπούλα Ανθογαλίδου Αχ, αυτή η δροσερή μελαγχολία των στοχαστικών παιδικών μας χρόνων. Ο Τσαλαπάτης λίγα χρόνια απέχει απ' αυτή την περίοδο της ζωής του, ενώ εγώ πάρα πολλά από τη δική μου παιδική ηλικία, και όμως είμαι κι εγώ εντός του κειμένου του, γιατί δεν πρόκειται μόνο για αναμνήσεις, είναι ένας απ' αυτούς του μαγικούς τόπους στους οποίους η λογοτεχνία αναπτύσσει κοινά συνειδησιακά πεδία της ανθρώπινης ουσίας μας.
1