Στη γυάλινη πόλη το φως διαθλάται μέχρι να πάρει το σχήμα που η πόλη επιθυμεί.
Το σχήμα του φωτός είναι το σχήμα της πόλης. Εδώ η όραση είναι σχήμα και το να περπατάς είναι το ίδιο με το να αγναντεύεις.
Εδώ πέφτεις κάθε φορά που κλείνεις τα μάτια σου. Η αρχιτεκτονική είναι μια ρευστή υπόθεση. Η πόλη ερημώνει όταν έχει συννεφιά.
Οχι από τους κατοίκους, αλλά από τα κτίρια και τους δρόμους.
Οι κάτοικοι μένουν ακίνητοι σε ένα άδειο νταμάρι που ήταν κάποτε η πόλη τους. Με τα χέρια στον ουρανό παρακαλούν τον ήλιο να τους επιστρέψει την πόλη.
Το σχήμα που δίνει το φως στην πόλη είναι το σχήμα των πόθων, των αστοχιών και των φόβων, το σχήμα της μέρας της.
Και κάθε μέρα η πόλη αλλάζει. Για όλους, εκτός από τους κατοίκους.
Αφού το σχήμα της πόλης κατοικεί πρώτα μέσα τους. Αφού κάθε νέα ρυμοτομία είναι ήδη βιωμένη, κάθε στενό της έχει ήδη περπατηθεί και κάθε παράθυρό της έχει ανοίξει πρώτα στο στήθος των κατοίκων της.
Η γυάλινη πόλη πάντοτε κρύβει μια πυρκαγιά. Με τόσο φως μαζεμένο η κάθε κίνηση μπορεί να επιφέρει το ξεκίνημα της φωτιάς.
Θα τη δεις να φυτρώνει στο σακάκι ενός κυρίου, στην ομπρέλα μιας κυρίας παλαιού τύπου, στο μουστάκι ενός χίπστερ, στο μεσαίο φρύδι ενός νεοναζί.
Κάθε στιγμή εκκρεμεί ανάμεσα στο φως και τη στάχτη. Και η λάμψη αυτή στα μάτια των κατοίκων άναψε όταν η πρώτη πυρκαγιά έφτασε στη γυάλινη πόλη.
Ολα εδώ γίνονται ορατά. Σαν να βάζεις ένα γυαλί στην επιφάνεια της θάλασσας. Τίποτα δεν μένει θολό.
Κανένας βυθός, κανένα υπέδαφος. Διαμπερείς στην όραση οι άνθρωποι περπατούν ανάμεσα σε όψεις και επιφάνειες.
Ανάμεσα σε τόσο γυαλί μοιάζουν και αυτοί διάφανοι, επιφάνειες που το βλέμμα διαπερνά χωρίς να μπορεί να αποκωδικοποιήσει. Τόσο ορατοί που σχεδόν δεν μπορείς να τους δεις.
Η πόλη αυτή στέκει άκαμπτη, σκληρή σαν το γυαλί. Εδώ κάθε έκταση είναι ένα άθροισμα από γωνίες. Η επαφή πληγώνει.
Ψυχρό, το γυαλί εξορίζει την κίνηση, την όποια κάμψη, το οποιοδήποτε τύλιγμα. Αφήνει χώρο μόνο στο γλίστρημα, μόνο στο τσαλάκωμα των ανθρώπων. Η ψυχρότητα αυτή αγαπά την ευθεία.
Τη γραμμή αυτή που δεν κρύβει, μόνο απαντά καταφατικά στο βλέμμα. Ευθείες οριζόντιες περιγράφουν τα σύνορά της, ευθείες κάθετες τη ματαιοδοξία της.
Και ο τρόπος με τον οποίο η πόλη ορθώνεται περιγράφει το ίδιο το υλικό της.
Απότομη, επιθετική, μακριά από την ανθρώπινη κλίμακα. Σαν φτιαγμένη ώστε να θεμελιώσει την πτώση.
Αρκεί να απλώσεις την παλάμη σου σε οποιαδήποτε επιφάνεια της πόλης για να νιώσεις στο άγγιγμα όλο τον ίλιγγο από τις κορυφές της.
Και δεν υπάρχει τίποτε πιο αιχμηρό από τον ίλιγγο.
Η γυάλινη πόλη, πόλη-καθρέφτης παραχωρεί ένα διαστρεβλωμένο είδωλο.
Καθώς το γυαλί είναι παραταγμένο απέναντι στο γυαλί, κάθε αντικατοπτρισμός ταξιδεύει σε άπειρες εκτάσεις μέχρι να σβήσει.
Οι άνθρωποι ενώ διαβαίνουν παρατηρούν μονίμως την κίνησή τους σε τυχαίες επιφάνειες δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω.
Και έτσι φορτώνονται ένα πολλαπλό βάρος: μια μόνιμη εποπτεία του εαυτού τους και μια μόνιμη εποπτεία από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Για τον λόγο αυτό, το μάτι του παρατηρητικού επισκέπτη θα αντιληφθεί πως οι ώμοι τους είναι ελαφρώς πιο γυρτοί από τους ώμους των κατοίκων άλλων πόλεων.
Γιατί είναι βάρος μεγάλο να κουβαλάς κάθε στιγμή τον εαυτό σου, μπροστά στον εαυτό σου.
Μέσα σε αυτή την ατελείωτη διαδοχή διαφάνειας και αντανάκλασης, η ίδια η πόλη ερμηνεύει τον εαυτό της.
Εφευρίσκει μορφές και μαντεύει περιεχόμενα, επιβάλλει τον σκοπό και διαπραγματεύεται την έκτασή της.
Γνωστή εδώ και αιώνες, σε μόνιμη συνόρευση με όλες τις πόλεις που ζήσαμε, η γυάλινη πόλη αναζητά το όνομά της.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου