Θυμάμαι όταν ήμουν στο σχολείο μάς είχαν πάει να δούμε κάποια παράσταση όπου έπαιζε η Αννα Συνοδινού. Μετά το τέλος της παράστασης, η μεγάλη τραγωδός (έτσι την αποκαλούσαν από τότε) μας έβγαλε έναν λόγο για τον Μακεδονικό και κάλεσε όλο το σχολείο (Δημοτικό; Γυμνάσιο; Δεν θυμάμαι) να ψάλει το «Μακεδονία ξακουστή».
Η ίδια ξεκίνησε το ψάλσιμο αλλά το γεγονός πως η πλειονότητα ή έκανε φασαρία ή κορόιδευε είχε αποτέλεσμα η τραγωδός να σταματήσει και να αποχωρήσει σχεδόν βρίζοντάς μας που δεν έχουμε ιδανικά και όλη μέρα ναρκωτικά και πλεϊστέισον (πίνω μπάφους και παίζω προ).
Φυσικά δεν υπήρξε θέμα διαφορετικής αντίληψης ή συγκροτημένης πολιτικής θέσης του ακροατηρίου (η ηλικία, βλέπετε).
Η φασαρία και η κοροϊδία δεν περιέγραφαν τίποτα άλλο από μια αυθόρμητη αντίδραση σε κάτι αφόρητα βαρετό και κακόγουστο το οποίο εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να επιβληθεί στη θεατρική αίθουσα ως αυτονόητο.
Το ίδιο τσίμπημα αισθάνθηκα βλέποντας εικόνες από το συλλαλητήριο. Το κακόγουστο ως απόλυτη αισθητικοποίηση πολιτικών προθέσεων και αντιλήψεων. Θα γινόταν σίγουρα βαρετό αν δεν ήξερες πόσο επικίνδυνο είναι.
Εικόνες σκόρπιες σε βιαστικά βλέμματα από οθόνη σε οθόνη, από έντυπη σε ηλεκτρονική καταγραφή και πάλι πίσω. Αυτό με το οποίο έρχεσαι πάντοτε πρώτα σε επαφή είναι το κραυγαλέο.
Η γραφικότητα παρουσιασμένη ταυτόχρονα με την παράδοση σε στολές, φορεσιές, σκόρπιες επιλογές ενός μπερδεμένου μη συνειδητού εκλεκτικισμού, μια στάση που τελικά μεταμορφώνει την παράδοση σε γραφικότητα.
Είναι μνήμη ταυτόχρονα με αμνησία ακριβώς γιατί μέσω απολύτως θετικού πρόσημου (σχεδόν με μεταφυσικούς όρους) το ίδιο το παρελθόν μεταμορφώνεται σε ένα βολικό ψέμα προς εκμετάλλευση χωρίς επιχείρημα, χωρίς απόδειξη, αυτοτελές στη στεντόρεια παρουσία του. Ενα συλλογικό ασυνείδητο που όταν γίνεται συνειδητό αποτυπώνεται με αυτούς τους κακόηχους όρους.
Αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μεγαλείο και τον εκφράζει ως αισθητική κακομοιριά. Παραπέμποντας στις γιορτές τις χούντας ή την τρέχουσα αισθητική στις τηλεπωλήσεις, τις εκδόσεις και τα σάιτ της άκρας Δεξιάς. Και μαζί μεταμφιεσμένος αλυτρωτισμός, χουλιγκάνια του Βορρά και σκοτεινοί παπάδες του Νότου (και όχι μόνο), ποντιακοί σύλλογοι και εθνικοφροσύνη ομογενών, διαφορετικές αισθητικές αποτυπώσεις της συντήρησης και του εθνικισμού.
Δεν είμαι σίγουρος ότι όλα αυτά ήταν τα μόνα στοιχεία του συλλαλητηρίου (και να πω την αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει). Είμαι όμως σίγουρος πως όλα αυτά έδωσαν τον τόνο και πως αυτά ορίζουν το αισθητικό αποτύπωμά του.
Οπως επίσης πως πολιτικά ο τόνος ορίστηκε από μια ηγεμονεύουσα άκρα Δεξιά, αγκαλίτσα με υπόδικους ναζί.
Ο λόγος τού παραλίγο πραξικοπηματία Φράγκου, ο εμπρησμός της κατάληψης Libertatia, το νέο δειλό ξεμύτισμα των υπόδικων νεοναζί ορίζουν το μήνυμα που μεταδόθηκε και τις παρακαταθήκες που άφησε.
Εκεί που θέλω όμως να καταλήξω είναι η συνύπαρξη της γραφικότητας, των συγκεχυμένων εθνικιστικών βεβαιοτήτων (απλωμένων σε μεγάλη κλίμακα) και της ακροδεξιάς ριζοσπαστικοποίησης με ορίζοντα τον ναζισμό. Η συνύπαρξη δεν είναι ταύτιση των τριών.
Από την άλλη, περιγράφει το γεγονός πως από τη μία κατάσταση στην άλλη υπάρχουν δίοδοι αρκετά ανοιχτές ώστε να μετατρέψουν το ψηφιδωτό σε ομοιογενές κράμα.
Αυτό που με προβληματίζει περισσότερο είναι η αντίδραση της απέναντι όχθης απέναντι σε όλα αυτά. Αυτοί που αντιμετωπίζουν όλο αυτό το πράγμα ως κάτι γραφικό και ανόητο μένοντας αποκλειστικά στην αισθητικοποίηση, το είδος της ρητορικής και το παράλογο των επιχειρημάτων. Αγνοώντας το πόσο συμπαγής, το πόσο διαδεδομένη και το πόσο κανονικοποιημένη είναι η συγκεκριμένη στάση και άποψη. Το πόσοι πολιτευτές, ιεράρχες, δημοσιογράφοι, τηλεπερσόνες έχτισαν τις καριέρες τους και την παρουσία τους στην κοινωνική σφαίρα βασισμένοι ακριβώς στο «Μακεδονικό».
Το πόσο η ίδια η «Μακεδονία» δεν αποτελεί γεωγραφικό προσδιορισμό αλλά ένα πεδίο όπου ανταλλάσσονται μύθοι και βεβαιότητες, δημιουργούνται ταυτότητες και πολιτικά υποκείμενα, προσδιορίζονται σκοποί και στόχοι.
Ενα σκλαβοπάζαρο συνειρμών και εθνικής τύφλωσης, μεγαλοϊδεατισμού και μικροψυχίας αποκλειστικά για εσωτερική χρήση. Δημιουργώντας τελικά ένα εύχρηστο εθνικό αφήγημα που σε περιόδους κρίσης ξέρουμε πολύ καλά πού μπορεί να καταλήξει.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου