Χαζεύεις βιβλία στη βιβλιοθήκη σου, στα βιβλιοπωλεία, σε πάγκους. Ξεφυλλίζεις υποθέσεις και βιογραφικά να μάθεις πώς έζησε ο συγγραφέας, να μάθεις τι είπε. Το τι, το πού και το πότε που θα σε κάνουν να διαβάσεις το βιβλίο ή να προσπεράσεις.
Σπάνια μένεις στη φωτογραφία. Αν ο συγγραφέας είναι νεκρός, τότε η εικόνα παραμένει σχεδόν πάντα ίδια: ένας άντρας γέρος (οι γυναίκες είναι μειοψηφία στους νεκρούς).
Σαν κουρασμένος από τον χρόνο εργασίας, τη συγγραφή, την αναζήτηση, σαν κουρασμένος από την ίδια τη ζωή. Η έκδοση, το λήμμα στην εγκυκλοπαίδεια, το άγαλμα ή το πορτρέτο επιλέγουν σχεδόν πάντα τον καλλιτέχνη μας σε προχωρημένη ηλικία.
Σαν το γήρας να επιβεβαιώνει τη σημασία του μεγέθους, σαν να αποτελεί τεκμήριο σοφίας από μόνο του.
Η όψη αυτή έχει κάτι το διδακτικό. Από τη μία κάνει το έργο να ακούγεται από το βάθρο της ηλικίας και συ δεν θα του αντιμιλήσεις (σε ξέρω, έχεις καλούς τρόπους). Και μαζί κάτι μονοκόμματο.
Το βιβλίο διά μέσου του προσώπου χρίζεται απόσταγμα εμπειριών και γεγονότων, γραμμένο περισσότερο από μια εποχή και λιγότερο από ένα πρόσωπο. Και αν μπορείς να αμφισβητήσεις ένα βιβλίο, δεν μπορείς εξίσου εύκολα να αμφισβητήσεις μια ολόκληρη ζωή.
Αυτή η άνιση σχέση συγγραφέα-αναγνώστη έχει από μόνη της κάτι το απωθητικό και σε κάνει ασυναίσθητα να φυγοπονείς. Αλλά η σφραγίδα του γήρατος έχει ταυτόχρονα και κάτι το αντιφατικό.
Γιατί, αν δεχτούμε πως η μεγάλη τέχνη είναι ακριβώς αυτή που εξορκίζει τη φθορά, το φθαρμένο πρόσωπο που τη συνοδεύει μοιάζει με επιβεβαίωση της ήττας της (βέβαια κοιτώντας τα πράγματα αντιστρόφως θα μπορούσε κάποιος να πει πως το βιβλίο αποτελεί ακριβώς το καταφύγιο της γερασμένης ζωής που καταγράφει η φωτογραφία).
Πολλοί θα πουν πως οι φωτογραφίες αυτές επιλέγονται επειδή ακριβώς είναι η ηλικία που οι συγγραφείς είχαν όταν μας έδωσαν τα σημαντικότερα έργα τους.
Κάτι τέτοιο δεν ισχύει απόλυτα -με την ίδια τουλάχιστον συχνότητα που οι γηραιότερες φωτογραφίες επικρατούν των νεοτέρων. Αλλά ταυτόχρονα μια τέτοια επιλογή ουσιαστικά συνηγορεί με συντριπτικούς όρους απέναντι στο αποτέλεσμα και αποσιωπά πλήρως τη διαδικασία.
Γιατί αν έχει κάτι ενδιαφέρον στη ζωή ενός καλλιτέχνη, αυτό δεν είναι η ώρα του θριάμβου του, αλλά οι δυσκολίες, τα εμπόδια, οι αστοχίες. Το ταξίδι που ακολούθησε για να φτάσει στο τελικό αποτέλεσμα.
Μέσα στην πινακοθήκη του γήρατος μοιάζει τελικά και η ίδια η λογοτεχνία ως μια γερασμένη υπόθεση.
Ως μακρινά λόγια σοφίας μιας εποχής που πέρασε και λίγο μας αφορά.
Ως γνωμικά παλαιών γενεών στο πίσω μέρος του ημερολογίου του παρόντος μας. Σαν καθετί να γίνεται κλασικό, μια επιβεβλημένη επίσκεψη στο μουσείο μιας ξένης πόλης που για άλλους λόγους επισκέφτηκες.
Θα πας και στο μουσείο, ναι, αλλά κάποια στιγμή θα παραδεχτείς πως το στοιβαγμένο ανθρώπινο μεγαλείο συχνά καταντά ανιαρό.
Και όμως, η ανάγνωση σε μεγάλο βαθμό είναι θέμα ταύτισης και εσύ αναζητάς κάτι παραπλήσιο της ηλικίας σου. Μια εικόνα ενός ανθρώπου που μιλά τη δική σου ηλικία μέσα από τη δική του γλώσσα. Ισως γι' αυτό να παραμείναμε πάντα ερωτευμένοι με εκείνους που έφυγαν νωρίς. Με τον Ρεμπό, την Πλαθ, τον Λόρκα.
Δεν υπάρχουν τεκμήρια που να αποδεικνύουν πως οι ποιητές αυτοί συνθηκολόγησαν με το γήρας (ακόμα και αν ο Ρεμπό π.χ. πέθανε αρκετά μετά αφότου σταμάτησε να γράφει). Δεν είναι πως οι συγγραφείς αυτοί μίλησαν για πράγματα της ηλικίας τους, για τετριμμένες υποθέσεις μετεφήβων.
Είναι πως μίλησαν για τον αδιαίρετο κόσμο (τον ίδιο κόσμο που μοιράζονταν με τις γερασμένες φωτογραφίες) αλλά διυλισμένο μέσα από τον ηλικιακό παλμό. Με την κατάφαση της ηλικιακής αυτοπεποίθησης και όχι με τη βεβαιότητα της γερασμένης σοφίας.
Και αυτό που από ανάγνωση σε ανάγνωση καταλαβαίνεις όλο και περισσότερο είναι πως τελικά η μεγάλη τέχνη –σε πείσμα της ηλικίας του καλλιτέχνη- κουβαλά την απορία ενός ανθρώπου μπροστά σε έναν κόσμο που επιμένει να παραμένει νέος, άγουρος και άγνωστος.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου