Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Από τη στάχτη των ερειπίων ως τη φαντασμαγορία των απλών πραγμάτων*


Υπάρχουν βιβλία που τα περιμένεις. Όταν γνωρίζεις ένα όνομα, μια πορεία, μια προσδοκία. Υπάρχουν άλλα βιβλία που τα συναντάς. Που οι τροχιές σας διασταυρώνονται λόγω ενός φίλου, μιας κριτικής, μιας αναφοράς. Υπάρχουν τέλος και βιβλία που σε περιμένουν. Όχι εμένα ή εσένα προσωπικά, αλλά τον κάθε αναγνώστη. Όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά. Βιβλία που δεν ξέρεις από πού έχουν προέλθει. Και δεν μιλώ για το συγγραφέα ή την πορεία του, αλλά για το βιβλίο καθ’ εαυτό. Βιβλία που η πρωτοτυπία τους δεν έχει να κάνει με μια απλή απόκλιση από έναν ευρύτερο κανόνα, με ένα τρικ διαφορετικότητας, αλλά με την ίδια την υπαρξιακή τους αυτοτέλεια. Το γεγονός πως διαφέρουν, είναι ο ίδιος ο λόγος για τον οποίο γράφτηκαν.
Ένα τέτοιο βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων (αν τελικά πρέπει να την ονομάσουμε έτσι) «Προϊστορίες», της πρωτοεμφανιζόμενης Μαίρης Σταθοπούλου (εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, 2016). Στις «Προϊστορίες» βρισκόμαστε μπροστά στη μυθολόγηση ενός κόσμου. Κάθε τι εδώ μοιάζει μαλακό, εύκαμπτο. Οι ανθρώπινες μορφές, τα γεγονότα, η χροιά της πραγματικότητας. Οι πρωταγωνιστές μπορεί να πετούν, να διαμελίζονται χωρίς κόστος, το σώμα τους να πληθαίνει τόσο ώστε να χάνονται στον ατελείωτο όγκο του, η εισπνοή τους να μεταμορφώνεται σε προσωπικό βάρος, να σκοντάφτουν στην ίδια τους την κούραση, να συνομιλούν με τους νεκρούς.
Εδώ το όνειρο κυριαρχεί. Η ηθική του, η αισθητική του, η οντολογία του. Οι πράξεις δεν κρίνονται με βάση τα τρέχοντα ήθη, με βάση όσα έχουμε συνηθίσει. Υπακούν τους δικούς τους κανόνες και κουρδίζονται από τη δική τους λογική. Η συγγραφέας γράφει: «Να τη η μαγεία, Άσλαθ, ποτέ δεν λείπει, φυτρώνει εκεί που η λογική δεν καταδέχεται να σπείρει». Δεν βρισκόμαστε, λοιπόν, μέσα σε ένα παράλογο κόσμο, αλλά σε έναν κόσμο που αυτός ο ίδιος νομοθετεί τον εαυτό του. Και τον μαθαίνουμε σειρά τη σειρά, μέσα από την αφήγηση. Εδώ τα αντίθετα υπάρχουνε ταυτόχρονα, τίποτα δεν εμποδίζει έννοιες και καταστάσεις ασύμβατες, ακόμη και αντίθετες να συνυπάρξουν απολύτως νόμιμα. Ένας κόσμος γοητευτικός και ταυτόχρονα όπου κάθε τι καραδοκεί και όλα είναι απότομα. «Σκέφτηκα ότι έτσι και συλλάβεις τον αντικόσμο, ο κόσμος δεν κάνει καμία προσπάθεια να σου αρέσει».
Οι ίδιοι οι ήρωες είναι κυνηγημένοι από το όνειρο. Κάποιοι βλέπουν όλοι μαζί ταυτόχρονα το ίδιο όνειρο για μία επιστροφή. Άλλοτε ένας γύπας ραμφίζει τα μάτια τους την ώρα που κοιμούνται. «Θυμάμαι στον ύπνο μου να ονειρεύομαι ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ, και στον ξύπνιο μου να αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να ξυπνήσω». Οι συντεταγμένες των ηρώων δεν προσδιορίζονται. Στο βιβλίο έχουμε πιο πολύ όχι ένα γεωγραφικά προσδιορισμένο τόπο, αλλά ένα μυθολογικό χώρο. Και μαζί όχι ένα συγκεκριμένο χρόνο, αλλά την αποτύπωση της διάρκειας και της ροής. Γιατί οι προϊστορίες είναι ιστορίες και ταυτόχρονα η καταγωγή αυτών των ιστοριών. Ένα ταυτόχρονο παρόν και παρελθόν που μένουν απροσδιόριστα εξίσου. Ένα ξεχασμένο υπέδαφος που η συγγραφέας δεν το ανακάλυψε, αλλά το εφηύρε.

Όλα αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά απόλυτα από τις περιγραφές αυτού του κειμένου. Και αυτό γιατί η χροιά, η ουσία και το βάθους του βιβλίου είναι ταυτισμένα με τη γλώσσα, τη ροή της αφήγησης και τη δομή του. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια γλώσσα έτοιμη. Και απολύτως προσωπική. Με απρόσμενες αφαιρέσεις, απότομα άλματα και ξαφνικές συμπυκνώσεις, δημιουργώντας τελικά τον κόσμο που περιγράφει, ενώ τον περιγράφει. Ακόμα και τα παράδοξα ονόματα δεν παραπέμπουν σε χώρο και χρόνο. Είναι και αυτά κομμάτια της μυθολογικής μελωδίας: Νάαρντ, Μαγελάγιους, Ίρκας, Άρελ, Αρπ Ματακάρμπα. Είναι η γλώσσα αυτή που επιτρέπει στη συγγραφέα να χειριστεί τις μεγάλες έννοιες χωρίς να γίνεται πομπώδης: το θάνατο, το θεό, την απώλεια. Σε μια ροή φράσεων, εικόνων και γεγονότων απόλυτα αρμονική.
Όλες οι ιστορίες κάπου συναντιούνται. Σε ένα όνομα ή μια επανάληψη, σε έναν τόνο ή σε μια χροιά. Έτσι το βιβλίο μοιάζει πιο πολύ με ένα σύνολο αυτοτελών επί μέρους ιστοριών, με ένα βομβαρδισμένο μυθιστόρημα. Από την άλλη, η πυκνότητα των φράσεων είναι κάποιες φορές τέτοια, που θυμίζει ποιητική συλλογή που βρήκε καταφύγιο στην αφηγηματική έκταση των διηγημάτων: «Ηρέμησε Άρελ. Τώρα είσαι θεός, και μάλιστα νεκρός», «γλιστρούσε το δέρμα από τη σάρκα του, κι ακόμα πιο πολύ: σαν να γλιστρούσε το σώμα από την ύπαρξή του», «χωρίς να προλαβαίνει η εισπνοή σου να επιμηκυνθεί σε αναστεναγμό. Ο φόβος και η εξάντληση θα είναι το γιατρικό σου».
Και αν τελικά η ανάγνωση των βιβλίων, πέρα από απορίες, μας προσφέρει και ερωτήσεις, εγώ θα ήθελα να κρατήσω μία ακριβώς με τον τρόπο που τη διατυπώνει η συγγραφέας:
«Μα έχει η στεριά βυθό;»
* O τίτλος είναι δανεισμένος από φράση του βιβλίου.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: