Πρόσφατα, η Οπερα του Σίδνεϊ φιλοξένησε την παραγωγή του «Εμπόρου της Βενετίας» από τον θίασο Bell Shakespeare, έναν από τους ταχύτερα ανελισσόμενους θεατρικούς οργανισμούς της Αυστραλίας.
Το έργο φτάνει στο τέλος του. Το σχέδιο του Σάιλοκ, να πάρει μία λίβρα ανθρώπινο κρέας από το σώμα του οφειλέτη του ως πληρωμή για το δάνειο που δεν κατάφερε να ξεπληρώσει, έχει αποτύχει.
Ο Σάιλοκ ατιμασμένος από τους εχθρούς του-ήρωες της ιστορίας μας αναγκάζεται να γίνει χριστιανός και να γράψει όλη του την περιουσία στην κόρη του Τζέσικα που τον έχει προδώσει.
Το πρόβλημά μας ξεκινάει ακριβώς σ' αυτό το σημείο. Στην τελική σκηνή η Τζέσικα ξεσπάει σε κλάματα και αναρωτιέται μεγαλόφωνα: «Τι έχω κάνει;».
Ολοι την κοιτούν σχεδόν με ενοχές, ο άντρας της γονατίζει τρυφερά και σκίζει το συμβόλαιο που της έδινε την περιουσία του πατέρα της, ένα φως καλύπτει τη σκηνή, μία από τις πρωταγωνίστριες αναφωνεί «μια νέα μέρα ξημερώνει», η εποχή της ανεκτικότητας ανατέλλει, το τέλος της μισαλλοδοξίας ξεκινά.
Ολα καλά, αλλά το πρόβλημα είναι πως το τέλος του έργου είναι τελείως διαφορετικό. Ο Σάιλοκ παραμένει τιμωρημένος, ενώ τα ζευγάρια του έργου χαίρονται τον έρωτά τους χωρίς ενοχές και συναισθηματισμούς.
Το τέλος της αυστραλιανής εκδοχής του «Εμπόρου της Βενετίας» είναι σαφώς ευθυγραμμισμένο με τις ηθικές επιταγές του παρόντος μας.
Ταυτόχρονα, όμως, η ανάγκη που ένιωσε ο θίασος, ώστε να αλλάξει το τέλος του έργου, βγάζει στο προσκήνιο μια σειρά από ερωτήματα για το πώς αντιμετωπίζουμε το παρελθόν, την τέχνη και μια δύσκολη σκοτεινή κληρονομιά.
Ας ξεκινήσουμε από το ερώτημα του τίτλου: ήταν λοιπόν ο Σέξπιρ αντισημίτης; Ενα μονολεκτικό «όχι» ή ένα «ναι» δεν μπορεί να είναι η απάντηση.
Ο «Εμπορος της Βενετίας» στις πρώτες εκδόσεις των απάντων του Σέξπιρ περιγράφηκε ως «Comical History», δηλαδή έργο με χαρούμενο τέλος. Ηδη όμως από τον 18ο αιώνα οι μεγάλοι Αγγλοι ηθοποιοί άρχισαν να ερμηνεύουν τον ρόλο με τραγικό τρόπο. Μια τέτοια στάση προκύπτει μέσα από το ίδιο το έργο.
Το πραγματικό ερώτημα του έργου είναι τελικά το πώς θα αναπαρασταθεί ο Σάιλοκ. Αν ο Σάιλοκ είναι κωμικό πρόσωπο, τότε το έργο εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί αντισημιτικό, αφού ο Εβραίος γίνεται στερεότυπο.
Τσιγκούνης, καταχθόνιος, αιμοδιψής απέναντι στους χριστιανούς. Αν πάλι ο Σάιλοκ πάρει τραγικές διαστάσεις (χωρίς την ανάγκη ενός τέλους διαφορετικού από αυτό που γράφτηκε), τότε το έργο έρχεται πιο κοντά στη στάση που ο συγγραφέας κρατά και στον «Οθέλο».
Την τραγωδία ενός επάρατου άλλου, ενός ατόμου καταδικασμένου να μένει εκτός της κοινωνίας και εντός της ξενότητάς του. Η προσεκτική ανάγνωση του χαρακτήρα μάς κατευθύνει σαφώς προς τη δεύτερη περίπτωση.
Ο αντισημιτισμός στην ελισαβετιανή Αγγλία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Σε αυτό συνέβαλε ακόμη περισσότερο η απόπειρα δολοφονίας της βασίλισσας Ελισάβετ από τον Πορτογάλο Εβραίο Roderigo Lopez, ο οποίος ήταν γιατρός της.
Τη χρονιά της εκτέλεσης του Lopez, o «Εβραίος της Μάλτας» παίχτηκε σε επανάληψη και ο «Εμπορος της Βενετίας» υπήρξε η απάντηση του Σέξπιρ και του θιάσου του.
Ο ποιητής παίρνει ένα διαδεδομένο στερεότυπο και μια κοινή δόξα και μέσα από αυτά βγάζει την οικουμενική ανθρωπινότητά του.
Πέρα από τα αναγκαία κωμικά στερεότυπα και τις απαραίτητες αφηγηματικές δομές ο ποιητής βάζει στοιχεία που θολώνουν τη διαδεδομένη άποψη της εποχής: «Και ο Εβραίος δεν έχει μάτια… Σαν μας τρυπάτε, δεν ματώνουμε …και όταν μας αδικείτε να μην εκδικηθούμε…» λέει μεταξύ πολλών άλλων ο Σάιλοκ στον περίφημο μονόλογό του.
Το έργο είναι διάσπαρτο με σκηνές και φράσεις που πηγαίνουν κόντρα στην κοινή αντίληψη της εποχής και του αντισημιτισμού.
Αυτό που έχει λοιπόν ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι η διασκευή (η οποία πιστεύω ακράδαντα ότι δεν πρέπει να έχει όρια) αλλά η επιθυμία διόρθωσης.
Μια διόρθωση όμοια με την κίνηση υπέρ του κατεβάσματος του πίνακα του Μπαλτίς στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη (βλ. άρθρο προηγούμενης βδομάδας), ή την έκδοση του «Χάκλμπερι Φιν» χωρίς τη λέξη Niger.
Μια πουριτανική κίνηση ηθικισμού που στο όνομα μιας προοδευτικής ηθικής καταλήγει σε ανόητα και συντηρητικά αποτελέσματα. Μια αχρείαστη διόρθωση που λογοκρίνει. Και σε αυτό το θέμα υποσχόμαστε να επιστρέψουμε.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου